καταπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(nl)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapetannymi
|Transliteration C=katapetannymi
|Beta Code=katapeta/nnumi
|Beta Code=katapeta/nnumi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spread out over</b>, κατὰ λῖτα πετάσσας <span class="bibl">Il.8.441</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1459</span> (lyr., tm.); <b class="b3">δέρρεις πρό τινος κ</b>. <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>91.13</span>, cf. <span class="bibl">D.S. 20.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">spread</b> or <b class="b2">cover with</b>, τὴν αὐλὴν δικτύοις <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>132</span>; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span>731</span>; ἱστίῳ ἀνθρώπους <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>131b</span>; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.16</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[spread out over]], κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441, cf. E.''Hel.''1459 (lyr., tm.); <b class="b3">δέρρεις πρό τινος κ.</b> Ph.''Bel.''91.13, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]] 20.9.<br><span class="bld">II</span> [[spread]] or [[cover with]], τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.''V.''132; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.''Pl.''731; ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.''Prm.''131b; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πετάννυμι]]), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ [[λῖτα]] πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν [[ἱστία]] πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πετάννυμι]]), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ [[λῖτα]] πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν [[ἱστία]] πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπετῶ, <i>ao.</i> κατεπέτασα, <i>part. pf. Pass.</i> [[καταπεπταμένος]];<br /><b>1</b> déployer d'en haut : [[ἱστίον]] PLUT déployer une voile;<br /><b>2</b> [[recouvrir]] : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d'un voile de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετάννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπετάννῡμι:''' (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)<br /><b class="num">1</b> [[расстилать]] ([[λῖτα]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[разворачивать]], [[распускать]] ([[ἱστία]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[накрывать]], [[покрывать]] (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπετάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναπτύσσω]], ἀνοίγω τι [[ὑπεράνω]] τινός, κατὰ [[λῖτα]] πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ [[ἱστίον]] καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. [[ἐκτείνω]] ἢ [[καλύπτω]] μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· [[μετὰ]] γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.
|lstext='''καταπετάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναπτύσσω]], ἀνοίγω τι [[ὑπεράνω]] τινός, κατὰ [[λῖτα]] πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ [[ἱστίον]] καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. [[ἐκτείνω]] ἢ [[καλύπτω]] μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· μετὰ γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπετῶ, <i>ao.</i> κατεπέτασα, <i>part. pf. Pass.</i> [[καταπεπταμένος]];<br /><b>1</b> déployer d’en haut : [[ἱστίον]] PLUT déployer une voile;<br /><b>2</b> recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετάννυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]], [[ανοίγω]] από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκτείνω]] ή [[καλύπτω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''καταπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]], [[ανοίγω]] από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκτείνω]] ή [[καλύπτω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -πετάσω<br /><b class="num">I.</b> to [[spread]] out [[over]], Il., Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[spread]] or [[cover]] with, τί τινι Ar., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετάννῡμι Medium diacritics: καταπετάννυμι Low diacritics: καταπετάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katapetánnymi Transliteration B: katapetannymi Transliteration C: katapetannymi Beta Code: katapeta/nnumi

English (LSJ)

A spread out over, κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441, cf. E.Hel.1459 (lyr., tm.); δέρρεις πρό τινος κ. Ph.Bel.91.13, cf. D.S. 20.9.
II spread or cover with, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.V.132; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.Pl.731; ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.Prm.131b; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι X.Cyr.8.3.16.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.

French (Bailly abrégé)

f. καταπετῶ, ao. κατεπέτασα, part. pf. Pass. καταπεπταμένος;
1 déployer d'en haut : ἱστίον PLUT déployer une voile;
2 recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d'un voile de pourpre.
Étymologie: κατά, πετάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.

Russian (Dvoretsky)

καταπετάννῡμι: (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)
1 расстилать (λῖτα Hom.);
2 разворачивать, распускать (ἱστία Eur.);
3 накрывать, покрывать (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπετάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω ὑπεράνω, ἀναπτύσσω, ἀνοίγω τι ὑπεράνω τινός, κατὰ λῖτα πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ ἱστίον καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. ἐκτείνωκαλύπτω μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· μετὰ γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.

Greek Monotonic

καταπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],
I. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω, ανοίγω από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. εκτείνω ή καλύπτω με, τί τινι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

and -ύω fut. -πετάσω
I. to spread out over, Il., Eur.
II. to spread or cover with, τί τινι Ar., Xen.