κατάπτωσις: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπτωσις''': καταπτώσεως, ἡ, [[πτῶσις]], [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) [[πτῶσις]], [[δυστυχία]], Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14). | |lstext='''κατάπτωσις''': καταπτώσεως, ἡ, [[πτῶσις]], [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) [[πτῶσις]], [[δυστυχία]], Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κατάπτωσις]]) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[πέσιμο]], [[γκρέμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πλήρης]] ή σοβαρή [[απώλεια]] τών σωματικών δυνάμεων, [[εξάντληση]]<br /><b>3.</b> [[παρακμή]], [[μαρασμός]], [[ξεπεσμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασθένηση]] τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, [[κατάθλιψη]], [[αθυμία]]<br /><b>2.</b> [[ηθικός]] [[ξεπεσμός]], [[αναξιοπρέπεια]], [[χαμέρπεια]], [[δουλικότητα]] χαρακτήρα, [[ευτέλεια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάπτωση]] του εδάφους» <br />α) η απότομη [[μεταβολή]] της κλίσης του εδάφους<br />β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) [[υποχώρηση]] του εδάφους, [[καθίζηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσβολή]] επιληψίας. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:53, 16 November 2024
English (LSJ)
καταπτώσεως, ἡ,
A fall, Hp.Art.42; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου Simp.in Ph.261.17.
2 Medic., collapse, ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of epileptic seizures, Alex.Aphr.Pr.2.64, cf. Vett.Val.38.13 (pl.): hence of a spell which induces a trance, PMag.Par.1.850.
3 downfall, calamity, LXX 3 Ma.2.14.
German (Pape)
[Seite 1373] ἡ, das Herunterfallen, Einstürzen, Einfallen, Medic.
Spanish
colapso, trance producido por una fórmula
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπτωσις, καταπτώσεως, ἡ καταπίπτω val, tuimeling.
Léxico de magia
ἡ colapso esp. trance producido por una fórmula Σολομῶνος κ., καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos P IV 850
Greek (Liddell-Scott)
κατάπτωσις: καταπτώσεως, ἡ, πτῶσις, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) πτῶσις, δυστυχία, Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).
Greek Monolingual
η (Α κατάπτωσις) καταπίπτω
1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα
2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση
3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός
νεοελλ.
1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία
2. ηθικός ξεπεσμός, αναξιοπρέπεια, χαμέρπεια, δουλικότητα χαρακτήρα, ευτέλεια
3. φρ. «κατάπτωση του εδάφους»
α) η απότομη μεταβολή της κλίσης του εδάφους
β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) υποχώρηση του εδάφους, καθίζηση
αρχ.
προσβολή επιληψίας.