Ἀμαζών: Difference between revisions
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(6_19) |
m (Text replacement - ",," to ",") |
||
(38 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Amazōn | |Transliteration B=Amazōn | ||
|Transliteration C=Amazon | |Transliteration C=Amazon | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)amazw/n | ||
|Definition=όνος, ἡ, mostly pl., < | |Definition=-όνος, ἡ, mostly pl.,<br><span class="bld">A</span> the [[Amazon]]s, Il.3.189, etc.; <b class="b3">ὁ τῶν Ἀ. τροχίσκος</b>, a famous remedy, Asclep. ap. Gal.12.152, etc.:—also [[Ἀμαζονίδες]], αἱ, Pi.''O.''13.87, Call.''Dian.''237.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Artemis, Paus.4.31.8:—Adj. [[Ἀμαζονικός]], ή, όν, Plu.''Pomp.''35, Paus. 1.41.7:—[[Ἀμαζονικά]], τά, title of Epic by [[Onasus]], Sch.A.R.1.1236, Sch. Theoc.13.46:—also [[ἁλόνιος]], ον, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 37.17; [[epithet]] of [[Apollo]] in [[Laconia]], Paus.3.25.3. (Commonly derived from [[μαζός]], from the fable that they got rid of the right breast, that it might not interfere with the use of the bow.)<br><span class="bld">III</span> ([[ἀ]]- priv., [[μᾶζα]]) [[poor]], [[starveling]], ἄνδρες Call.''Fr.''523. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όνος, ἡ <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />mit. [[Amazona]] n. de míticas mujeres guerreras que invadieron Grecia<br /><b class="num">1</b> sg., de Pentesilea, hija de Ares, Arctinus 1<br /><b class="num">•</b> de una amazona madre de Hipólito, E.<i>Hipp</i>.10<br /><b class="num">•</b> gener. <i>PSI</i> 981.33<br /><b class="num">•</b> gener. en plu. αἱ Ἀμαζόνες [[Amazonas]] pueblo de mujeres guerreras <i>Il</i>.3.189, A.<i>Supp</i>.287, Hdt.4.110, Ar.<i>Lys</i>.678, Isoc.4.68, Pl.<i>Lg</i>.806b, X.<i>An</i>.4.4.16, D.60.8, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.52, Paus.4.31.8.<br /><b class="num">2</b> tít. de comedias referentes a estas míticas mujeres<br /><b class="num">•</b> una de Cefisodoro, Ath.629c<br /><b class="num">•</b> y otra de Epícrates, Ath.422f. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ἡ) :<br />Amazone ; <i>plur.</i> αἱ Ἀμαζόνες les Amazones, <i>population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye</i>.<br />'''Étymologie:''' étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de [[μαζός]], <i>litt.</i> femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu'elles s'amputaient d'un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ». | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἀμαζών:''' όνος (ᾰμ) ἡ, преимущ. pl. [[Ἀμαζόνες]] αἱ амазонки (миф. племя воинственных женщин, жившее в Понте Hom., в Скифии или в Ливии Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀμαζών''': -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[μαζός]], [[διότι]] κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν [[μαστός]]). | |lstext='''Ἀμαζών''': -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[μαζός]], [[διότι]] κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν [[μαστός]]). | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰμᾰζών</b> [[Amazon]] v. supra. Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕσπετό οἱ (''[[sc.]]'' [[Τελαμών]].) (N. 3.38) καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν (''[[sc.]]'' [[Πηλεύς]]: [[varia lectio|v.l.]] Ἀμαζόνας. i. e. of Hippolyte, [[queen]] of the Amazons) fr. 172. 5. [[test]]., Paus. 7. 2. 6., οὐ μὴν πάντα γε τὰ ἐς τὴν θεὸν ἐπύθετο ἐμοὶ δοκεῖν Πίνδαρος, ὃς Ἀμαζόνας τὸ ἱερὸν (''[[sc.]]'' τὸ ἐν Διδύμοις τοῦ Ἀπόλλωνος) ἔφη [[τοῦτο]] ἱδρύσασθαι στρατευομένας ἐπὶ Ἀθήνας τε καὶ Θησέα fr. 174. