κατήγορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katigoros
|Transliteration C=katigoros
|Beta Code=kath/goros
|Beta Code=kath/goros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">accuser</b>, <span class="bibl">Hdt.3.71</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>814</span>, <span class="bibl">And. 4.16</span>, <span class="bibl">Lys.7.11</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>18a</span> (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>12.10</span>, etc.; <b class="b3">δημόσιος κ</b>. public <b class="b2">prosecutor</b>, PFlor.6.6 (iii A.D.); <b class="b2">betrayer</b>, φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>439</span>; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>20.15</span>; <b class="b3">πνεῦμα ὧν κατήγορον, . . δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν</b> what the respiration <b class="b2">reveals</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">de Arte</span> 12</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[accuser]], [[Herodotus|Hdt.]]3.71, S.Tr.814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap.18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; [[δημόσιος]] [[κατήγορος]] = [[public]] [[prosecutor]], PFlor.6.6 (iii A.D.); [[betrayer]], φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th.439; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15; πνεῦμα ὧν κατήγορον,… δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the [[respiration]] [[reveal]]s, Hp.de Arte 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[accusateur]];<br /><b>2</b> <i>adj.</i> (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἀγορέω.
}}
{{elnl
|elnltext=κατήγορος -ου, ὁ, later Gr. κατήγωρ -ορος, ὁ &#91;[[κατά]], [[ἀγορεύω]]] aanklager; overdr.: φρονημάτων ἡ γλῶσσα... κ. de tong is de verraadster van gedachten Aeschl. Sept. 439.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Ankläger]]</i>; Soph. <i>Tr</i>. 811; Her. 3.71, 8.88; Plat. <i>Apol</i>. 18b; oft bei Rednern; – <i>[[Verräter]]</i>; τῶν ματαίων [[ἀνδράσι]] φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]] Aesch. <i>Spt</i>. 421; χθονός Lycophr. 58; ἡ [[ἀμέλεια]] σαφὴς ψυχῆς [[κατήγορος]] κακῆς, <i>[[verrät]]</i>, Xen. <i>Oec</i>. 20.15.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήγορος:''' ὁ, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[обличитель]]: τῶν φρονημάτων ἡ [[γλῶσσα]] ἀληθὴς γίγνεται κ. Aesch. язык правдиво раскрывает мысли; σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς Xen. верный признак порочного характера;<br /><b class="num">2</b> [[обвинитель]] (ἀπολογήσασθαι πρὸς τὰ κατηγορημένα καὶ τοὺς κατηγόρους Plat.; οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἔφερον NT).
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] and [[ἀγορά]]; [[against]] [[one]] in the [[assembly]], i.e. a complainant at [[law]]; [[specially]], Satan: [[accuser]].
}}
{{Thayer
|txtha=([[κατήγωρ]]) ὁ, an [[accuser]]: G L T WH. It is a [[form]] [[unknown]] to Greek writers, a [[literal]] [[transcription]] of the [[Hebrew]] קָטִיגור, a [[name]] given to the [[devil]] by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae [[Hebrew]] i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κατήγορος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει [[κατηγορία]], που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές [[μήνυση]] [[εναντίον]] του δράστη, ο [[μηνυτής]], ο [[ενάγων]] (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο [[κενό]]» β. «φησὶ δὲ ὁ [[κατήγορος]]... σηκὸν ὑπ' ἐμοῦ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο [[επικριτής]] (α. «ο [[κακός]] [[οπού]] ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.<br />β. «ἐν βάρει τοῦ πικροῦ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — η κατηγορούσα [[αρχή]], ο [[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] που διατυπώνει την [[κατηγορία]] εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο [[εισαγγελέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει [[κάτι]] [[κακό]], ο [[καταδότης]] («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), [[πρβλ]]. [[παρήγορος]], [[συνήγορος]]<br />το -<i>η</i> οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει [[σχέση]] με τη σημ. της λ. [[ἀγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] γενικά με τη σημ. «[[μιλώ]]», [[πρβλ]]. [[δικηγόρος]], [[ετυμηγόρος]], [[παρήγορος]], <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατήγορος:''' -ον, [[ενάγων]], [[μηνυτής]], [[κατήγορος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[προδότης]], [[καταδότης]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατήγορος''': -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― [[προδότης]] ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.
|lstext='''κατήγορος''': -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― [[προδότης]] ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατήγορος]], ον<br />an [[accuser]], Hdt., Soph.:— a [[betrayer]], Aesch.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kat»goroj 卡特-誒哥羅士<br />'''詞類次數''':名詞(7)<br />'''原文字根''':向下-買(者) 相當於: ([[רִיב]]&#x200E; / [[רִיבָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':會議中反對某人,控告者,不忠者,告的人,原告;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=對抗)與([[ἀγορά]])=市區廣場)組成,而 ([[ἀγορά]])出自([[ἄγω]])X*=聚集)。參讀編號 ([[κατηγορέω]])<br />'''出現次數''':總共(7);約(1);徒(5);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 控告者(6) 約8:10; 徒23:30; 徒23:35; 徒24:8; 徒25:18; 啓12:10;<br />2) 原告(1) 徒25:16
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[κατά]] + [[ἀγορεύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κατήγορος]]: [[κατηγορία]], κατηγορῶ, [[κατηγόρημα]], [[κατηγορητέον]], [[κατηγορητικός]], [[κατηγορικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήγορος Medium diacritics: κατήγορος Low diacritics: κατήγορος Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: katḗgoros Transliteration B: katēgoros Transliteration C: katigoros Beta Code: kath/goros

