μυαλό: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "νοῦς, φρήν;" to "νόος, νοῦς, φρήν;")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μνυαλό, το (Μ [[μυαλό]] και μυαλόν)<br /><b>1.</b> [[εγκέφαλος]] («με αλοσκόρπιστα μυαλά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μυελός]] τών οστών, το [[μεδούλι]] («αυτό το [[κόκαλο]] [[είναι]] γεμάτο [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]]<br /><b>4.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[διάνοια]] («κοφτερό [[μυαλό]]»)<br />5) [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]] («αν είχε [[μυαλό]] δεν θα είχε καταντήσει [[τώρα]] [[έτσι]]»)<br /><b>4.</b> [[σκέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] σαν [[μυαλό]]» (για [[φαγητό]]) [[είναι]] τρυφερό, μαλακό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτός [[είναι]] [[μυαλό]]» και «έχει γερό [[μυαλό]]» και «έχει τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με ορθή και [[διαυγή]] [[κρίση]], [[είναι]] πολύ [[ευφυής]]<br />β) «έχει θηλυκό [[μυαλό]]» ή «γεννάει το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ευφυής]], [[είναι]] [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br />γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε<br />δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται [[αλαζόνας]]<br />ε) «του πήρε το [[μυαλό]]» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα<br />στ) «δεν έπηξε [[ακόμη]] το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ακόμη]] πνευματικά [[ανώριμος]], φέρεται [[ακόμη]] επιπόλαια<br />ζ) «[[μυαλό]] [[κουκούτσι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[κουτός]], [[ανόητος]]<br />η) «τα μυαλά σου και μια [[λύρα]] και του μπογιατζή ο [[κόπανος]]» — λέγεται ως [[επίπληξη]] σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα<br />θ) «πού είχες το [[μυαλό]] σου;» — [[γιατί]] δεν πρόσεξες ή [[γιατί]] δεν προνόησες;<br />ι) «του φάνη το [[γουλί]] [[μυαλό]] και το [[ζουμί]] του [[μέλι]]» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ<br />ια) «δεν έχω [[μυαλό]] για δουλειά» — δεν [[μπορώ]] να συγκεντρωθώ<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρανίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μυελόν]] <span style="color: red;"><</span> [[μυαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] το [[γένος]] τών λ. [[κρανίο]], [[κεφάλι]] (<b>πρβλ.</b> η [[πεύκη]] &GT; [[πεύκο]], η [[ελάτη]] &GT; [[έλατο]], [[κατά]] το [[δέντρο]])].
|mltxt=και μνυαλό, το (Μ [[μυαλό]] και μυαλόν)<br /><b>1.</b> [[εγκέφαλος]] («με αλοσκόρπιστα μυαλά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μυελός]] τών οστών, το [[μεδούλι]] («αυτό το [[κόκαλο]] [[είναι]] γεμάτο [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]]<br /><b>4.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[διάνοια]] («κοφτερό [[μυαλό]]»)<br />5) [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]] («αν είχε [[μυαλό]] δεν θα είχε καταντήσει [[τώρα]] [[έτσι]]»)<br /><b>4.</b> [[σκέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] σαν [[μυαλό]]» (για [[φαγητό]]) [[είναι]] τρυφερό, μαλακό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτός [[είναι]] [[μυαλό]]» και «έχει γερό [[μυαλό]]» και «έχει τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με ορθή και [[διαυγή]] [[κρίση]], [[είναι]] πολύ [[ευφυής]]<br />β) «έχει θηλυκό [[μυαλό]]» ή «γεννάει το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ευφυής]], [[είναι]] [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br />γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε<br />δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται [[αλαζόνας]]<br />ε) «του πήρε το [[μυαλό]]» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα<br />στ) «δεν έπηξε [[ακόμη]] το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ακόμη]] πνευματικά [[ανώριμος]], φέρεται [[ακόμη]] επιπόλαια<br />ζ) «[[μυαλό]] [[κουκούτσι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[κουτός]], [[ανόητος]]<br />η) «τα μυαλά σου και μια [[λύρα]] και του μπογιατζή ο [[κόπανος]]» — λέγεται ως [[επίπληξη]] σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα<br />θ) «πού είχες το [[μυαλό]] σου;» — [[γιατί]] δεν πρόσεξες ή [[γιατί]] δεν προνόησες;<br />ι) «του φάνη το [[γουλί]] [[μυαλό]] και το [[ζουμί]] του [[μέλι]]» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ<br />ια) «δεν έχω [[μυαλό]] για δουλειά» — δεν [[μπορώ]] να συγκεντρωθώ<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρανίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μυελόν]] <span style="color: red;"><</span> [[μυαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] το [[γένος]] τών λ. [[κρανίο]], [[κεφάλι]] (<b>πρβλ.</b> η [[πεύκη]] > [[πεύκο]], η [[ελάτη]] > [[έλατο]], [[κατά]] το [[δέντρο]])].
