ῥικνός: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=riknos
|Transliteration C=riknos
|Beta Code=r(ikno/s
|Beta Code=r(ikno/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shrivelled with cold]],= [[πεφρικώς]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>1091</span>; [[shrivelled]] by old age or disease, [[shrunk]], [[contracted]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>2</span> ([[si vera lectio|s. v.l.]]), <span class="bibl">Xenarch.4.8</span>, <span class="bibl">Cerc.2</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 49</span>, etc.: generally, [[withered]], [[shrivelled]], [[crooked]], Ἥφαιστος ῥικνὸς πόδας <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>317</span>; ἅψεα <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.346</span>; ῥικνοὶ πόδες <span class="bibl">A.R.1.669</span>, cf.<span class="title">APl.</span> 4.306 (Leon.); <b class="b3">ῥ. καὶ κώδιον</b> [[shrivelled]] and (like) leather, <span class="title">IG</span>14.1363.15 (Rome, iv A.D.).</span>
|Definition=ῥικνή, ῥικνόν, [[shrivelled with cold]], = [[πεφρικώς]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''1091; [[shrivelled]] by old age or disease, [[shrunk]], [[contracted]], Hp.''Prog.''2 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), Xenarch.4.8, Cerc.2, Call.''Fr.'' 49, etc.: generally, [[withered]], [[shrivelled]], [[crooked]], Ἥφαιστος ῥικνὸς πόδας ''h.Ap.''317; ἅψεα Opp.''C.''2.346; ῥικνοὶ πόδες A.R.1.669, cf.''APl.'' 4.306 (Leon.); <b class="b3">ῥ. καὶ κώδιον</b> [[shrivelled]] and (like) leather, ''IG''14.1363.15 (Rome, iv A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] eigtl. vor Kälte ([[ῥῖγος]], dah. sich auch [[ῥιγνός]] geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; [[πούς]], Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ [[σῶμα]] Luc. bis acc. 16; hart, [[χελώνη]], Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] eigtl. vor Kälte ([[ῥῖγος]], dah. sich auch [[ῥιγνός]] geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; [[πούς]], Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ [[σῶμα]] Luc. bis acc. 16; hart, [[χελώνη]], Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[contracté]], [[resserré par le froid]];<br /><b>2</b> [[contracté]], [[resserré par l'âge]], [[les infirmités]];<br /><b>3</b> [[contracté]], [[resserré]], [[déformé]] <i>en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥικνός:'''<br /><b class="num">1</b> [[съежившийся]] Soph.;<br /><b class="num">2</b> [[искривленный]] (περικνίδια Anth.): ῥ. πόδας HH кривоногий.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥικνός''': -ή, -όν, [[κατάξηρος]], «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «[[ῥικνός]]: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ [[λέξις]] παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - [[καθόλου]], ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «[[στραβός]]», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γούνατα]] Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακρός]], μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς ([[ὅπερ]] παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».
|lstext='''ῥικνός''': -ή, -όν, [[κατάξηρος]], «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «[[ῥικνός]]: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ [[λέξις]] παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - [[καθόλου]], ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «[[στραβός]]», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γούνατα]] Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακρός]], μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς ([[ὅπερ]] παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> contracté, resserré par le froid;<br /><b>2</b> contracté, resserré par l’âge, les infirmités;<br /><b>3</b> contracté, resserré, déformé <i>en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥικνός]], -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῑα, -ύ Α<br />ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[γεμάτος]] ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί<br />ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />μουδιασμένος, μαζεμένος από το [[κρύο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥικνῶς</i><br />Α<br /><b>φρ.