ὄχανον: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(3b) |
m (elru replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὄχᾰνον | ||
|Medium diacritics=ὄχανον | |Medium diacritics=ὄχανον | ||
|Low diacritics=όχανον | |Low diacritics=όχανον | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochanon | |Transliteration C=ochanon | ||
|Beta Code=o)/xanon | |Beta Code=o)/xanon | ||
|Definition=τό, ( | |Definition=τό, or [[ὀχάνη]] ([[ἔχω]] A) [[holder of a shield]], i.e. a [[bar]] or [[band]] fastened [[crosswise]] on the under side of the [[shield]], through which the [[bearer]] passed his [[arm]], Anacr.91, [[Herodotus|Hdt.]]2.141, Aen.Tact.29.12; invented by the [[Carians]] acc. to [[Herodotus|Hdt.]]1.171. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern [[τελαμών]] (was zu vgl.); von [[πόρπαξ]] ist es nach Plut. (s. [[ὀχάνη]]) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern [[τελαμών]] (was zu vgl.); von [[πόρπαξ]] ist es nach Plut. (s. [[ὀχάνη]]) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄχᾰνον:''' τό (ременная) рукоять щита Her., Luc. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄχᾰνον''': τό, ([[ἔχω]]) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο [[ταινία]] σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς ἀσπίδος [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ([[θυρεός]], παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ [[πόρπαξ]]· [[ὅστις]] πιθανῶς ἦτο [[κρίκος]] τις [[ὅστις]] εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, [[ὥστε]] νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς [[ἄχρηστος]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ [[ἴσως]] οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχανον]]· ὁ τῆς ἀσπίδος [[πόρπαξ]]. καὶ ὁ [[δεσμός]]. καὶ [[ὅπου]] ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» ([[ἴσως]] διορθωτ. τὰς χεῖρας). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄχᾰνον:''' τό ([[ἔχω]]), [[λαβή]] ασπίδας, η στερεωμένη [[ταινία]] στις [[δύο]] άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το [[χέρι]] του αυτός που κρατούσε την [[ασπίδα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὄχᾰνον:''' τό ([[ἔχω]]), [[λαβή]] ασπίδας, η στερεωμένη [[ταινία]] στις [[δύο]] άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το [[χέρι]] του αυτός που κρατούσε την [[ασπίδα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὄχᾰνον, ου, τό, [ἔχω]<br />the holder of a [[shield]], a bar [[across]] the [[hollow]] of the [[shield]], [[through]] [[which]] the [[bearer]] passed his arm, Hdt. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[λαβή]] ἀσπίδας). Ἀπό τό [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
τό, or ὀχάνη (ἔχω A) holder of a shield, i.e. a bar or band fastened crosswise on the under side of the shield, through which the bearer passed his arm, Anacr.91, Hdt.2.141, Aen.Tact.29.12; invented by the Carians acc. to Hdt.1.171.
German (Pape)
[Seite 428] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern τελαμών (was zu vgl.); von πόρπαξ ist es nach Plut. (s. ὀχάνη) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. ὀχάνη.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ὄχᾰνον: τό (ременная) рукоять щита Her., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχᾰνον: τό, (ἔχω) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο ταινία σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς ἀσπίδος οὕτως ὥστε ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ μεγάλη ἀσπὶς (θυρεός, παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ πόρπαξ· ὅστις πιθανῶς ἦτο κρίκος τις ὅστις εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, ὥστε νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς ἄχρηστος, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ ἴσως οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), ὅθεν ἡ φράσις πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχανον· ὁ τῆς ἀσπίδος πόρπαξ. καὶ ὁ δεσμός. καὶ ὅπου ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» (ἴσως διορθωτ. τὰς χεῖρας).
Greek Monotonic
ὄχᾰνον: τό (ἔχω), λαβή ασπίδας, η στερεωμένη ταινία στις δύο άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το χέρι του αυτός που κρατούσε την ασπίδα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὄχᾰνον, ου, τό, [ἔχω]
the holder of a shield, a bar across the hollow of the shield, through which the bearer passed his arm, Hdt.