συμπόσιον: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(6)
mNo edit summary
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symposion
|Transliteration C=symposion
|Beta Code=sumpo/sion
|Beta Code=sumpo/sion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drinking-party, symposium</b>, <span class="bibl">Thgn. 298</span>,<span class="bibl">496</span>, <span class="bibl">Phoc.11</span>, Alc.<span class="title">Supp.</span>23.3, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>9.48</span>, al., <span class="bibl">Hdt.2.78</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.10</span>, etc.; <b class="b3">σ. κατασκευάσαι, φίλοις παρασχεῖν, συνάγειν</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>363c</span>, Plu.2.198b, <span class="bibl">Ath.5.186c</span>, etc.; παιδαγωγεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>641b</span>.--Pl., X., and Plu. wrote dialogues under this name. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">the party itself, the guests</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>5.36</span>, Plu.2.157d, 704d; <b class="b3">ἀνακλιθῆναι . . συμπόσια συμπόσια</b> in <b class="b2">groups</b>, Ev.Marc.6.39. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">the room in which such parties were given</b>, τοῦ σ. στέγη <span class="bibl">Callix.2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1793.11</span> (i B.C.); <b class="b3">σαίρειν τὸ σ</b>. Luc.<b class="b2">D Deor</b>.24.1, etc.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[drinking party]], [[symposium]], Thgn. 298,496, Phoc.11, Alc.''Supp.''23.3, Pi.''N.''9.48, al., [[Herodotus|Hdt.]]2.78, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.8.10, etc.; <b class="b3">σ. κατασκευάσαι, φίλοις παρασχεῖν, συνάγειν</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 363c, Plu.2.198b, Ath.5.186c, etc.; [[παιδαγωγεῖν]] [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''641b.—Pl., X., and Plu. wrote dialogues under this name.<br><span class="bld">II</span> the [[party]] itself, the [[guest]]s, [[LXX]] ''3 Ma.''5.36, Plu.2.157d, 704d; <b class="b3">ἀνακλιθῆναι.. συμπόσια συμπόσια</b> in [[group]]s, Ev.Marc.6.39.<br><span class="bld">III</span> the [[room]] in which such parties were given, τοῦ σ. στέγη Callix.2, cf. ''BGU''1793.11 (i B.C.); <b class="b3">σαίρειν τὸ σ.</b> Luc.D Deor.24.1, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] τό, das Mit- od. Zusammentrinken, Trinkgelage, Schmaus; Theogn.; Pind. N. 9, 48 Ol. 7, 5 I. 5, 1; Ar. Vesp. 1005 Pax 754; Plat. Prot. 347 c u. öfter, u. Folgde. – Auch Speisezimmer, Speisesaal, Luc. de merc. cond. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] τό, das Mit- od. [[Zusammentrinken]], [[Trinkgelage]], [[Schmaus]]; Theogn.; Pind. N. 9, 48 Ol. 7, 5 I. 5, 1; Ar. Vesp. 1005 Pax 754; Plat. Prot. 347 c u. öfter, u. Folgde. – Auch [[Speisezimmer]], [[Speisesaal]], Luc. de merc. cond. 27.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμπόσιον''': τό, ([[συμπίνω]]) ὡς καὶ νῦν, [[συμπόσιον]], [[εὐωχία]], συνδιασκέδασις, «φαγοπότι», Θέογν. 298, 496, Φωκυλ. 11, Ἡρόδ. 2. 78, Πίνδ., κλπ.· σ. κατασκευάζειν, [[παρασχεῖν]] τινι, συνάγειν Πλάτ. Πολ. 363C, Πλούτ., κλπ.· ― [[κυρίως]] ἐγίνετο [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· πρβλ. [[συμποτικός]]. Περὶ τῶν Ἀθηναϊκῶν συμποσίων, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ὁ Πλάτ., ὁ Ξεν. καὶ ὁ Πλούτ. ἔγραψαν διαλόγους φέροντας τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο. ΙΙ. οἱ ἀποτελοῦντες τὸ [[συμπόσιον]], οἱ συμπόται, Πλούτ. 2. 157D, 704D. ΙΙΙ. ἡ [[αἴθουσα]] ἐν ᾗ τὰ συμπόσια ἐγίνοντο, τοῦ σ. [[στέγη]] Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· σαίρειν τὸ [[συμπόσιον]] Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24, 1, κτλ.· ― ἐν Ξενοφ. Κύρ. 8. 8, 10, ἡ [[σημασία]] [[εἶναι]] ἀμφίβ.