</b> «ῥικνῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]] από τα [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. [[ῥικνός]] και [[ῥοικός]] αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i>-<i>ei</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥαιβός]]) με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>κ</i>-. Ο τ. [[ῥικνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραγα</i>-<i>νός</i>), ενώ ο τ. [[ῥοικός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. <i>r</i><i>ā</i><i>išas</i> «[[κουτσός]], [[παράλυτος]]», μέσ. αγγλ. <i>wr</i><i>ā</i><i>h</i> «[[τρελός]], [[πεισματάρης]]»].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥικνός]], -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῖα, -ύ Α<br />ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[γεμάτος]] ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί<br />ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />μουδιασμένος, μαζεμένος από το [[κρύο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥικνῶς</i><br />Α<br /><b>φρ.</b> «ῥικνῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]] από τα [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. [[ῥικνός]] και [[ῥοικός]] αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i>-<i>ei</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥαιβός]]) με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>κ</i>-. Ο τ. [[ῥικνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[τραγανός]]), ενώ ο τ. [[ῥοικός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. <i>r</i><i>ā</i><i>išas</i> «[[κουτσός]], [[παράλυτος]]», μέσ. αγγλ. <i>wr</i><i>ā</i><i>h</i> «[[τρελός]], [[πεισματάρης]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥικνός:''' -ή, -όν, ζαρωμένος, [[ξερός]] απ' το [[κρύο]]· γενικά, ζαρωμένος, [[κυρτός]], [[καμπουριαστός]], [[στραβός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
|lsmtext='''ῥικνός:''' -ή, -όν, ζαρωμένος, [[ξερός]] απ' το [[κρύο]]· γενικά, ζαρωμένος, [[κυρτός]], [[καμπουριαστός]], [[στραβός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥικνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[съежившийся]] Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[искривленный]] (περικνίδια Anth.): ῥ. πόδας HH кривоногий.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">bent, crooked, shrivelled (of age, dryness, cold), stiff</b> (ep. poet. h.Ap.); <b class="b3">ῥικνοφυεῖς τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας</b> H.<br />Compounds: <b class="b3">ἐπί-ρρικνος</b> [[somewhat bent]] (X., Poll.).<br />Derivatives: <b class="b3">ῥικν-ήεις</b> <b class="b2">id.</b>, enlarged form (Nic.); <b class="b3">-ότης</b> = [[καμπυλότης]] H.; <b class="b3">-ώδης</b> [[shrivelled]] (Hp., AP); [[ῥικνόομαι]], rarely with <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">δια-</b>, [[to shrivel]], [[to contract]], [[to contort]] (S., Arist., Opp.) with [[ῥίκνωσις]] f. [[shrivelling]], [[wrinkledness]] (Hp.). -- Beside it [[ῥοικός]] [[crooked]], [[bowlegged]] (Archil., Hp., Arist.). -- Further [[ῥικάζεται]] H. as explanation (beside [[στροβεῖται]]) of [[ῥιξικάζεται]] (s.v.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1158] <b class="b2">*wroiḱ-</b> [[turn]], [[envelop]], [[crooked]]<br />Etymology: With <b class="b3">ῥικ-νός</b> : <b class="b3">ῥοικ-ός</b> cf. e.g. <b class="b3">πικ-ρός</b> : <b class="b3">ποικ-ίλος</b>. With [[ῥοικός]] agree Lith. <b class="b2">ráišas</b> (<b class="b2">raĩšas</b>) [[limping]], [[lame]] (cf. for the meaning [[κυλλός]] [[crooked]], [[crippled]]), Germ., MEng. [[wrāh]] [[wrong]], [[stubborn]], NDutch [[wreeg]] [[stiff]], formally also Av. [[urvaēsa]] m. [[whirlwind]], [[tuningpoint of the racecourse]], IE <b class="b2">*u̯riḱo-s</b> m. approx. [[turning]], [[curvature]], adj. [[turned]], [[crooked]]. Beside it from IE <b class="b2">*u̯reiḱo-s</b> a.o. MLG [[wrīch]] <b class="b2">forbidden, distorted, fixed, stiff etc.