εὐπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
m (Text replacement - "<i>Charm</i>" to "<i>Charm</i>")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efprosopos
|Transliteration C=efprosopos
|Beta Code=eu)pro/swpos
|Beta Code=eu)pro/swpos
|Definition=εὐπρόσωπον,<br><span class="bld">A</span> [[fair of face]], Cratin.304, Anaxandr.9.5; μειράκιον Ar.''Pl.''976, cf. ''Ra.''412 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.10 (Sup.); [[with glad countenance]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1009; comice, λοπάς Eub.44.1.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fair in outward show]], [[specious]], ὑπεκρίναντο… εὐπρόσωπα [[Herodotus|Hdt.]]7.168; οὐκ εὐ. φροιμίοις E.''Ph.''1336; λόγους εὐ. καὶ μύθους D.18.149; εὐ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Arist.''Pol.''1263b15: Comp., Aristid.1.429J. Adv. [[εὐπροσώπως]] Philostr.''VS''1.18.4, Aristaenet.1.9, Jul.''Or.''7.224b.<br><span class="bld">3</span> perhaps [[possessing legal personality]], Antig. ap. Plu.2.458f (with pun on signf.1).
|Definition=εὐπρόσωπον,<br><span class="bld">A</span> [[fair of face]], Cratin.304, Anaxandr.9.5; μειράκιον Ar.''Pl.''976, cf. ''Ra.''412 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.10 (Sup.); [[with glad countenance]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1009; comice, λοπάς Eub.44.1.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fair in outward show]], [[specious]], ὑπεκρίναντο… εὐπρόσωπα [[Herodotus|Hdt.]]7.168; οὐκ εὐ. φροιμίοις E.''Ph.''1336; λόγους εὐ. καὶ μύθους D.18.149; εὐ. ἡ τοιαύτη [[νομοθεσία]] Arist.''Pol.''1263b15: Comp., Aristid.1.429J. Adv. [[εὐπροσώπως]] = [[speciously]] Philostr.''VS''1.18.4, Aristaenet.1.9, Jul.''Or.''7.224b.<br><span class="bld">3</span> perhaps [[possessing legal personality]], Antig. ap. Plu.2.458f (with pun on signf.1).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:37, 30 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσωπος Medium diacritics: εὐπρόσωπος Low diacritics: ευπρόσωπος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: euprósōpos Transliteration B: euprosōpos Transliteration C: efprosopos Beta Code: eu)pro/swpos

English (LSJ)

εὐπρόσωπον,
A fair of face, Cratin.304, Anaxandr.9.5; μειράκιον Ar.Pl.976, cf. Ra.412 (lyr.), X.Mem.1.3.10 (Sup.); with glad countenance, S.Aj.1009; comice, λοπάς Eub.44.1.
2 metaph., fair in outward show, specious, ὑπεκρίναντο… εὐπρόσωπα Hdt.7.168; οὐκ εὐ. φροιμίοις E.Ph.1336; λόγους εὐ. καὶ μύθους D.18.149; εὐ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Arist.Pol.1263b15: Comp., Aristid.1.429J. Adv. εὐπροσώπως = speciously Philostr.VS1.18.4, Aristaenet.1.9, Jul.Or.7.224b.
3 perhaps possessing legal personality, Antig. ap. Plu.2.458f (with pun on signf.1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau visage;
2 au visage riant;
3 spécieux.
Étymologie: εὖ, πρόσωπον.

German (Pape)

mit schönem Angesicht, μειράκιον Ar. Plut. 976, öfter; Plat. Charm. 154d und A.; mit heiterem Gesicht, Soph. Aj. 488. übertragen, οὐκ εὐπροσώποις φροιμίοις ἄρχει λόγου Eur. Phoen. 1336; ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόσωπα, so Scheinbares, so schöne Worte, wie λόγοι Dem. 18.149; Sp. Vgl. εὐπρεπής.
• Adv. εὐπροσώπως, Sp., wie Aristaen. 1.9.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρόσωπος:
1 красивый (лицом), миловидный (μειράκιον Arph.; νεανίσκος Plat.);
2 красивый, изящный (ἐπίθετα Plut.);
3 досл. с радостным лицом, перен. радостный, приветливый (φροίμια Eur.): ἦ πού με δέξαιτ᾽ ἂν εὐ.; Soph. радостно ли он примет меня?;
4 (с виду), благопристойный, приличный, (λόγοι Dem.; νομοθεσία Arst.): ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόσωπα Her. таков был внешне корректный ответ (керкирян).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 29· μειράκιον Ἀριστοφ. Πλ. 976, πρβλ. Βατρ. 410, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 10· μετὰ φαιδροῦ προσώπου, δέξαιτ’ ἄν εὐπρόσωπος ἵλεώς τ’ ἴσως χωροῦντ’ ἄνευ σοῦ Σοφ. Αἴ. 1009. 2) μεταφ., καλῶς κατ’ ἐπιφάνειαν, ὑπεκρίναντο μὲν οὕτω εὐπρόσωπα. ἀπεκρίναντο μὲν οὕτω κατ’ ἐπιφάνειαν καλῶς, Ἡρόδ. 7. 168· οὐκ εὐπρ. φροιμίοις Εὐριπ. Φοίν. 1336· λόγους εὐπρ. καὶ μύθους 277. 6· εὐπρ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 11. - Ἐπίρρ. -πως, Φιλόστρ. 510.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.)
2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση»)
αρχ.
1. αυτός που έχει φαιδρό, γελαστό πρόσωπο
2. ο φαινομενικά καλός, προσποιητός, πλαστός
3. αυτός που έχει νομική υπόσταση.
επίρρ...
ευπροσώπως (Α εὐπροσώπως)
νεοελλ.
με ευπρόσωπο τρόπο, με αξιοπρέπεια
μσν.-αρχ.
προσποιητά, με τρόπο επιφανειακά καλό
αρχ.
1. με φιλικό τρόπο, φιλικά
2. με ορθό, ταιριαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. απρόσωπος, διπρόσωπος.

Greek Monotonic

εὐπρόσωπος: -ον (πρόσωπον),·
1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, σε Αριστοφ., Ξεν.· με χαρούμενη όψη, φαιδρή έκφραση προσώπου, σε Σοφ.
2. μεταφ., καλός επιφανειακά, κατ' επίφαση ορθός, απατηλός, αληθοφανής, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐ-πρόσωπος, ον πρόσωπον
1. fair of face, Ar., Xen.: with glad countenance, Soph.
2. metaph. fair in outward show, specious, Hdt., Eur., etc.

English (Woodhouse)

bright, cheerful, smiling, specious, sprightly, cheerful of looks, with beautiful face

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)