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Ἀμαζών]], η (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αμαζόνα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀμαζών:''' -όνος, ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>Ἀμάζονες</i>, <i>αἱ</i>, οι [[Αμαζόνες]], [[πολεμοχαρής]] [[φυλή]] [[γυναικών]] στη [[Σκυθία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. ([[κυρίως]] προερχόμενη από το [[α- στερητικό]] και το [[μαζός]], από το μύθο ότι έκοβαν τον δεξί τους μαστό, ώστε να μη τους εμποδίζει στη [[χρήση]] του τόξου). | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-όνος Meaning: mostly. pl.; mythical people (Il.).<br />Derivatives: [[Ἀμαζονίδες]] (Pi.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X<br />Etymology: Improbable Jacobsohn KZ 54, 278ff.: Greek from <b class="b2">*a-mangi̯on-</b> "the man-less", to OCS. [[mǫžь]] [[man]] etc. - Lagercrantz Xenia Lidéniana (1912) 270ff. explained the name from Iranian <b class="b2">*ha-mazan-</b> [[warrior]], cf. [[ἁμαζακάραν]] (Ir. [[kar-]] [[make]]) [[πολεμεῖν]]. [[Πέρσαι]] H., but Mayrhofer, Studi Pisani, 1969, 2, 661 - 666 shows that this word does not exist and is improbable. - See now Rolle, Beitr. z. Arch. Nordwestdeutschlands und Mitteleuropas edd. Krüger - Stephan, 1980, 275 - 294 on Scythian tombs of women buried with weapons; and W. Tyrrell, Amazons 1994. - S. [[ἀντιάνειρα]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀνήρ]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[Commonly [[derived]] from α <i>privat.</i>, [[μαζός]], from the [[fable]] that they got rid of the [[right]] [[breast]], that it [[might]] not [[interfere]] with the use of the bow.]<br />[[mostly]] in plural Ἀμάζονες, αἱ, the Amazons, a [[warlike]] [[race]] of women in [[Scythia]], Il., Hdt., etc. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''Ἀμαζών''': -όνος<br />{Amazṓn}<br />'''Derivative''': gew. pl. (seit Il.) mit den Ableitungen Ἀμαζονίδες (Pi., Kall.), [[Ἀμαζονικός]] und Ἀμαζόνιος (beide spät).<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Nach Lagercrantz Xenia Lidéniana (1912) 270ff. aus einem iranischen Volksnamen *''ha''-''mazan''- eig. Appellativ [[Krieger]], vgl. [[ἁμαζακάραν]] (ir. ''kar''- [[machen]])· πολεμεῖν. Πέρσαι H. Vgl. [[μάχομαι]]. — Unwahrscheinlich Jacobsohn KZ 54, 278ff.: echthellenisch aus *''a''-''mangi̯on''- "die Mannlose", zu aksl. ''mǫžь'' [[Mensch]] usw.<br />'''Page''' 1,83-84 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:08, 16 October 2024
English (LSJ)
-όνος, ἡ, mostly pl.,
A the Amazons, Il.3.189, etc.; ὁ τῶν Ἀ. τροχίσκος, a famous remedy, Asclep. ap. Gal.12.152, etc.:—also Ἀμαζονίδες, αἱ, Pi.O.13.87, Call.Dian.237.
II epithet of Artemis, Paus.4.31.8:—Adj. Ἀμαζονικός, ή, όν, Plu.Pomp.35, Paus. 1.41.7:—Ἀμαζονικά, τά, title of Epic by Onasus, Sch.A.R.1.1236, Sch. Theoc.13.46:—also ἁλόνιος, ον, Nonn. D. 37.17; epithet of Apollo in Laconia, Paus.3.25.3. (Commonly derived from μαζός, from the fable that they got rid of the right breast, that it might not interfere with the use of the bow.)
III (ἀ- priv., μᾶζα) poor, starveling, ἄνδρες Call.Fr.523.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
mit. Amazona n. de míticas mujeres guerreras que invadieron Grecia
1 sg., de Pentesilea, hija de Ares, Arctinus 1
• de una amazona madre de Hipólito, E.Hipp.10
• gener. PSI 981.33
• gener. en plu. αἱ Ἀμαζόνες Amazonas pueblo de mujeres guerreras Il.3.189, A.Supp.287, Hdt.4.110, Ar.Lys.678, Isoc.4.68, Pl.Lg.806b, X.An.4.4.16, D.60.8, D.S.3.52, Paus.4.31.8.