</b> Corresponding primary verbs: a zero grade yot-present in Av. <b class="b2">urvis-ya-</b> [[turn in circles]], [[turn about]]; a full grade root-present in OE [[wrēon]] (PGm. <b class="b2">*u̯rīhan</b>, IE <b class="b2">*u̯reiḱ-</b>) with pret. [[wrāh]] (PGm. <b class="b2">*u̯raih</b>, IE <b class="b2">*u̯roiḱ-a</b>) [[envelop]] (on the meaning cf. [[εἰλύω]] and 2. [[εἰλέω]]; s.vv.). A denominative or deverbative deriv. is the [[ἅπ]]. <b class="b3">λεγ ῥικάζεται</b> H.; the form <b class="b3">ῥιξικά-ζεται</b>, thus glossed (and with [[στροβεῖται]]), must, if at all rightly transmitted, be an expressive enlargement; cf. Baunack Phil. 70, 370. -- Further representatives of this richly developed root in WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. [[rīca]] ('enveloping kerchief'; IE <b class="b2">*u̯reiḱā</b>), Fraenkel s. <b class="b2">ráišas</b> 1.; there rich lit.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[bent]], [[crooked]], [[shrivelled (of age]], [[dryness, cold), stiff]] (ep. poet. h.Ap.); <b class="b3">ῥικνοφυεῖς τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας</b> [[H]].<br />Compounds: <b class="b3">ἐπί-ρρικνος</b> [[somewhat bent]] (X., Poll.).<br />Derivatives: <b class="b3">ῥικν-ήεις</b> <b class="b2">id.</b>, enlarged form (Nic.); <b class="b3">-ότης</b> = [[καμπυλότης]] H.; <b class="b3">-ώδης</b> [[shrivelled]] (Hp., AP); [[ῥικνόομαι]], rarely with <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">δια-</b>, [[to shrivel]], [[to contract]], [[to contort]] (S., Arist., Opp.) with [[ῥίκνωσις]] f. [[shrivelling]], [[wrinkledness]] (Hp.). -- Beside it [[ῥοικός]] [[crooked]], [[bowlegged]] (Archil., Hp., Arist.). -- Further [[ῥικάζεται]] H. as explanation (beside [[στροβεῖται]]) of [[ῥιξικάζεται]] (s.v.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1158] <b class="b2">*wroiḱ-</b> [[turn]], [[envelop]], [[crooked]]<br />Etymology: With <b class="b3">ῥικ-νός</b> : <b class="b3">ῥοικ-ός</b> cf. e.g. <b class="b3">πικ-ρός</b> : <b class="b3">ποικ-ίλος</b>. With [[ῥοικός]] agree Lith. <b class="b2">ráišas</b> (<b class="b2">raĩšas</b>) [[limping]], [[lame]] (cf. for the meaning [[κυλλός]] [[crooked]], [[crippled]]), Germ., MEng. [[wrāh]] [[wrong]], [[stubborn]], NDutch [[wreeg]] [[stiff]], formally also Av. [[urvaēsa]] m. [[whirlwind]], [[tuningpoint of the racecourse]], IE <b class="b2">*u̯riḱo-s</b> m. approx. [[turning]], [[curvature]], adj. [[turned]], [[crooked]]. Beside it from IE <b class="b2">*u̯reiḱo-s</b> a.o. MLG [[wrīch]] [[forbidden]], [[distorted]], [[fixed]], [[stiff etc.]] Corresponding primary verbs: a zero grade yot-present in Av. [[urvis-ya-]] [[turn in circles]], [[turn about]]; a full grade root-present in OE [[wrēon]] (PGm. <b class="b2">*u̯rīhan</b>, IE <b class="b2">*u̯reiḱ-</b>) with pret. [[wrāh]] (PGm. <b class="b2">*u̯raih</b>, IE <b class="b2">*u̯roiḱ-a</b>) [[envelop]] (on the meaning cf. [[εἰλύω]] and 2. [[εἰλέω]]; s.vv.). A denominative or deverbative deriv. is the [[ἅπ]]. <b class="b3">λεγ ῥικάζεται</b> H.; the form <b class="b3">ῥιξικά-ζεται</b>, thus glossed (and with [[στροβεῖται]]), must, if at all rightly transmitted, be an expressive enlargement; cf. Baunack Phil. 70, 370. -- Further representatives of this richly developed root in WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. [[rīca]] ('enveloping kerchief'; IE <b class="b2">*u̯reiḱā</b>), Fraenkel s. <b class="b2">ráišas</b> 1.; there rich lit.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ῥικνός''': {rhiknós}<br />'''Meaning''': ‘zusammengebogen, krumm, eingeschrumpft (von Alter, Trockenheit, Kälte), steif’ (ep. poet. seit ''h''.''Ap''.); ῥικνοφυεῖς· [[τὰς]] στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H,; [[ἐπίρρικνος]] ‘etwas zusammengebogen’ (X., Poll.).<br />'''Derivative''': Davon [[ῥικνήεις]] ib., erweiterte Form (Nik.); -ότης = [[καμπυλότης]] H.; -ώδης [[eingeschrumpft]] (Hp., ''AP''); [[ῥικνόομαι]], vereinzelt mit κατα-, δια-, [[einschrumpfen]], [[sich zusammenziehen]], [[sich krümmen]] (S., Arist., Opp. u.a.) mit [[ῥίκνωσις]] f. [[das Einschrumpfen]], [[Runzeligkeit]] (Hp.). — Daneben [[ῥοικός]] [[gekrümmt]], [[krummbeinig]] (Archil., Hp., Arist. usw.); myk. ''ro''-''i''-''ko''? s. Morpurgo Lex. [[sub verbo|s.v.]] — Dazu noch [[ῥικάζεται]] H. als Erkl. (neben στροβεῖται) von [[ῥιξικάζεται]] (s.u.).