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[banquet]], [[festin]];<br /><b>2</b> <i>collect.</i> les [[convives]];<br /><b>3</b> [[salle de festin]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμπόσιον -ου, τό [συμπίνω] [[drinkpartij]], [[banket]], [[symposium]]. uitbr. groep van gasten (voor het eten en drinken):. ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια om alle mensen (die voor het maal gekomen waren) in groepen te laten gaan zitten NT Marc. 6.39. eetzaal. Luc. 79.4.1.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> banquet, festin;<br /><b>2</b> <i>collect.</i> les convives;<br /><b>3</b> salle de festin.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίνω]].
|elrutext='''συμπόσιον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[попойка]], [[пиршество]], [[пир]], Pind., Her., Xen., Plat. etc.;<br /><b class="num">2</b> собир. [[участники пирушки]], [[пирующие]] Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[пиршественный зал]], [[столовая]] Luc.;<br /><b class="num">4</b> [[группа сотрапезников]]: ἀνακλιθῆναι συμπόσια συμπόσια NT усесться по группам.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[συμπόσιον]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[drinking]] [[party]], [[drinking]] companions συμποσίου τε [[χάριν]] κᾶδός τε τιμάσαις [[ἑόν]] (O. 7.5) [[ἡσυχία]] δὲ φιλεῖ μὲν [[συμπόσιον]] (N. 9.48) θάλλοντος [[ἀνδρῶν]] ὡς [[ὅτε]] συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)
|sltr=[[συμπόσιον]] [[drinking]] [[party]], [[drinking]] companions συμποσίου τε [[χάριν]] κᾶδός τε τιμάσαις [[ἑόν]] (O. 7.5) [[ἡσυχία]] δὲ φιλεῖ μὲν [[συμπόσιον]] (N. 9.48) θάλλοντος [[ἀνδρῶν]] ὡς [[ὅτε]] συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συμποσίου, τό ([[συμπίνω]]), a [[drinking]]-[[party]], [[entertainment]] (Latin convivium); by metonymy, the [[party]] itself, the guests ([[Plutarch]], mor., p. 157a.; 704d.); plural rows of guests: συμπόσια συμπόσια, Hebraistically for [[κατά]] συμπόσια, in parties, by companies (Buttmann, 30 (27); § 129a. 3; Winer s Grammar, 229 (214); 464 (432)); [[see]] [[πρασιά]]), Mark 6:39.
|txtha=συμποσίου, τό ([[συμπίνω]]), a [[drinking]]-[[party]], [[entertainment]] (Latin convivium); by metonymy, the [[party]] itself, the guests ([[Plutarch]], mor., p. 157a.; 704d.); plural rows of guests: συμπόσια συμπόσια, Hebraistically for [[κατά]] συμπόσια, in parties, by companies (Buttmann, 30 (27); § 129a. 3; Winer's Grammar, 229 (214); 464 (432)); [[see]] [[πρασιά]]), Mark 6:39.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπόσιον:''' τό ([[συμπίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ομαδική [[διασκέδαση]], [[φαγοπότι]], [[συμπόσιο]], [[ευτυχία]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]] στην οποία γίνονταν συμπόσια, [[αίθουσα]] συμποσίου, σε Λουκ.
|lsmtext='''συμπόσιον:''' τό ([[συμπίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ομαδική [[διασκέδαση]], [[φαγοπότι]], [[συμπόσιο]], [[ευτυχία]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]] στην οποία γίνονταν συμπόσια, [[αίθουσα]] συμποσίου, σε Λουκ.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[συμπόσιον]] ΝΜΑ [[συμπότης]]<br /><b>1.</b> [[συνεστίαση]] με [[ποτό]] πολλών [[μαζί]] ατόμων, κοινό [[τραπέζι]] (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ<br />β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια [[ἀποτρέπω]]», Μιχ. Αττ.)<br /><b>2.</b> (<b>αρχ. φιλολ.</b>) <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συμπόσιον</i><br />[[διάλογος]] του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο [[αντικείμενο]] [[είναι]] η [[ανεύρεση]] της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική [[θέαση]] της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο [[κάλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />άτυπη [[συνάντηση]] εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό [[θέμα]] (α. «επιστημονικό [[συμπόσιο]]» β. «[[συμπόσιο]] ποίησης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> το [[τραπέζι]] ή το [[δωμάτιο]] του συμποσίου.
