ἐπίμαχος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(13) |
(CSV import) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimachos | |Transliteration C=epimachos | ||
|Beta Code=e)pi/maxos | |Beta Code=e)pi/maxos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίμαχον,<br><span class="bld">A</span> [[that may easily be attacked]], [[assailable]], of fortified places, opp. [[ἄμαχος]], [[Herodotus|Hdt.]]1.84; <b class="b3">ἐκ τῆς γῆς ἐ.</b> Th.4.31, cf. 35; <b class="b3">τὰ ἐπιμαχώτατα</b> ib.4; τῇ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου [[Herodotus|Hdt.]] 9.21, cf.6.133, X.''An.''5.4.14.<br><span class="bld">II</span>. [[contended for]], [[contested]], Hld.8.1.<br><span class="bld">III</span>. [[equipped for battle]], Thom.Mag.p.113R.; [[epithet]] of [[Πλούτων]], ''GDI''3520 (Cnidus), cf.''SIG''1014.61 (Erythrae, iii B.C.).<br><span class="bld">IV</span>. [[ally]], [[helper]], Ph.1.659, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">ἐ. χωρία</b> [[impregnable]], Ph.2.383 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀπο-]]), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0960.png Seite 960]] 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0960.png Seite 960]] 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἄμαχος]], Her. 1, 84, wie τῇ [[μάλιστα]] ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε θαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = [[σύμμαχος]], Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à attaquer, à prendre;<br /><i>Sp.</i> ἐπιμαχώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μάχη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίμᾰχος:''' воен. доступный для нападения, открытый для атаки ([[χωρίον]] Her., Xen.): ἐπίμαχον τοῦ τείχεος Her. наименее защищенные части стены; τὰ ἐπιμαχώτατα Thuc. наиболее уязвимые места. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίμᾰχος''': -ον, ([[μάχομαι]]) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ [[ἐπίδρομος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄμαχος]], Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον [[χωρίον]]· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον [[χωρίον]], ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον [[στράτευμα]], τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = [[περιμάχητος]], διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, [[σχεδόν]] τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[περιμάχητος]], [[τουτέστι]] περὶ ἧς μάχῃ καὶ [[ἀμφισβήτησις]] ἦν ἀεί». | |lstext='''ἐπίμᾰχος''': -ον, ([[μάχομαι]]) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ [[ἐπίδρομος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄμαχος]], Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον [[χωρίον]]· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον [[χωρίον]], ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον [[στράτευμα]], τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = [[περιμάχητος]], διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, [[σχεδόν]] τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[περιμάχητος]], [[τουτέστι]] περὶ ἧς μάχῃ καὶ [[ἀμφισβήτησις]] ἦν ἀεί». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμαχος]], -ον) [[επιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] του οποίου γίνεται [[μάχη]] («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή [[συζήτηση]], αμφισβητούμενος («επίμαχο [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίμαχος]]<br />[[πτηνό]] της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ [[μακριά]] [[ουρά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[έτοιμος]] για [[μάχη]], ο [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρόσβλητος]], [[ευκολοκυρίευτος]] («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος»)<br /><b>2.</b> [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> [[σύμμαχος]], [[βοηθός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), ευκολοπολέμητος, [[ευπρόσβλητος]] στη [[μάχη]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[χώρα]], ευπρόσβλητη, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπί-μᾰχος, ον [[μάχομαι]]<br />[[easily]] attacked, [[assailable]], Hdt., Thuc., etc.: of a [[country]], [[open]] to [[attack]], Thuc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[assailable]], [[open to attack]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[oppugnatu facilis]]'', [[easy to assault]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.31.2/ 4.31.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.35.2/ 4.35.2].<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.4.3/ 4.4.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.115.2/ 4.115.2]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:13, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐπίμαχον,
A that may easily be attacked, assailable, of fortified places, opp. ἄμαχος, Hdt.1.84; ἐκ τῆς γῆς ἐ. Th.4.31, cf. 35; τὰ ἐπιμαχώτατα ib.4; τῇ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Hdt. 9.21, cf.6.133, X.An.5.4.14.
II. contended for, contested, Hld.8.1.
III. equipped for battle, Thom.Mag.p.113R.; epithet of Πλούτων, GDI3520 (Cnidus), cf.SIG1014.61 (Erythrae, iii B.C.).
IV. ally, helper, Ph.1.659, Hsch.; ἐ. χωρία impregnable, Ph.2.383 (v.l. ἀπο-), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 960] 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος, im Gegensatz von ἄμαχος, Her. 1, 84, wie τῇ μάλιστα ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε θαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = σύμμαχος, Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à attaquer, à prendre;
Sp. ἐπιμαχώτατος.
Étymologie: ἐπί, μάχη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμᾰχος: воен. доступный для нападения, открытый для атаки (χωρίον Her., Xen.): ἐπίμαχον τοῦ τείχεος Her. наименее защищенные части стены; τὰ ἐπιμαχώτατα Thuc. наиболее уязвимые места.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμᾰχος: -ον, (μάχομαι) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ ἐπίδρομος, ἀντίθετον τῷ ἄμαχος, Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον χωρίον· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον χωρίον, ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον στράτευμα, τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = περιμάχητος, διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, σχεδόν τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ περιμάχητος, τουτέστι περὶ ἧς μάχῃ καὶ ἀμφισβήτησις ἦν ἀεί».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμαχος, -ον) επιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση του οποίου γίνεται μάχη («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος («επίμαχο ζήτημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επίμαχος
πτηνό της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ μακριά ουρά
αρχ.-μσν.
ο έτοιμος για μάχη, ο ετοιμοπόλεμος
αρχ.
1. ευπρόσβλητος, ευκολοκυρίευτος («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος»)
2. απόρθητος
3. σύμμαχος, βοηθός.
Greek Monotonic
ἐπίμᾰχος: -ον (μάχομαι), ευκολοπολέμητος, ευπρόσβλητος στη μάχη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, ευπρόσβλητη, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπί-μᾰχος, ον μάχομαι
easily attacked, assailable, Hdt., Thuc., etc.: of a country, open to attack, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
oppugnatu facilis, easy to assault, 4.31.2, 4.35.2.
SUP. 4.4.3, 4.115.2.