<br />'''Etymology''' : Zu [[ῥικνός]] : [[ῥοικός]] vgl. z. B. [[πικρός]] : [[ποικίλος]]. Zu [[ῥοικός]] stimmen lit. ''ráišas'' (''raĩšas'') [[hinkend]], [[lahm]] (vgl. zur Bed. [[κυλλός]] [[verkrümmt]], [[verkrüppelt]]), germ., meng. ''wrāh'' [[verkehrt]], [[halsstarrig]], nndl. ''wreeg'' [[steif]], formal auch aw. ''urvaēsa''m. [[Wirbel]], [[Wendepunkt der Rennbahn]], idg. *''u̯riḱo''-''s'' m. etwa [[Umdrehung]], [[Krümmung]], Adj. [[gedreht]], [[gekrümmt]]. Daneben aus idg. *''u̯reiḱo''-''s'' u.a. mnd. ''wrīch'' [[verboten]], [[verdreht]], [[starr]], [[steif]]. Entsprechende primäre Verba: ein schwundstufiges Jotpräsens in aw. ''urvis''-''ya''- [[sich im Kreise drehen]], [[umkehren]]; ein hochstufiges Wz.präsens in ags. ''wrēon'' (urg. *''u̯rīhan'', idg. *''u̯reiḱ''-) mit Prät. ''wrāh'' (urg. *''u̯raih'', idg. *''u̯roiḱ''-''a'') [[einhüllen]] (zur Bed. vgl. [[εἰλύω]] und 2. [[εἰλέω]]; s.dd.). Eine denominative od. deverbative Ableitung ist das ἅπ. λεγ [[ῥικάζεται]] H.; das damit (und mit στροβεῖται) glossierte [[ῥιξικάζεται]] muß, wenn überhaupt richtig überliefert, eine expressive Erweiterung sein; vgl. Baunack Phil. 70, 370. — Weitere Vertreter dieser reich entwickelten Sippe bei WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. ''rīca'' (’einhüllendes Kopftuch’; idg. *''u̯reiḱā''), Fraenkel s. ''ráišas'' 1.; daselbst auch reiche Lit.<br />'''Page''' 2,656
|ftr='''ῥικνός''': {rhiknós}<br />'''Meaning''': ‘zusammengebogen, krumm, eingeschrumpft (von Alter, Trockenheit, Kälte), steif’ (ep. poet. seit ''h''.''Ap''.); ῥικνοφυεῖς· τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H,; [[ἐπίρρικνος]] ‘etwas zusammengebogen’ (X., Poll.).<br />'''Derivative''': Davon [[ῥικνήεις]] ib., erweiterte Form (Nik.); -ότης = [[καμπυλότης]] H.; -ώδης [[eingeschrumpft]] (Hp., ''AP''); [[ῥικνόομαι]], vereinzelt mit κατα-, δια-, [[einschrumpfen]], [[sich zusammenziehen]], [[sich krümmen]] (S., Arist., Opp. u.a.) mit [[ῥίκνωσις]] f. [[das Einschrumpfen]], [[Runzeligkeit]] (Hp.). — Daneben [[ῥοικός]] [[gekrümmt]], [[krummbeinig]] (Archil., Hp., Arist. usw.); myk. ''ro''-''i''-''ko''? s. Morpurgo Lex. [[sub verbo|s.v.]] — Dazu noch [[ῥικάζεται]] H. als Erkl. (neben στροβεῖται) von [[ῥιξικάζεται]] (s.u.).<br />'''Etymology''' : Zu [[ῥικνός]] : [[ῥοικός]] vgl. z. B. [[πικρός]] : [[ποικίλος]]. Zu [[ῥοικός]] stimmen lit. ''ráišas'' (''raĩšas'') [[hinkend]], [[lahm]] (vgl. zur Bed. [[κυλλός]] [[verkrümmt]], [[verkrüppelt]]), germ., meng. ''wrāh'' [[verkehrt]], [[halsstarrig]], nndl. ''wreeg'' [[steif]], formal auch aw. ''urvaēsa''m. [[Wirbel]], [[Wendepunkt der Rennbahn]], idg. *''u̯riḱo''-''s'' m. etwa [[Umdrehung]], [[Krümmung]], Adj. [[gedreht]], [[gekrümmt]]. Daneben aus idg. *''u̯reiḱo''-''s'' u.a. mnd. ''wrīch'' [[verboten]], [[verdreht]], [[starr]], [[steif]]. Entsprechende primäre Verba: ein schwundstufiges Jotpräsens in aw. ''urvis''-''ya''- [[sich im Kreise drehen]], [[umkehren]]; ein hochstufiges Wz.präsens in ags. ''wrēon'' (urg. *''u̯rīhan'', idg. *''u̯reiḱ''-) mit Prät. ''wrāh'' (urg. *''u̯raih'', idg. *''u̯roiḱ''-''a'') [[einhüllen]] (zur Bed. vgl. [[εἰλύω]] und 2. [[εἰλέω]]; s.dd.). Eine denominative od. deverbative Ableitung ist das ἅπ. λεγ [[ῥικάζεται]] H.; das damit (und mit στροβεῖται) glossierte [[ῥιξικάζεται]] muß, wenn überhaupt richtig überliefert, eine expressive Erweiterung sein; vgl. Baunack Phil. 70, 370. — Weitere Vertreter dieser reich entwickelten Sippe bei WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. ''rīca'' (’einhüllendes Kopftuch’; idg. *''u̯reiḱā''), Fraenkel s. ''ráišas'' 1.; daselbst auch reiche Lit.<br />'''Page''' 2,656
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥικνός Medium diacritics: ῥικνός Low diacritics: ρικνός Capitals: ΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: rhiknós Transliteration B: rhiknos Transliteration C: riknos Beta Code: r(ikno/s

