τεκμηριόω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(6_5) |
(CSV import) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tekmirioo | |Transliteration C=tekmirioo | ||
|Beta Code=tekmhrio/w | |Beta Code=tekmhrio/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[prove positively]], Th.1.3, D.H.1.89, etc.; <b class="b3">Ὅμηρος.. εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</b> if he [[seem]] a [[sufficient]] [[voucher]], Th.1.9; <b class="b3">τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..</b>[[thus]] [[much]] [[evidence]] he gave to the [[fact]] that... Id.3.104; of [[symptom]]s, [[indicate]], Orib.''Syn.'' 9.43:—Pass., to [[be proved]], τισι by [[fact]]s, D.C.75.13.<br><span class="bld">II</span> later in Med., [[draw inferences]], Phld.''D.''3.8, Ph.2.505, A.D.''Pron.''87.7; ἀπό τινων Phld.''Sign.Fr.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[τεκμηριῶ]] :<br />[[donner une preuve]], [[prouver]].<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεκμηριόω:''' [[представлять доводы]], [[доказывать]], [[свидетельствовать]] Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκμηριόω''': ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω | |lstext='''τεκμηριόω''': ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = [[τεκμαίρομαι]] παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεκμηριόω:''' μέλ. <i>τεκμηριώσω</i>, [[αποδεικνύω]] με [[βεβαιότητα]], σε Θουκ.· <i>εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε [[ὅτι]]..., τέτοια βέβαιη [[απόδειξη]] έδωσε στο [[γεγονός]] ότι..., στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τεκμηριόω]], fut. -ώσω [from [[τεκμήριον]]<br />to [[prove]] [[positively]], Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he [[seem]] a [[sufficient]] voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . [[thus]] [[much]] [[evidence]] he gave to the [[fact]] that . ., Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[comprobare]]'', to [[prove]], [[confirm]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.3.3/ 1.3.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.9.4/ 1.9.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.104.6/ 3.104.6]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 16 November 2024
English (LSJ)
A prove positively, Th.1.3, D.H.1.89, etc.; Ὅμηρος.. εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Th.1.9; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..thus much evidence he gave to the fact that... Id.3.104; of symptoms, indicate, Orib.Syn. 9.43:—Pass., to be proved, τισι by facts, D.C.75.13.
II later in Med., draw inferences, Phld.D.3.8, Ph.2.505, A.D.Pron.87.7; ἀπό τινων Phld.Sign.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 1082] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.
French (Bailly abrégé)
τεκμηριῶ :
donner une preuve, prouver.
Étymologie: τεκμήριον.
Russian (Dvoretsky)
τεκμηριόω: представлять доводы, доказывать, свидетельствовать Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
τεκμηριόω: ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = τεκμαίρομαι παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, οἷον Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.
Greek Monotonic
τεκμηριόω: μέλ. τεκμηριώσω, αποδεικνύω με βεβαιότητα, σε Θουκ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι..., τέτοια βέβαιη απόδειξη έδωσε στο γεγονός ότι..., στον ίδ.
Middle Liddell
τεκμηριόω, fut. -ώσω [from τεκμήριον
to prove positively, Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . thus much evidence he gave to the fact that . ., Thuc.