ἑτοιμότης: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(Bailly1_2) |
mNo edit summary |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etoimotis | |Transliteration C=etoimotis | ||
|Beta Code=e(toimo/ths | |Beta Code=e(toimo/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἑτοιμότητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[readiness]], πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; [[λόγων ἑτοιμότης]] = [[power of speaking offhand]], Plu.2.6e, cf. ''Cam.''32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑτοιμότης κτήσεως Phld. ''Oec.''p.46 J.; [[aptitude]], Ph.1.392.<br><span class="bld">II</span> [[predisposition]], Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1053.png Seite 1053]] ητος, ἡ, das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1053.png Seite 1053]] ητος, ἡ, das [[Bereitein]], [[Fertigsein]], [[Bereitheit]], λόγων, [[Gewandtheit]] im Sprechen aus dem [[Stegereif]], Plut. educ. lib. 9. – [[Bereitwilligkeit]], πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben [[βούλησις]], Plut. Camill. 32, [[Geneigtheit]], [[Neigung]]; auch im plur., M. Ant. 4, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action d'être prêt]] : λόγων PLUT facilité de parole;<br /><b>2</b> [[inclination]], [[disposition à]] : πρός τι, à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτοιμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτοιμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[состояние готовности]], [[готовность]] (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑτοιμότης Plut. легкость (бойкость) речи;<br /><b class="num">2</b> [[расположенность]], [[охота]], [[склонность]], Plut. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμότης]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] προετοιμασμένος, [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[ετοιμότητα]] πολέμου»)<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στη [[διατύπωση]] νοημάτων, το να μιλάει [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] και [[γρήγορα]], η [[ετοιμολογία]], η [[ευστροφία]] του πνεύματος («έχει [[ετοιμότητα]] στις απαντήσεις του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγο) [[προχειρότητα]] («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]] («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ<br />τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[επιθυμία]] («[[ἑτοιμότης]] κτήσεως»). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἑτοιμότης]] πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., [[ἱκανότης]] εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) [[προθυμία]], [[κλίσις]], [[διάθεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12. | |lstext='''ἑτοιμότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἑτοιμότης]] πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., [[ἱκανότης]] εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) [[προθυμία]], [[κλίσις]], [[διάθεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ἑτοιμότης:''' -ητος, ἡ, [[κατάσταση]] ετοιμότητας, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἑτοιμότης]], ητος, [from [[ἑτοῖμος]]<br />a [[state]] of [[preparation]], [[readiness]], Plut. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[being ready]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[readiness]]=== | |||
Armenian: պատրաստակամություն, պատրաստություն; Belarusian: гатоўнасць, гатоўнасьць, гатовасць, гатовасьць; Bulgarian: готовност; Czech: připravenost; Esperanto: preteco; Estonian: valmidus; Finnish: valmius; French: [[préparation]]; German: [[Bereitschaft]]; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐍃, 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ετοιμότητα]]; Ancient Greek: [[ἑτοιμότης]]; Hebrew: מוּכָנוּת; Hungarian: készenlét, készültség; Irish: innealtacht, éascaíocht, oirchill; Latin: [[promptus]]; Manx: appeeys, arryltid, arryltys, appeeid; Norwegian Bokmål: beredskap; Nynorsk: beredskap; Polish: gotowość; Portuguese: [[prontidão]]; Russian: [[готовность]]; Slovak: pripravenosť; Spanish: [[preparación]]; Swedish: beredskap; Ukrainian: готовність, готовість | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:00, 14 September 2024
English (LSJ)
ἑτοιμότητος, ἡ,
A readiness, πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; λόγων ἑτοιμότης = power of speaking offhand, Plu.2.6e, cf. Cam.32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑτοιμότης κτήσεως Phld. Oec.p.46 J.; aptitude, Ph.1.392.
II predisposition, Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291.
German (Pape)
[Seite 1053] ητος, ἡ, das Bereitein, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben βούλησις, Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 action d'être prêt : λόγων PLUT facilité de parole;
2 inclination, disposition à : πρός τι, à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοιμότης: ητος ἡ
1 состояние готовности, готовность (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑτοιμότης Plut. легкость (бойкость) речи;
2 расположенность, охота, склонность, Plut.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμότης) έτοιμος
1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου»)
2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία του πνεύματος («έχει ετοιμότητα στις απαντήσεις του»)
αρχ.-μσν.
(για λόγο) προχειρότητα («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», Πλούτ.)
αρχ.
1. κλίση, προδιάθεση, τάση, ροπή («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ
τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) επιθυμία («ἑτοιμότης κτήσεως»).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἑτοιμότης πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., ἱκανότης εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) προθυμία, κλίσις, διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.
Greek Monotonic
ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, κατάσταση ετοιμότητας, προετοιμασία, προπαρασκευή, ετοιμότητα, προθυμία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἑτοιμότης, ητος, [from ἑτοῖμος
a state of preparation, readiness, Plut.
English (Woodhouse)
Translations
readiness
Armenian: պատրաստակամություն, պատրաստություն; Belarusian: гатоўнасць, гатоўнасьць, гатовасць, гатовасьць; Bulgarian: готовност; Czech: připravenost; Esperanto: preteco; Estonian: valmidus; Finnish: valmius; French: préparation; German: Bereitschaft; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐍃, 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: ετοιμότητα; Ancient Greek: ἑτοιμότης; Hebrew: מוּכָנוּת; Hungarian: készenlét, készültség; Irish: innealtacht, éascaíocht, oirchill; Latin: promptus; Manx: appeeys, arryltid, arryltys, appeeid; Norwegian Bokmål: beredskap; Nynorsk: beredskap; Polish: gotowość; Portuguese: prontidão; Russian: готовность; Slovak: pripravenosť; Spanish: preparación; Swedish: beredskap; Ukrainian: готовність, готовість