φιλαίτιος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filaitios
|Transliteration C=filaitios
|Beta Code=filai/tios
|Beta Code=filai/tios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of bringing accusations, fault-finding, censorious</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>485</span>, <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.65.22</span> (ii A. D.); distd. from <b class="b3">φιλεπιτιμητής</b> by <span class="bibl">Isoc.1.31</span>; πονηρὸν ὁ συκοφάντης . . καὶ φιλαίτιον <span class="bibl">D.18.242</span>; opp. <b class="b3">εὐγνώμων</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.8.6</span>; <b class="b3">τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν</b> <b class="b2">fond of bringing charges</b> of neglect in their case, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>903a</span>; τὸ φ. <b class="b2">censoriousness</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>25</span>, cf. <span class="bibl">2.813a</span>. Adv. -ίως <span class="bibl">Str.2.1.41</span>, <span class="bibl">Poll.3.139</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">liable to censure</b>, <span class="bibl">D.10.70</span>.</span>
|Definition=φιλαίτιον,<br><span class="bld">A</span> [[fond of bringing accusations]], [[fault-finding]], [[censorious]], A.''Supp.''485, ''PAmh.''2.65.22 (ii A. D.); distinguished from [[φιλεπιτιμητής]] by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]].. καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. [[εὐγνώμων]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.8.6; <b class="b3">τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν</b> [[fond of bringing charges]] of neglect in their case, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''903a; τὸ φ. [[censoriousness]], Plu.''Sol.''25, cf. 2.813a. Adv. [[φιλαιτίως]] Str.2.1.41, Poll.3.139.<br><span class="bld">II</span> [[liable to censure]], D.10.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; [[λεώς]] Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Ggstz von [[εὐγνώμων]], Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von [[φιλεπιτιμητής]] unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben [[σφαλερός]], der Anklage ausgesetzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; [[λεώς]] Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[εὐγνώμων]], Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von [[φιλεπιτιμητής]] unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben [[σφαλερός]], der Anklage ausgesetzt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui aime à faire des reproches]], [[querelleur]], [[chicaneur]] ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> [[sujet aux reproches]], [[au blâme]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλαίτιος:''' [[любящий упрекать]], [[склонный к порицаниям]], [[придирчивый]] Xen., Isocr., Dem.: ὁ φ. τῆς ἀμελείας περί τινος Plat. любитель порицать кого-л. за нерадение.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλαίτιος''': -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, [[φιλόψογος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]]... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ [[εὐγνώμων]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.
|lstext='''φῐλαίτιος''': -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, [[φιλόψογος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]]... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ [[εὐγνώμων]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]] («πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]] καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κατηγορία]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλαίτιον</i><br />το να αρέσκεται [[κανείς]] στο να κατηγορεί, η [[ιδιότητα]] του φιλοκατήγορου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλαιτίως</i> ΜΑ<br />με [[διάθεση]] ή με [[πρόθεση]] για [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] «[[υπεύθυνος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλαίτιος:''' -ον ([[αἰτία]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά την [[κατηγορία]], [[επικριτικός]], σε Ξεν., Δημ.· <i>τὸ φιλαίτιον</i>, [[λογοκρισία]], [[επίκριση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κατηγορεί ή επιτίθεται, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-αίτιος, ον, [[αἰτία]]<br /><b class="num">I.</b> [[fond]] of accusing, [[censorious]], Xen., Dem.:— τὸ φ. [[censoriousness]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[liable]] to [[blame]] or [[attack]], Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[censorious]]
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαίτιος Medium diacritics: φιλαίτιος Low diacritics: φιλαίτιος Capitals: ΦΙΛΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: philaítios Transliteration B: philaitios Transliteration C: filaitios Beta Code: filai/tios

English (LSJ)

φιλαίτιον,
A fond of bringing accusations, fault-finding, censorious, A.Supp.485, PAmh.2.65.22 (ii A. D.); distinguished from φιλεπιτιμητής by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ συκοφάντης.. καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. εὐγνώμων, X.Mem.2.8.6; τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν fond of bringing charges of neglect in their case, Pl.Lg.903a; τὸ φ. censoriousness, Plu.Sol.25, cf. 2.813a. Adv. φιλαιτίως Str.2.1.41, Poll.3.139.
II liable to censure, D.10.70.

German (Pape)

[Seite 1274] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; λεώς Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Gegensatz von εὐγνώμων, Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von φιλεπιτιμητής unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben σφαλερός, der Anklage ausgesetzt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;
2 sujet aux reproches, au blâme.
Étymologie: φίλος, αἰτία.

Russian (Dvoretsky)

φιλαίτιος: любящий упрекать, склонный к порицаниям, придирчивый Xen., Isocr., Dem.: ὁ φ. τῆς ἀμελείας περί τινος Plat. любитель порицать кого-л. за нерадение.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαίτιος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, φιλόψογος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ συκοφάντης... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ εὐγνώμων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον
το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα του φιλοκατήγορου.
επίρρ...
φιλαιτίως ΜΑ
με διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αἴτιος «υπεύθυνος»].

Greek Monotonic

φῐλαίτιος: -ον (αἰτία),
I. αυτός που αγαπά την κατηγορία, επικριτικός, σε Ξεν., Δημ.· τὸ φιλαίτιον, λογοκρισία, επίκριση, σε Πλούτ.
II. αυτός που κατηγορεί ή επιτίθεται, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλ-αίτιος, ον, αἰτία
I. fond of accusing, censorious, Xen., Dem.:— τὸ φ. censoriousness, Plut.
II. liable to blame or attack, Dem.

English (Woodhouse)

censorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)