}}
{{trml
|trtx====[[mind]]===
Ainu: ケウトゥㇺ, ラㇺ, ラマ, ラマッ, ラム; Albanian: mendje; Amharic: አዕምሮ; Arabic: عَقْل‎, ذِهْن‎, خَلَد‎; Egyptian Arabic: عقل‎; Hijazi Arabic: عَقِل‎; Armenian: բանականություն, խելք; Old Armenian: միտ; Aromanian: minte; Assamese: মন; Asturian: mente; Azerbaijani: ağıl, fikir, zehin; Bashkir: аҡыл; Basque: adimen, buru, gogo, sen; Belarusian: розум; Bengali: মন; Bulgarian: ум, разум, мисъл, акъл; Burmese: စိတ်; Catalan: ment; Cherokee: ᎣᏓᏅᏛ; Chinese Mandarin: 智力, 悟性, 精神, 心智; Chiricahua: -́nii; Chukchi: кувчемгъон; Coptic: ⲙⲉⲩⲓ; Czech: mysl, rozum; Danish: sind, sjæl; indstilling; Dutch: [[verstand]], [[geest]], [[psyche]], [[denkvermogen]], [[rede]]; Esperanto: menso; Estonian: mõistus; Finnish: mieli, järki, ymmärrys, pää; French: [[esprit]], [[raison]], [[intelligence]]; Friulian: ment; Galician: mente; Georgian: ჭკუა, გონება; German: [[Verstand]], [[Geist]], [[Sinn]]; Gothic: 𐌷𐌿𐌲𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌹, 𐌰𐌷𐌰; Greek: [[νους]], [[διάνοια]], [[μυαλό]]; Ancient Greek: [[νόος]], [[νοῦς]], [[φρήν]]; Guaraní: anãngua, apytu'ũ; Hawaiian: manaʻo, waihona, noʻonoʻa, naʻau; Hebrew: רוּחַ‎, מוח‎, שׂכל‎; Higaonon: hunahuna; Hindi: मन, दिल; Hungarian: értelem, elme; Icelandic: hugur; Ido: mento; Igbo: uchè; Irish: intinn, meabhair; Middle Irish: menma; Old Irish: menmae; Italian: [[mente]]; Japanese: 心, 精神, 知性; Jicarilla: -́nii; Kazakh: ақыл; Khmer: សតិ; Korean: 마음, 심성; Kumyk: гьакъыл; Kurdish Northern Kurdish: hîş; Kyrgyz: акыл; Lao: ດວງຈິດ, ຈິດ; Latgalian: pruots; Latin: [[mens]], [[animus]]; Latvian: prāts; Lithuanian: protas; Luxembourgish: Verstand, Geescht; Macedonian: ум, разум; Malay: akal; Malayalam: മനസ്; Maltese: għaqal; Maori: ihomatua; Mongolian: ухаан, оюун; Nanai: мурун; Navajo: bíniʼ; Ngazidja Comorian: âkili Norwegian: forstand, intellekt; Occitan: esperit, ment; Old Church Slavonic Cyrillic: оумъ, разоумъ; Old East Slavic: розумъ; Old English: mōd; Pali: sati; Pashto: ذهن‎, عقل‎; Persian: ذهن‎, عقل‎; Middle Persian: mānag; Pitjantjatjara: kata; Polish: rozum inan, umysł inan, um; Portuguese: [[mente]]; Romagnol: mént; Romanian: minte; Russian: [[ум]], [[разум]], [[рассудок]], [[интеллект]]; Rusyn: розум; Sanskrit: मनस्, चित्; Sardinian: mente, menti; Scottish