}}
{{ls
|lstext='''συμπόσιον''': τό, ([[συμπίνω]]) ὡς καὶ νῦν, [[συμπόσιον]], [[εὐωχία]], συνδιασκέδασις, «φαγοπότι», Θέογν. 298, 496, Φωκυλ. 11, Ἡρόδ. 2. 78, Πίνδ., κλπ.· σ. κατασκευάζειν, [[παρασχεῖν]] τινι, συνάγειν Πλάτ. Πολ. 363C, Πλούτ., κλπ.· ― [[κυρίως]] ἐγίνετο μετὰ τὸ [[δεῖπνον]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· πρβλ. [[συμποτικός]]. Περὶ τῶν Ἀθηναϊκῶν συμποσίων, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ὁ Πλάτ., ὁ Ξεν. καὶ ὁ Πλούτ. ἔγραψαν διαλόγους φέροντας τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο. ΙΙ. οἱ ἀποτελοῦντες τὸ [[συμπόσιον]], οἱ συμπόται, Πλούτ. 2. 157D, 704D. ΙΙΙ. ἡ [[αἴθουσα]] ἐν ᾗ τὰ συμπόσια ἐγίνοντο, τοῦ σ. [[στέγη]] Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· σαίρειν τὸ [[συμπόσιον]] Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24, 1, κτλ.· ― ἐν Ξενοφ. Κύρ. 8. 8, 10, ἡ [[σημασία]] [[εἶναι]] ἀμφίβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμπόσιον]], ου, τό, [[συμπίνω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[drinking]]-[[party]], symposium, Theogn., Hdt., etc.<br /><b class="num">II.</b> the [[room]] in [[which]] [[such]] parties were given, [[drinking]]-[[room]], Luc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sumpÒsion 沁-坡西按<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':共問-飲 相當於: ([[מִשְׁתֶּה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':酒會,一群人,一幫,聚合;源自([[συμπίνω]])=同喝),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[πίνω]])*=喝)組成<br />'''出現次數''':總共(2);可(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 一幫的(1) 可6:39;<br />2) 一幫(1) 可6:39
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[drinking bout]], [[drinking party]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[συμπίνω]] → σύν + [[πίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[symposium]]===
Albanian: simpozium; Arabic: سِمْبُوزِيُوم‎, نَدْوَة‎; Armenian: սիմպոզիում; Azerbaijani: simpozium; Belarusian: сімпозіум; Bulgarian: симпозиум; Burmese: နှီးနှောဖလှယ်ပွဲ; Catalan: simpòsium, simposi; Chinese Mandarin: 討論會/讨论会, 座談會/座谈会, 研討會/研讨会; Czech: sympozium; Danish: symposium; Dutch: [[symposium]]; Esperanto: simpozio; Estonian: sümpoosion; Finnish: symposiumi, symposium, esitelmäkokous; French: [[symposium]]; Georgian: სიმპოზიუმი; German: [[Fachtagung]], [[Symposium]], [[Symposion]]; Greek: [[συμπόσιο]]; Hindi: संगोष्ठी, गोष्ठी; Hungarian: szimpózium; Italian: [[simposio]], [[convegno]]; Japanese: シンポジウム; Kazakh: симпозиум; Korean: 심포지엄; Kyrgyz: симпозиум; Latvian: simpozijs; Lithuanian: simpoziumas; Macedonian: симпозиум; Norwegian Bokmål: symposium; Persian: سمپوزیوم‎; Polish: sympozjum; Portuguese: [[simpósio]]; Romanian: simpozion; Russian: [[симпозиум]]; Serbo-Croatian Cyrillic: симпозијум, сѝмпо̄зӣј; Roman: simpozijum, sìmpōzīj; Slovak: sympózium; Slovene: simpozij; Spanish: [[simposio]]; Swedish: symposium; Tagalog: sampaksaan; Tajik: симпозиум; Turkish: bilgi şöleni, sempozyum; Ukrainian: симпозіум; Uzbek: simpozium; Vietnamese: hội nghị chuyên đề; Volapük: spikädem; Welsh: trafodaeth
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 11 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπόσιον Medium diacritics: συμπόσιον Low diacritics: συμπόσιον Capitals: ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
Transliteration A: sympósion Transliteration B: symposion Transliteration C: symposion Beta Code: sumpo/sion

