ἀμεύομαι: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
m (elru replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ameyomai | |Transliteration C=ameyomai | ||
|Beta Code=a)meu/omai | |Beta Code=a)meu/omai | ||
|Definition=Dor. < | |Definition=Dor.<br><span class="bld">A</span> = [[ἀμείβομαι]], only fut. and aor. 1, [[surpass]], [[outstrip]], ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.''P.''1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.''Fr.''23.<br><span class="bld">2</span> [[pass over]], ὕδατα Euph.119.<br><span class="bld">II</span> [[purchase]](?), ''GDI''4964 (Gortyn). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [act. <i>EM</i> 1060, 1152]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι <i>ICr</i>.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[franquear]], [[pasar al otro lado de]] ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[sobrepasar]], [[superar]], [[aventajar]] ἀντίους Pi.<i>P</i>.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.<i>Fr</i>.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.<br /><b class="num">3</b> [[adquirir]], [[trocar]], <i>ICr</i>.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμύνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] (dasselbe W. mit [[ἀμείβω]]), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] (dasselbe W. mit [[ἀμείβω]]), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. f. et ao.</i><br /><b>1</b> [[passer de l'autre côté de]], [[franchir]], acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> surpasser.<br />'''Étymologie:''' dor. c. ἀμείβομαι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμεύομαι:''' (ᾰμ) только fut. и aor. превосходить, побеждать (ἀμεύσασθαι ἀντίους Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμεύομαι''': ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε [[ἀμείβω]] ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85. | |lstext='''ἀμεύομαι''': ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε [[ἀμείβω]] ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=<b>ᾰμεύομαι</b> [[surpass]] ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν [[ἔξω]] μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους ([[varia lectio|v.l.]] ἀμεύσεσθ) (P. 1.45) ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (-σασθαι Bergk.) fr. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμεύομαι]] (Α) ([[δωρικός]] [[τύπος]] σε [[χρήση]] μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[ρηματικός]] τ. που αρχικά σήμαινε «[[κινώ]], [[διακινώ]]», [[κατόπιν]] «[[ανταλλάσσω]]» και τελικά προσέλαβε, κατ’ [[επέκταση]], τη [[σημασία]] «[[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[αξίζω]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. [[ἀμύνω]], [[καθώς]] και με τα: λατ. <i>moveo</i> «[[κινώ]]», αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>ivati</i> «[[μετακινώ]], [[σπρώχνω]]», χεττιτ. <i>maušzi</i> «[[πέφτω]]» κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμευσιεπής]], [[ἀμεύσιμος]], [[ἀμευσίπορος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμεύομαι:''' Αιολ. αντί <i>ἀμείβομαι</i>, [[υπερτερώ]], [[νικώ]], [[κυριαρχώ]], σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[aeolic for ἀμείβομαι]<br />to [[conquer]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:12, 21 March 2024
English (LSJ)
Dor.
A = ἀμείβομαι, only fut. and aor. 1, surpass, outstrip, ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.P.1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.Fr.23.
2 pass over, ὕδατα Euph.119.
II purchase(?), GDI4964 (Gortyn).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. EM 1060, 1152]
• Morfología: [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι ICr.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]
1 franquear, pasar al otro lado de ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.
2 c. ac. de pers. sobrepasar, superar, aventajar ἀντίους Pi.P.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.Fr.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.
3 adquirir, trocar, ICr.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).
• Etimología: Cf. ἀμύνω.
German (Pape)
[Seite 123] (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.
French (Bailly abrégé)
seul. f. et ao.
1 passer de l'autre côté de, franchir, acc.;
2 fig. surpasser.
Étymologie: dor. c. ἀμείβομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεύομαι: (ᾰμ) только fut. и aor. превосходить, побеждать (ἀμεύσασθαι ἀντίους Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύομαι: ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε ἀμείβω ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.
English (Slater)
ᾰμεύομαι surpass ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (v.l. ἀμεύσεσθ) (P. 1.45) ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (-σασθαι Bergk.) fr. 23.
Greek Monolingual
ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)
1. ξεπερνώ, νικώ
2. διέρχομαι, διαπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη σημασία «υπερτερώ, υπερέχω, αξίζω». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀμύνω, καθώς και με τα: λατ. moveo «κινώ», αρχ. ινδ. mīivati «μετακινώ, σπρώχνω», χεττιτ. maušzi «πέφτω» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμευσιεπής, ἀμεύσιμος, ἀμευσίπορος.
Greek Monotonic
ἀμεύομαι: Αιολ. αντί ἀμείβομαι, υπερτερώ, νικώ, κυριαρχώ, σε Πίνδ.
Middle Liddell
[aeolic for ἀμείβομαι]
to conquer, Pind.