σχίσμα: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schisma | |Transliteration C=schisma | ||
|Beta Code=sxi/sma | |Beta Code=sxi/sma | ||
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[cleft]], [[division]], as of hoofs, Arist.''HA''499a27 (pl.); of leaves, Thphr ''HP''3.11.1; [[rent]] in a garment, ''Ev.Matt.''9.16.<br><span class="bld">II</span> [[division]] of opinion, [[Ev Jo]].9.16.<br><span class="bld">III</span> [[the vulva]], Ruf.''Onom.''110.<br><span class="bld">IV</span> name of an <b class="b3">ὀρχηστικὸν σχῆμα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">V</span> [[ploughing]], PLond.5.1796.7 (vi A.D.). | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[cleft]], [[division]], as of hoofs, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''499a27 (pl.); of leaves, Thphr ''HP''3.11.1; [[rent]] in a garment, ''Ev.Matt.''9.16.<br><span class="bld">II</span> [[division]] of opinion, [[Ev Jo]].9.16.<br><span class="bld">III</span> [[the vulva]], Ruf.''Onom.''110.<br><span class="bld">IV</span> name of an <b class="b3">ὀρχηστικὸν σχῆμα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">V</span> [[ploughing]], PLond.5.1796.7 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:05, 24 November 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A cleft, division, as of hoofs, Arist.HA499a27 (pl.); of leaves, Thphr HP3.11.1; rent in a garment, Ev.Matt.9.16.
II division of opinion, Ev Jo.9.16.
III the vulva, Ruf.Onom.110.
IV name of an ὀρχηστικὸν σχῆμα, Hsch.
V ploughing, PLond.5.1796.7 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1056] τό, das Gespaltene, der Spalt, z. B. des Hufes, Arist. H. A. 2, 1; übertr., Zwiespalt, lineinigkeit, Sp., wie N.T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fente, séparation ; fig. scission, dissentiment ; postér. schisme.
Étymologie: σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχίσμα -ατος, τό [σχίζω] splitsing, scheur; overdr. scheuring, verdeeldheid. NT Io. 9.16.
Russian (Dvoretsky)
σχίσμα: ατος τό
1 расщепление, щель Arst.;
2 дыра (sc. ἐν τῷ ἱματίῳ NT);
3 раскол, распря (ἐν τῷ ὄχλῳ NT).
Greek (Liddell-Scott)
σχίσμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οἷον τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. διαίρεσις γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― σχίσμα ἐκκλησιαστόν, διαίρεσις ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C.
English (Strong)
from σχίζω; a split or gap ("schism"), literally or figuratively: division, rent, schism.
English (Thayer)
σχισματος, τό (σχίζω), a cleft, rent;
a. properly, a rent: Aristotle, Theophrastus).
b. metaphorically, a division, dissension: Clement of Rome, 1 Corinthians 2,6 [ET], etc.; ' Teaching' 4,3 [ET]; etc.)). (Cf. references under the word αἵρεσις, 5.)
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σχίζω
1. το αποτέλεσμα του σχίζω, οπή
2. μτφ. διάσταση απόψεων, διχογνωμία, διάσπαση
3. εκκλ. ο χωρισμός μιας ομάδας πιστών από την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος για λόγους άσχετους προς το περιεχόμενο της ορθής πίστεως, δηλαδή για λόγους κανονικής τάξεως ή φιλοδοξίας
νεοελλ.
ανατ. ονομασία διαφόρων σχισμοειδών τμημάτων
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σχίσμα εκκλησιών»
(εκκλ. ιστ.) η ρήξη στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και η διάσπασή της, σε Ανατολική και Δυτική, η οποία άρχισε τον 9ο και ολοκληρώθηκε τον 11ο αιώνα
αρχ.
1. η διαίρεση τών χηλών διαφόρων ζώων, όπως λ.χ. της καμήλας
2. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά
3. ιατρ. η μήτρα
4. (κατά τον Ησύχ.) ονομασία χορευτικού σχήματος.
Greek Monotonic
σχίσμα: -ατος, τό (σχίζω),
I. σχίσιμο, απόσχιση, κόψιμο, σχίσιμο σ' ένα ρούχο, σε Καινή Διαθήκη
II. διαίρεση, διάσταση απόψεων, διχογνωμία, διχόνοια, σχίσμα, στο ίδ.
Middle Liddell
σχίσμα, ατος, τό, σχίζω
I. a cleft, a rent in a garment, NTest.
II. division of opinion, schism, NTest.
Chinese
原文音譯:sc⋯sma 士希士馬
詞類次數:名詞(8)
原文字根:裂開(結果)
字義溯源:分裂,裂縫,破,破裂,分門別類,分黨,分開,撕裂,紛爭,宗派;源自(σχίζω)*=分開,切斷)
出現次數:總共(8);太(1);可(1);約(3);林前(3)
譯字彙編:
1) 紛爭(3) 約7:43; 約9:16; 約10:19;
2) 分門別類(2) 林前11:18; 林前12:25;
3) 分裂(1) 林前1:10;
4) 破的(1) 太9:16;
5) 破裂(1) 可2:21
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σχίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.