ἐπιθετικός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(13_6a)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epithetikos
|Transliteration C=epithetikos
|Beta Code=e)piqetiko/s
|Beta Code=e)piqetiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ready to attack</b>, θηρίοις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.1.3</span>; <b class="b2">enterprising</b>, <b class="b3">στρατηγός</b> ib.<span class="bibl">3.1.6</span>, <span class="bibl">Str.3.4.5</span>; ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1315a11</span>: <b class="b3">-κόν, τό</b>, <b class="b2">enterprise</b>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. = [[ἐπιθέτης]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>165</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">added</b>: <b class="b3">τὸ ἐ</b>. <b class="b2">the adjective</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>81.17</span> (pl.); <b class="b3"></b>. <b class="b3">σύνταξις, προσηγορίαι</b>, ib.<span class="bibl">18.7</span>, <span class="bibl">D.S.4.5</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>35</span>, Sch. <span class="bibl">Il.13.29</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>81.15</span>.</span>
|Definition=ἐπιθετική, ἐπιθετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[ready to attack]], θηρίοις [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.3; [[enterprising]], [[στρατηγός]] ib.3.1.6, Str.3.4.5; ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist.''Pol.'' 1315a11: [[ἐπιθετικόν]], τό, [[enterprise]], Corn.''ND''21.<br><span class="bld">2</span>. = [[ἐπιθέτης]] ''1'', Ptol. ''Tetr.''165.<br><span class="bld">II</span>. [[added]]: <b class="b3">τὸ ἐ.</b> [[the adjective]], A.D.''Synt.''81.17 (pl.); [[]]. [[σύνταξις]], [[προσηγορίαι]], ib.18.7, [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.5. Adv. [[ἐπιθετικῶς]] Corn.''ND''35, Sch. Il.13.29: Comp. ἐπιθετικώτερον A.D.''Synt.''81.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0942.png Seite 942]] ή, όν, gern angreifend, unternehmend; [[στρατηγός]] Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιθ. τοῖς θηρίοις 4, 1, 3; ἐπιθετικώτατον γὰρ τοιοῦτον [[ἦθος]] περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Ggstz des [[τελεστικός]], id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιθετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιθετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0942.png Seite 942]] ή, όν, gern angreifend, unternehmend; [[στρατηγός]] Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιθ. τοῖς θηρίοις 4, 1, 3; ἐπιθετικώτατον γὰρ τοιοῦτον [[ἦθος]] περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im <span class="ggns">Gegensatz</span> des [[τελεστικός]], id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιθετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιθετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui met volontiers la main à, entreprenant, hardi : τινι contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιθετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[τάση]] να επιτίθεται («επιθετική [[συμπεριφορά]]», «τὸν στρατηγὸν [[εἶναι]] χρὴ ἐπιθετικόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[επίθετο]], που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[θέση]] επιθέτου («[[επιθετικός]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική [[κίνηση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που εκδηλώνεται με [[επίθεση]] («[[επιθετικός]] [[πόλεμος]]»)<br /><b>3.</b> (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για [[επίθεση]] («επιθετικά όπλα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τολμηρός]], [[επιχειρηματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιθετικόν</i><br />α) [[επιχείρηση]]<br />β) [[επίθετο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθετικός:''' -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), [[έτοιμος]] προς [[επίθεση]], <i>θηρίοις</i>, σε Ξεν.· [[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθετικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[всегда готовый к нападению]], [[рьяный]] (ὁ [[κύων]] ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[предприимчивый]], [[деятельный]] ([[στρατηγός]] Xen.; ἐπιθετικώτατος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιθετικός]], ή, όν [ἐπιτίθεμαι]<br />[[ready]] to [[attack]], θηρίοις Xen.: [[enterprising]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθετικός Medium diacritics: ἐπιθετικός Low diacritics: επιθετικός Capitals: ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epithetikós Transliteration B: epithetikos Transliteration C: epithetikos Beta Code: e)piqetiko/s

English (LSJ)

ἐπιθετική, ἐπιθετικόν,
A ready to attack, θηρίοις X.Mem.4.1.3; enterprising, στρατηγός ib.3.1.6, Str.3.4.5; ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist.Pol. 1315a11: ἐπιθετικόν, τό, enterprise, Corn.ND21.
2. = ἐπιθέτης 1, Ptol. Tetr.165.
II. added: τὸ ἐ. the adjective, A.D.Synt.81.17 (pl.); . σύνταξις, προσηγορίαι, ib.18.7, D.S.4.5. Adv. ἐπιθετικῶς Corn.ND35, Sch. Il.13.29: Comp. ἐπιθετικώτερον A.D.Synt.81.15.

German (Pape)

[Seite 942] ή, όν, gern angreifend, unternehmend; στρατηγός Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιθ. τοῖς θηρίοις 4, 1, 3; ἐπιθετικώτατον γὰρ τοιοῦτον ἦθος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Gegensatz des τελεστικός, id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιθετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιθετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui met volontiers la main à, entreprenant, hardi : τινι contre qqn.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιθετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση επιθέτου («επιθετικός προσδιορισμός»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική κίνηση»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με επίθεσηεπιθετικός πόλεμος»)
3. (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για επίθεση («επιθετικά όπλα»)
αρχ.
1. τολμηρός, επιχειρηματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθετικόν
α) επιχείρηση
β) επίθετο.

Greek Monotonic

ἐπιθετικός: -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), έτοιμος προς επίθεση, θηρίοις, σε Ξεν.· επιχειρηματικός, τολμηρός, θαρραλέος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθετικός:
1 всегда готовый к нападению, рьяный (ὁ κύων ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.);
2 предприимчивый, деятельный (στρατηγός Xen.; ἐπιθετικώτατος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arst.).

Middle Liddell

ἐπιθετικός, ή, όν [ἐπιτίθεμαι]
ready to attack, θηρίοις Xen.: enterprising, Xen.