English (LSJ)

ῥικνή, ῥικνόν, shrivelled with cold, = πεφρικώς, S.Fr.1091; shrivelled by old age or disease, shrunk, contracted, Hp.Prog.2 (s. v.l.), Xenarch.4.8, Cerc.2, Call.Fr. 49, etc.: generally, withered, shrivelled, crooked, Ἥφαιστος ῥικνὸς πόδας h.Ap.317; ἅψεα Opp.C.2.346; ῥικνοὶ πόδες A.R.1.669, cf.APl. 4.306 (Leon.); ῥ. καὶ κώδιον shrivelled and (like) leather, IG14.1363.15 (Rome, iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 843] eigtl. vor Kälte (ῥῖγος, dah. sich auch ῥιγνός geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; πούς, Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ σῶμα Luc. bis acc. 16; hart, χελώνη, Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 contracté, resserré par le froid;
2 contracté, resserré par l'âge, les infirmités;
3 contracté, resserré, déformé en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux.
Étymologie: ῥῖγος.

Russian (Dvoretsky)

ῥικνός:
1 съежившийся Soph.;
2 искривленный (περικνίδια Anth.): ῥ. πόδας HH кривоногий.

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνός: -ή, -όν, κατάξηρος, «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «ῥικνός: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ λέξις παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - καθόλου, ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «στραβός», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γούνατα Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακρός, μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς (ὅπερ παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ ῥῖγος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥικνός, -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῖα, -ύ Α
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί
ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ.
β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
μουδιασμένος, μαζεμένος από το κρύο.
επίρρ...
ῥικνῶς
Α
φρ. «ῥικνῶς ἔχω» — είμαι γεμάτος ρυτίδες από τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. ῥικνός και ῥοικός αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wr-ei- «στρέφω, γυρίζω» (πρβλ. ῥαιβός) με ουρανικό ένθημα -κ-. Ο τ. ῥικνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας και επίθημα -νός (πρβλ. τραγανός), ενώ ο τ. ῥοικός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. rāišas «κουτσός, παράλυτος», μέσ. αγγλ. wrāh «τρελός, πεισματάρης»].

