επιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιλαμβάνω]]<br />μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [[λαμβάνω]]<br /><b>μέσ.</b> καταπιάνομαι με [[κάτι]], [[επιχειρώ]] (α. «ἡ [[δικαιοσύνη]] ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]] («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῦσα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> πιάνομαι από [[κάτι]] («ἐπιλαμβάνεται... τῆς χειρός», <b>Πλάτ.</b> Πρωτ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] τη [[διοίκηση]], τη [[διαχείριση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος<br /><b>4.</b> [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] πρόσθετο [[κέρδος]] («ἐπὶ τοῖς [[πεντήκοντα]] ταλάντοις ἐπέλαβεν [[ἑκατόν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατείνω]] («τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]], [[δέχομαι]]<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[προσβάλλω]] («ἐπιλαβών δὲ [[λοιμός]] τε τὸν στρατόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για εχθρό) επιτίθεμαι<br /><b>6.</b> [[πιάνω]], [[καταφθάνω]] («μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> εκτείνομαι, [[φθάνω]] («ἡμέρας [[ἑπτακαίδεκα]] τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καταλαμβάνω]] ένα χώρο («πλατύτερον τόπον... ἐπιλαμβάνουσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> (με δοτ.) [[βοηθώ]]<br /><b>10.</b> [[διαδέχομαι]], [[ακολουθώ]]<br /><b>11.</b> [[τρώω]] [[κάτι]] [[μετά]] από [[άλλο]]<br /><b>12.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἐπελάβοντο δὲ καὶ Κορινθίων ἀναχωρούντων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>13.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]]<br /><b>14.</b> [[κάνω]] [[κατάσχεση]] στα πράγματα του οφειλέτη<br /><b>15.</b> [[διεκδικώ]]<br /><b>16.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]], [[αρπάζω]] την [[ευκαιρία]] («τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ [[καιρός]], κἂν τούτου μὴ ‘πιλάβηται, οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>17.</b> [[επιδιώκω]] να πετύχω<br /><b>18.</b> (για [[τόπο]]) [[φθάνω]]<br /><b>19.</b> [[αγγίζω]]<br /><b>20.</b> [[παίρνω]] τον λόγο («ἐμοῦ γε ἀκούων ἐπιλαμβάνου, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ [[καλῶς]] λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>21.</b> [[αντιλέγω]], [[εναντιώνομαι]] («[[μόνος]] ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς τῶν χειρῶν ψηφίσματος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>22.</b> [[καταλαμβάνω]] («εἰ ἐπιλήψονται τὰς Ἀθήνας», Λυκούργος).
|mltxt=(AM [[ἐπιλαμβάνω]]<br />μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [[λαμβάνω]]<br /><b>μέσ.</b> καταπιάνομαι με [[κάτι]], [[επιχειρώ]] (α. «ἡ [[δικαιοσύνη]] ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]] («τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> πιάνομαι από [[κάτι]] («ἐπιλαμβάνεται... τῆς χειρός», <b>Πλάτ.</b> Πρωτ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] τη [[διοίκηση]], τη [[διαχείριση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος<br /><b>4.</b> [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] πρόσθετο [[κέρδος]] («ἐπὶ τοῖς [[πεντήκοντα]] ταλάντοις ἐπέλαβεν [[ἑκατόν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατείνω]] («τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]], [[δέχομαι]]<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[προσβάλλω]] («ἐπιλαβών δὲ [[λοιμός]] τε τὸν στρατόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για εχθρό) επιτίθεμαι<br /><b>6.</b> [[πιάνω]], [[καταφθάνω]] («μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> εκτείνομαι, [[φθάνω]] («ἡμέρας [[ἑπτακαίδεκα]] τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καταλαμβάνω]] ένα χώρο («πλατύτερον τόπον... ἐπιλαμβάνουσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> (με δοτ.) [[βοηθώ]]<br /><b>10.</b> [[διαδέχομαι]], [[ακολουθώ]]<br /><b>11.</b> [[τρώω]] [[κάτι]] [[μετά]] από [[άλλο]]<br /><b>12.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἐπελάβοντο δὲ καὶ Κορινθίων ἀναχωρούντων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>13.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]]<br /><b>14.</b> [[κάνω]] [[κατάσχεση]] στα πράγματα του οφειλέτη<br /><b>15.</b> [[διεκδικώ]]<br /><b>16.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]], [[αρπάζω]] την [[ευκαιρία]] («τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ [[καιρός]], κἂν τούτου μὴ ‘πιλάβηται, οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>17.</b> [[επιδιώκω]] να πετύχω<br /><b>18.</b> (για [[τόπο]]) [[φθάνω]]<br /><b>19.</b> [[αγγίζω]]<br /><b>20.</b> [[παίρνω]] τον λόγο («ἐμοῦ γε ἀκούων ἐπιλαμβάνου, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ [[καλῶς]] λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>21.</b> [[αντιλέγω]], [[εναντιώνομαι]] («[[μόνος]] ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς τῶν χειρῶν ψηφίσματος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>22.</b> [[καταλαμβάνω]] («εἰ ἐπιλήψονται τὰς Ἀθήνας», Λυκούργος).
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐπιλαμβάνω
μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) λαμβάνω
μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.)
αρχ.-μσν.
1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα», Αριστοτ.)
2. μέσ. πιάνομαι από κάτι («ἐπιλαμβάνεται... τῆς χειρός», Πλάτ. Πρωτ.)
μσν.
1. αναλαμβάνω τη διοίκηση, τη διαχείριση
2. παίρνω μαζί μου
3. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος
4. αποσπώ κάτι από κάποιον
αρχ.
1. παίρνω πρόσθετο κέρδος («ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἐπέλαβεν ἑκατόν», Αριστοτ.)
2. παρατείνω («τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς», Παυσ.)
3. παίρνω, δέχομαι
4. (για αρρώστια) προσβάλλω («ἐπιλαβών δὲ λοιμός τε τὸν στρατόν», Ηρόδ.)
5. (για εχθρό) επιτίθεμαι
6. πιάνω, καταφθάνω («μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι», Θουκ.)
7. εκτείνομαι, φθάνω («ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών», Πλούτ.)
8. καταλαμβάνω ένα χώρο («πλατύτερον τόπον... ἐπιλαμβάνουσαν», Πλούτ.)
9. (με δοτ.) βοηθώ
10. διαδέχομαι, ακολουθώ
11. τρώω κάτι μετά από άλλο
12. προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἐπελάβοντο δὲ καὶ Κορινθίων ἀναχωρούντων», Ξεν.)
13. συλλαμβάνω, πιάνω
14. κάνω κατάσχεση στα πράγματα του οφειλέτη
15. διεκδικώ
16. πετυχαίνω κάτι, αρπάζω την ευκαιρία («τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ‘πιλάβηται, οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην», Αριστοφ.)
17. επιδιώκω να πετύχω
18. (για τόπο) φθάνω
19. αγγίζω
20. παίρνω τον λόγο («ἐμοῦ γε ἀκούων ἐπιλαμβάνου, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ καλῶς λέγειν», Πλάτ.)
21. αντιλέγω, εναντιώνομαιμόνος ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς τῶν χειρῶν ψηφίσματος», Ξεν.)
22. καταλαμβάνω («εἰ ἐπιλήψονται τὰς Ἀθήνας», Λυκούργος).