2 tít. de comedias referentes a estas míticas mujeres
• una de Cefisodoro, Ath.629c
• y otra de Epícrates, Ath.422f.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
Amazone ; plur. αἱ Ἀμαζόνες les Amazones, population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye.
Étymologie: étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de μαζός, litt. femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu'elles s'amputaient d'un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ».
Russian (Dvoretsky)
Ἀμαζών: όνος (ᾰμ) ἡ, преимущ. pl. Ἀμαζόνες αἱ амазонки (миф. племя воинственных женщин, жившее в Понте Hom., в Скифии или в Ливии Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμαζών: -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μαζός, διότι κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς οὕτως ὥστε νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν μαστός).
English (Slater)
ᾰμᾰζών Amazon v. supra. Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕσπετό οἱ (sc. Τελαμών.) (N. 3.38) καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν (sc. Πηλεύς: v.l. Ἀμαζόνας. i. e. of Hippolyte, queen of the Amazons) fr. 172. 5. test., Paus. 7. 2. 6., οὐ μὴν πάντα γε τὰ ἐς τὴν θεὸν ἐπύθετο ἐμοὶ δοκεῖν Πίνδαρος, ὃς Ἀμαζόνας τὸ ἱερὸν (sc. τὸ ἐν Διδύμοις τοῦ Ἀπόλλωνος) ἔφη τοῦτο ἱδρύσασθαι στρατευομένας ἐπὶ Ἀθήνας τε καὶ Θησέα fr. 174.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Ἀμαζών: -όνος, ἡ, κυρίως στον πληθ., Ἀμάζονες, αἱ, οι Αμαζόνες, πολεμοχαρής φυλή γυναικών στη Σκυθία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. (κυρίως προερχόμενη από το α- στερητικό και το μαζός, από το μύθο ότι έκοβαν τον δεξί τους μαστό, ώστε να μη τους εμποδίζει στη χρήση του τόξου).
Frisk Etymological English
-όνος Meaning: mostly. pl.; mythical people (Il.).
Derivatives: Ἀμαζονίδες (Pi.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: Improbable Jacobsohn KZ 54, 278ff.: Greek from *a-mangi̯on- "the man-less", to OCS. mǫžь man etc. - Lagercrantz Xenia Lidéniana (1912) 270ff. explained the name from Iranian *ha-mazan- warrior, cf. ἁμαζακάραν (Ir. kar- make) πολεμεῖν. Πέρσαι H., but Mayrhofer, Studi Pisani, 1969, 2, 661 - 666 shows that this word does not exist and is improbable. - See now Rolle, Beitr. z. Arch. Nordwestdeutschlands und Mitteleuropas edd. Krüger - Stephan, 1980, 275 - 294 on Scythian tombs of women buried with weapons; and W. Tyrrell, Amazons 1994. - S. ἀντιάνειρα s.v. ἀνήρ.
Middle Liddell
[Commonly derived from α privat., μαζός, from the fable that they got rid of the right breast, that it might not interfere with the use of the bow.]
mostly in plural Ἀμάζονες, αἱ, the Amazons, a warlike race of women in Scythia, Il., Hdt., etc.
Frisk Etymology German
Ἀμαζών: -όνος
{Amazṓn}
Derivative: gew. pl. (seit Il.) mit den Ableitungen Ἀμαζονίδες (Pi., Kall.), Ἀμαζονικός und Ἀμαζόνιος (beide spät).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Lagercrantz Xenia Lidéniana (1912) 270ff. aus einem iranischen Volksnamen *ha-mazan- eig. Appellativ Krieger, vgl. ἁμαζακάραν (ir. kar- machen)· πολεμεῖν. Πέρσαι H. Vgl. μάχομαι. — Unwahrscheinlich Jacobsohn KZ 54, 278ff.: echthellenisch aus *a-mangi̯on- "die Mannlose", zu aksl. mǫžь Mensch usw.
Page 1,83-84