Greek Monotonic

ῥικνός: -ή, -όν, ζαρωμένος, ξερός απ' το κρύο· γενικά, ζαρωμένος, κυρτός, καμπουριαστός, στραβός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: bent, crooked, shrivelled (of age, dryness, cold), stiff (ep. poet. h.Ap.); ῥικνοφυεῖς τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H.
Compounds: ἐπί-ρρικνος somewhat bent (X., Poll.).
Derivatives: ῥικν-ήεις id., enlarged form (Nic.); -ότης = καμπυλότης H.; -ώδης shrivelled (Hp., AP); ῥικνόομαι, rarely with κατα-, δια-, to shrivel, to contract, to contort (S., Arist., Opp.) with ῥίκνωσις f. shrivelling, wrinkledness (Hp.). -- Beside it ῥοικός crooked, bowlegged (Archil., Hp., Arist.). -- Further ῥικάζεται H. as explanation (beside στροβεῖται) of ῥιξικάζεται (s.v.).
Origin: IE [Indo-European] [1158] *wroiḱ- turn, envelop, crooked
Etymology: With ῥικ-νός : ῥοικ-ός cf. e.g. πικ-ρός : ποικ-ίλος. With ῥοικός agree Lith. ráišas (raĩšas) limping, lame (cf. for the meaning κυλλός crooked, crippled), Germ., MEng. wrāh wrong, stubborn, NDutch wreeg stiff, formally also Av. urvaēsa m. whirlwind, tuningpoint of the racecourse, IE *u̯riḱo-s m. approx. turning, curvature, adj. turned, crooked. Beside it from IE *u̯reiḱo-s a.o. MLG wrīch forbidden, distorted, fixed, stiff etc. Corresponding primary verbs: a zero grade yot-present in Av. urvis-ya- turn in circles, turn about; a full grade root-present in OE wrēon (PGm. *u̯rīhan, IE *u̯reiḱ-) with pret. wrāh (PGm. *u̯raih, IE *u̯roiḱ-a) envelop (on the meaning cf. εἰλύω and 2. εἰλέω; s.vv.). A denominative or deverbative deriv. is the ἅπ. λεγ ῥικάζεται H.; the form ῥιξικά-ζεται, thus glossed (and with στροβεῖται), must, if at all rightly transmitted, be an expressive enlargement; cf. Baunack Phil. 70, 370. -- Further representatives of this richly developed root in WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. rīca ('enveloping kerchief'; IE *u̯reiḱā), Fraenkel s. ráišas 1.; there rich lit.

Middle Liddell

ῥικνός, ή, όν
shrivelled with cold: generally, shrivelled, crooked, Hhymn., Anth.

Frisk Etymology German

ῥικνός: {rhiknós}
Meaning: ‘zusammengebogen, krumm, eingeschrumpft (von Alter, Trockenheit, Kälte), steif’ (ep. poet. seit h.Ap.); ῥικνοφυεῖς· τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H,; ἐπίρρικνος ‘etwas zusammengebogen’ (X., Poll.).
Derivative: Davon ῥικνήεις ib., erweiterte Form (Nik.); -ότης = καμπυλότης H.; -ώδης eingeschrumpft (Hp., AP); ῥικνόομαι, vereinzelt mit κατα-, δια-, einschrumpfen, sich zusammenziehen, sich krümmen (S., Arist., Opp. u.a.) mit ῥίκνωσις f. das Einschrumpfen, Runzeligkeit (Hp.). — Daneben ῥοικός gekrümmt, krummbeinig (Archil., Hp., Arist. usw.); myk. ro-i-ko? s. Morpurgo Lex. s.v. — Dazu noch ῥικάζεται H. als Erkl. (neben στροβεῖται) von ῥιξικάζεται (s.u.).
Etymology : Zu ῥικνός : ῥοικός vgl. z. B. πικρός : ποικίλος. Zu ῥοικός stimmen lit. ráišas (raĩšas) hinkend, lahm (vgl. zur Bed. κυλλός verkrümmt, verkrüppelt), germ., meng. wrāh verkehrt, halsstarrig, nndl. wreeg steif, formal auch aw. urvaēsam. Wirbel, Wendepunkt der Rennbahn, idg. *u̯riḱo-s m. etwa Umdrehung, Krümmung, Adj. gedreht, gekrümmt. Daneben aus idg. *u̯reiḱo-s u.a. mnd. wrīch verboten, verdreht, starr, steif. Entsprechende primäre Verba: ein schwundstufiges Jotpräsens in aw. urvis-ya- sich im Kreise drehen, umkehren; ein hochstufiges Wz.präsens in ags. wrēon (urg. *u̯rīhan, idg. *u̯reiḱ-) mit Prät. wrāh (urg. *u̯raih, idg. *u̯roiḱ-a) einhüllen (zur Bed. vgl. εἰλύω und 2. εἰλέω; s.dd.). Eine denominative od. deverbative Ableitung ist das ἅπ. λεγ ῥικάζεται H.; das damit (und mit στροβεῖται) glossierte ῥιξικάζεται muß, wenn überhaupt richtig überliefert, eine expressive Erweiterung sein; vgl. Baunack Phil. 70, 370. — Weitere Vertreter dieser reich entwickelten Sippe bei WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. rīca (’einhüllendes Kopftuch’; idg. *u̯reiḱā), Fraenkel s. ráišas 1.; daselbst auch reiche Lit.
Page 2,656