English (LSJ)

τό,
A drinking party, symposium, Thgn. 298,496, Phoc.11, Alc.Supp.23.3, Pi.N.9.48, al., Hdt.2.78, X.Cyr.8.8.10, etc.; σ. κατασκευάσαι, φίλοις παρασχεῖν, συνάγειν, Pl.R. 363c, Plu.2.198b, Ath.5.186c, etc.; παιδαγωγεῖν Pl.Lg.641b.—Pl., X., and Plu. wrote dialogues under this name.
II the party itself, the guests, LXX 3 Ma.5.36, Plu.2.157d, 704d; ἀνακλιθῆναι.. συμπόσια συμπόσια in groups, Ev.Marc.6.39.
III the room in which such parties were given, τοῦ σ. στέγη Callix.2, cf. BGU1793.11 (i B.C.); σαίρειν τὸ σ. Luc.D Deor.24.1, etc.

German (Pape)

[Seite 989] τό, das Mit- od. Zusammentrinken, Trinkgelage, Schmaus; Theogn.; Pind. N. 9, 48 Ol. 7, 5 I. 5, 1; Ar. Vesp. 1005 Pax 754; Plat. Prot. 347 c u. öfter, u. Folgde. – Auch Speisezimmer, Speisesaal, Luc. de merc. cond. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 banquet, festin;
2 collect. les convives;
3 salle de festin.
Étymologie: συμπίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπόσιον -ου, τό [συμπίνω] drinkpartij, banket, symposium. uitbr. groep van gasten (voor het eten en drinken):. ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια om alle mensen (die voor het maal gekomen waren) in groepen te laten gaan zitten NT Marc. 6.39. eetzaal. Luc. 79.4.1.

Russian (Dvoretsky)

συμπόσιον: τό
1 попойка, пиршество, пир, Pind., Her., Xen., Plat. etc.;
2 собир. участники пирушки, пирующие Plut.;
3 пиршественный зал, столовая Luc.;
4 группа сотрапезников: ἀνακλιθῆναι συμπόσια συμπόσια NT усесться по группам.

English (Slater)

συμπόσιον drinking party, drinking companions συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (O. 7.5) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)

English (Strong)

neuter of a derivative of the alternate of συμπίνω; a drinking-party ("symposium"), i.e. (by extension) a room of guests: company.

English (Thayer)

συμποσίου, τό (συμπίνω), a drinking-party, entertainment (Latin convivium); by metonymy, the party itself, the guests (Plutarch, mor., p. 157a.; 704d.); plural rows of guests: συμπόσια συμπόσια, Hebraistically for κατά συμπόσια, in parties, by companies (Buttmann, 30 (27); § 129a. 3; Winer's Grammar, 229 (214); 464 (432)); see πρασιά), Mark 6:39.

Greek Monotonic

συμπόσιον: τό (συμπίνω),·
I. ομαδική διασκέδαση, φαγοπότι, συμπόσιο, ευτυχία, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
II. αίθουσα στην οποία γίνονταν συμπόσια, αίθουσα συμποσίου, σε Λουκ.