Gaelic: aire; Serbo-Croatian Cyrillic: у̑м, ра̏зӯм; Roman: ȗm, rȁzūm; Shor: ағыл; Slovak: myseľ, rozum, myslenie; Slovene: um, razum; Spanish: [[mente]]; Swedish: förstånd, intellekt, psyke; Tajik: ақл; Tatar: зиһен, акыл; Telugu: మనసు, దిమాక్; Thai: จิตใจ, จิต; Tibetan: སེམས; Tocharian B: palsko; Turkish: akıl, zihin, us; Turkmen: akyl; Ukrainian: розум, ум, інтелект; Urdu: عقل‎; Uyghur: ئەقىل‎, زېھىن‎; Uzbek: aql, fikr, zehn, ong; Vietnamese: tinh thần, lòng, tâm trí; Welsh: meddwl; Western Apache: -́niʼ; Yucatec Maya: tuukul; Zulu: ingqondo
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 3 June 2024

Greek Monolingual

και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν)
1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.)
2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό»)
3. ο νωτιαίος μυελός
4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό»)
5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα («αν είχε μυαλό δεν θα είχε καταντήσει τώρα έτσι»)
4. σκέψη
νεοελλ.
1. φρ. «είναι σαν μυαλό» (για φαγητό) είναι τρυφερό, μαλακό
2. φρ. α) «αυτός είναι μυαλό» και «έχει γερό μυαλό» και «έχει τετραγωνικό μυαλό» — είναι άνθρωπος με ορθή και διαυγή κρίση, είναι πολύ ευφυής
β) «έχει θηλυκό μυαλό» ή «γεννάει το μυαλό του» — είναι ευφυής, είναι επινοητικός, εφευρετικός
γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε
δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται αλαζόνας
ε) «του πήρε το μυαλό» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα
στ) «δεν έπηξε ακόμη το μυαλό του» — είναι ακόμη πνευματικά ανώριμος, φέρεται ακόμη επιπόλαια
ζ) «μυαλό κουκούτσι» — λέγεται για κάποιον που είναι κουτός, ανόητος
η) «τα μυαλά σου και μια λύρα και του μπογιατζή ο κόπανος» — λέγεται ως επίπληξη σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα
θ) «πού είχες το μυαλό σου;» — γιατί δεν πρόσεξες ή γιατί δεν προνόησες;
ι) «του φάνη το γουλί μυαλό και το ζουμί του μέλι» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ
ια) «δεν έχω μυαλό για δουλειά» — δεν μπορώ να συγκεντρωθώ
μσν.
το κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μυελόν < μυαλός < μυελός, με αλλαγή γένους κατά το γένος τών λ. κρανίο, κεφάλι (πρβλ. η πεύκη > πεύκο, η ελάτη > έλατο, κατά το δέντρο)].