English (LSJ)

ὁ, accuser, Hdt.3.71, S.Tr.814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap.18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; δημόσιος κατήγορος = public prosecutor, PFlor.6.6 (iii A.D.); betrayer, φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th.439; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15; πνεῦμα ὧν κατήγορον,… δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the respiration reveals, Hp.de Arte 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 accusateur;
2 adj. (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle.
Étymologie: κατά, ἀγορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήγορος -ου, ὁ, later Gr. κατήγωρ -ορος, ὁ [κατά, ἀγορεύω] aanklager; overdr.: φρονημάτων ἡ γλῶσσα... κ. de tong is de verraadster van gedachten Aeschl. Sept. 439.

German (Pape)

ὁ, Ankläger; Soph. Tr. 811; Her. 3.71, 8.88; Plat. Apol. 18b; oft bei Rednern; – Verräter; τῶν ματαίων ἀνδράσι φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Aesch. Spt. 421; χθονός Lycophr. 58; ἡ ἀμέλεια σαφὴς ψυχῆς κατήγορος κακῆς, verrät, Xen. Oec. 20.15.

Russian (Dvoretsky)

κατήγορος: ὁ, ἡ
1 обличитель: τῶν φρονημάτων ἡ γλῶσσα ἀληθὴς γίγνεται κ. Aesch. язык правдиво раскрывает мысли; σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς Xen. верный признак порочного характера;
2 обвинитель (ἀπολογήσασθαι πρὸς τὰ κατηγορημένα καὶ τοὺς κατηγόρους Plat.; οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἔφερον NT).

English (Strong)

from κατά and ἀγορά; against one in the assembly, i.e. a complainant at law; specially, Satan: accuser.

English (Thayer)

(κατήγωρ) ὁ, an accuser: G L T WH. It is a form unknown to Greek writers, a literal transcription of the Hebrew קָטִיגור, a name given to the devil by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae Hebrew i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)).

Greek Monolingual

ο (AM κατήγορος)
1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον του δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος... σηκὸν ὑπ' ἐμοῦ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)
2. αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο επικριτής (α. «ο κακός οπού ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.
β. «ἐν βάρει τοῦ πικροῦ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)
(νεολλ.) φρ. «δημόσιος κατήγορος» — η κατηγορούσα αρχή, ο δικαστικός υπάλληλος που διατυπώνει την κατηγορία εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο εισαγγελέας
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει κάτι κακό, ο καταδότης («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. παρήγορος, συνήγορος
το -η οφείλεται στη λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. της λ. ἀγορά «συνάθροιση» αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικηγόρος, ετυμηγόρος, παρήγορος, συν-ήγορος].

Greek Monotonic

κατήγορος: -ον, ενάγων, μηνυτής, κατήγορος, σε Ηρόδ., Σοφ.· προδότης, καταδότης, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατήγορος: -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― προδότης ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.

Middle Liddell

κατήγορος, ον
an accuser, Hdt., Soph.:— a betrayer, Aesch.

Chinese

原文音譯:kat»goroj 卡特-誒哥羅士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:向下-買(者) 相當於: (רִיב‎ / רִיבָה‎)
字義溯源:會議中反對某人,控告者,不忠者,告的人,原告;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=對抗)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。參讀編號 (κατηγορέω
出現次數:總共(7);約(1);徒(5);啓(1)
譯字彙編
1) 控告者(6) 約8:10; 徒23:30; 徒23:35; 徒24:8; 徒25:18; 啓12:10;
2) 原告(1) 徒25:16

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατά + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κατήγορος: κατηγορία, κατηγορῶ, κατηγόρημα, κατηγορητέον, κατηγορητικός, κατηγορικός.