Greek Monolingual

το / συμπόσιον ΝΜΑ συμπότης
1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ
β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω», Μιχ. Αττ.)
2. (αρχ. φιλολ.) ως κύριο όν. Συμπόσιον
διάλογος του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο αντικείμενο είναι η ανεύρεση της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική θέαση της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο κάλλος
νεοελλ.
άτυπη συνάντηση εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό θέμα (α. «επιστημονικό συμπόσιο» β. «συμπόσιο ποίησης»)
αρχ.
1. ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο συμπόσιο
2. το τραπέζι ή το δωμάτιο του συμποσίου.

Greek (Liddell-Scott)

συμπόσιον: τό, (συμπίνω) ὡς καὶ νῦν, συμπόσιον, εὐωχία, συνδιασκέδασις, «φαγοπότι», Θέογν. 298, 496, Φωκυλ. 11, Ἡρόδ. 2. 78, Πίνδ., κλπ.· σ. κατασκευάζειν, παρασχεῖν τινι, συνάγειν Πλάτ. Πολ. 363C, Πλούτ., κλπ.· ― κυρίως ἐγίνετο μετὰ τὸ δεῖπνον, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· πρβλ. συμποτικός. Περὶ τῶν Ἀθηναϊκῶν συμποσίων, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ὁ Πλάτ., ὁ Ξεν. καὶ ὁ Πλούτ. ἔγραψαν διαλόγους φέροντας τὸ ὄνομα τοῦτο. ΙΙ. οἱ ἀποτελοῦντες τὸ συμπόσιον, οἱ συμπόται, Πλούτ. 2. 157D, 704D. ΙΙΙ. ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ τὰ συμπόσια ἐγίνοντο, τοῦ σ. στέγη Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· σαίρειν τὸ συμπόσιον Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24, 1, κτλ.· ― ἐν Ξενοφ. Κύρ. 8. 8, 10, ἡ σημασία εἶναι ἀμφίβ.

Middle Liddell

συμπόσιον, ου, τό, συμπίνω
I. a drinking-party, symposium, Theogn., Hdt., etc.
II. the room in which such parties were given, drinking-room, Luc.

Chinese

原文音譯:sumpÒsion 沁-坡西按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共問-飲 相當於: (מִשְׁתֶּה‎)
字義溯源:酒會,一群人,一幫,聚合;源自(συμπίνω)=同喝),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πίνω)*=喝)組成
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編
1) 一幫的(1) 可6:39;
2) 一幫(1) 可6:39

English (Woodhouse)

drinking bout, drinking party

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συμπίνω → σύν + πίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

symposium

Albanian: simpozium; Arabic: سِمْبُوزِيُوم‎, نَدْوَة‎; Armenian: սիմպոզիում; Azerbaijani: simpozium; Belarusian: сімпозіум; Bulgarian: симпозиум; Burmese: နှီးနှောဖလှယ်ပွဲ; Catalan: simpòsium, simposi; Chinese Mandarin: 討論會/讨论会, 座談會/座谈会, 研討會/研讨会; Czech: sympozium; Danish: symposium; Dutch: symposium; Esperanto: simpozio; Estonian: sümpoosion; Finnish: symposiumi, symposium, esitelmäkokous; French: symposium; Georgian: სიმპოზიუმი; German: Fachtagung, Symposium, Symposion; Greek: συμπόσιο; Hindi: संगोष्ठी, गोष्ठी; Hungarian: szimpózium; Italian: simposio, convegno; Japanese: シンポジウム; Kazakh: симпозиум; Korean: 심포지엄; Kyrgyz: симпозиум; Latvian: simpozijs; Lithuanian: simpoziumas; Macedonian: симпозиум; Norwegian Bokmål: symposium; Persian: سمپوزیوم‎; Polish: sympozjum; Portuguese: simpósio; Romanian: simpozion; Russian: симпозиум; Serbo-Croatian Cyrillic: симпозијум, сѝмпо̄зӣј; Roman: simpozijum, sìmpōzīj; Slovak: sympózium; Slovene: simpozij; Spanish: simposio; Swedish: symposium; Tagalog: sampaksaan; Tajik: симпозиум; Turkish: bilgi şöleni, sempozyum; Ukrainian: симпозіум; Uzbek: simpozium; Vietnamese: hội nghị chuyên đề; Volapük: spikädem; Welsh: trafodaeth