Translations

mind

Ainu: ケウトゥㇺ, ラㇺ, ラマ, ラマッ, ラム; Albanian: mendje; Amharic: አዕምሮ; Arabic: عَقْل‎, ذِهْن‎, خَلَد‎; Egyptian Arabic: عقل‎; Hijazi Arabic: عَقِل‎; Armenian: բանականություն, խելք; Old Armenian: միտ; Aromanian: minte; Assamese: মন; Asturian: mente; Azerbaijani: ağıl, fikir, zehin; Bashkir: аҡыл; Basque: adimen, buru, gogo, sen; Belarusian: розум; Bengali: মন; Bulgarian: ум, разум, мисъл, акъл; Burmese: စိတ်; Catalan: ment; Cherokee: ᎣᏓᏅᏛ; Chinese Mandarin: 智力, 悟性, 精神, 心智; Chiricahua: -́nii; Chukchi: кувчемгъон; Coptic: ⲙⲉⲩⲓ; Czech: mysl, rozum; Danish: sind, sjæl; indstilling; Dutch: verstand, geest, psyche, denkvermogen, rede; Esperanto: menso; Estonian: mõistus; Finnish: mieli, järki, ymmärrys, pää; French: esprit, raison, intelligence; Friulian: ment; Galician: mente; Georgian: ჭკუა, გონება; German: Verstand, Geist, Sinn; Gothic: 𐌷𐌿𐌲𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌹, 𐌰𐌷𐌰; Greek: νους, διάνοια, μυαλό; Ancient Greek: νόος, νοῦς, φρήν; Guaraní: anãngua, apytu'ũ; Hawaiian: manaʻo, waihona, noʻonoʻa, naʻau; Hebrew: רוּחַ‎, מוח‎, שׂכל‎; Higaonon: hunahuna; Hindi: मन, दिल; Hungarian: értelem, elme; Icelandic: hugur; Ido: mento; Igbo: uchè; Irish: intinn, meabhair; Middle Irish: menma; Old Irish: menmae; Italian: mente; Japanese: 心, 精神, 知性; Jicarilla: -́nii; Kazakh: ақыл; Khmer: សតិ; Korean: 마음, 심성; Kumyk: гьакъыл; Kurdish Northern Kurdish: hîş; Kyrgyz: акыл; Lao: ດວງຈິດ, ຈິດ; Latgalian: pruots; Latin: mens, animus; Latvian: prāts; Lithuanian: protas; Luxembourgish: Verstand, Geescht; Macedonian: ум, разум; Malay: akal; Malayalam: മനസ്; Maltese: għaqal; Maori: ihomatua; Mongolian: ухаан, оюун; Nanai: мурун; Navajo: bíniʼ; Ngazidja Comorian: âkili Norwegian: forstand, intellekt; Occitan: esperit, ment; Old Church Slavonic Cyrillic: оумъ, разоумъ; Old East Slavic: розумъ; Old English: mōd; Pali: sati; Pashto: ذهن‎, عقل‎; Persian: ذهن‎, عقل‎; Middle Persian: mānag; Pitjantjatjara: kata; Polish: rozum inan, umysł inan, um; Portuguese: mente; Romagnol: mént; Romanian: minte; Russian: ум, разум, рассудок, интеллект; Rusyn: розум; Sanskrit: मनस्, चित्; Sardinian: mente, menti; Scottish Gaelic: aire; Serbo-Croatian Cyrillic: у̑м, ра̏зӯм; Roman: ȗm, rȁzūm; Shor: ағыл; Slovak: myseľ, rozum, myslenie; Slovene: um, razum; Spanish: mente; Swedish: förstånd, intellekt, psyke; Tajik: ақл; Tatar: зиһен, акыл; Telugu: మనసు, దిమాక్; Thai: จิตใจ, จิต; Tibetan: སེམས; Tocharian B: palsko; Turkish: akıl, zihin, us; Turkmen: akyl; Ukrainian: розум, ум, інтелект; Urdu: عقل‎; Uyghur: ئەقىل‎, زېھىن‎; Uzbek: aql, fikr, zehn, ong; Vietnamese: tinh thần, lòng, tâm trí; Welsh: meddwl; Western Apache: -́niʼ; Yucatec Maya: tuukul; Zulu: ingqondo