καταδρομή: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(CSV import) |
(CSV import) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katadromi | |Transliteration C=katadromi | ||
|Beta Code=katadromh/ | |Beta Code=katadromh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[inroad]], [[raid]], Th.1.142; <b class="b3">ἐνέδραι καὶ καταδρομαί</b> Id.5.56; καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27, etc.; κ. γενομένης Lys.20.28; ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.''R.''472a; [[charge]], of troops in battle, [[LXX]] ''2 Ma.''5.3; [[assault]], PRein.18.19(pl., ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> metaph., [[attack]], [[invective]], κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135, cf. D.H.''Th.''3; κατά τινος Plb.12.23.1; ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.''M.'' 2.43.<br><span class="bld">II</span> [[recourse]], κ. γίγνεται ἐπί… A.D.''Pron.''25.15.<br><span class="bld">III</span> [[lurking-place]], [[lair]], [[den]], δακέτου Ael.''NA''2.9, cf. 5.49 (pl.); <b class="b3">ὕπαντροι ἢ λοχμώδεις κ.</b> ib.9.1.<br><span class="bld">2</span> perhaps = [[cryptoporticus]], IGRom.4.159.23 (Cyzicus). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥσπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσθαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incursion;<br /><b>2</b> lieu de retraite, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταδραμεῖν]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[incursion]];<br /><b>2</b> [[lieu de retraite]], [[asile]].<br />'''Étymologie:''' [[καταδραμεῖν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταδρομή:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''καταδρομή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[набег]], [[нашествие]] (καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.): καταδρομῆς γενομένης Lys. во время набега;<br /><b class="num">2</b> перен. [[нападение]], [[выпад]] (ἐπὶ τὸν λόγον τινός Plat.): [[κατά]] τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. наброситься на кого-л. с резкими нападками. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[εἰσβολή]]). Ἀπό το [[καταδραμεῖν]] τοῦ [[κατατρέχω]] → [[κατά]] + [[τρέχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[εἰσβολή]]). Ἀπό το [[καταδραμεῖν]] τοῦ [[κατατρέχω]] → [[κατά]] + [[τρέχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[incursio]]'', [[attack]], [[raid]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.142.4/ 1.142.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.56.4/ 5.56.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.27.5/ 7.27.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.41.2/ 8.41.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:29, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A inroad, raid, Th.1.142; ἐνέδραι καὶ καταδρομαί Id.5.56; καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27, etc.; κ. γενομένης Lys.20.28; ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.R.472a; charge, of troops in battle, LXX 2 Ma.5.3; assault, PRein.18.19(pl., ii B.C.).
2 metaph., attack, invective, κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135, cf. D.H.Th.3; κατά τινος Plb.12.23.1; ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.M. 2.43.
II recourse, κ. γίγνεται ἐπί… A.D.Pron.25.15.
III lurking-place, lair, den, δακέτου Ael.NA2.9, cf. 5.49 (pl.); ὕπαντροι ἢ λοχμώδεις κ. ib.9.1.
2 perhaps = cryptoporticus, IGRom.4.159.23 (Cyzicus).
German (Pape)
[Seite 1347] ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥσπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσθαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 incursion;
2 lieu de retraite, asile.
Étymologie: καταδραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
καταδρομή: ἡ
1 набег, нашествие (καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.): καταδρομῆς γενομένης Lys. во время набега;
2 перен. нападение, выпад (ἐπὶ τὸν λόγον τινός Plat.): κατά τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. наброситься на кого-л. с резкими нападками.
Greek (Liddell-Scott)
καταδρομή: ἡ, ἐπιδρομή, εἰσβολή, Θουκ. 1. 142· ἐνέδραι καὶ κ. 5. 56· καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7. 27, κτλ.· καταδρομῆς γενομένης Λυσ. 160. 29· ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Πλάτ. Πολ. 472Α. 2) μεταφ., βιαία προσβολή, λοιδόρημα, ὀνειδισμός, κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 19. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3· κ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πολύβ. 12. 23, 1· πρβλ. Ἐρνέστ. Λεξ. Ρητορ., καὶ καταθέω. ΙΙ. ὀπὴ ἐντὸς τῆς γῆς ἢ τῆς ἄμμου χρησιμεύουσα ὡς φωλεὰ ἢ κρησφύγετον εἰς ζῷά τινα, Αἰλ. π. Ζ. 2. 9., 5. 49., 9. 1.
Greek Monolingual
η (Α καταδρομή)
επιδρομή, εχθρική εισβολή
νεοελλ.
1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («της τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.)
2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων του αντιπάλου
3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» — στρατιωτικές μονάδες ειδικά εκπαιδευμένες για δύσκολες και αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις
(«Λόχοι Ορεινών Καταδρομών»)
αρχ.
1. (για στρατεύματα στη μάχη) επίθεση
2. έφοδος κατά φρουρίου
3. βίαιη προσβολή, ονειδισμός
4. επιστροφή, καταφυγή
5. τρύπα μέσα στη γη που χρησιμεύει ως σπηλιά ή κρησφύγετο ζώων, λάκκος
6. υπόγεια στοά, κρύπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καταδρομέας].
Greek Monotonic
καταδρομή: ἡ (καταδραμεῖν), επιδρομή, εισβολή, σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., βίαια προσβολή, επίθεση, εξύβριση, λοιδορία, προπηλακισμός, σε Αισχίν.
Middle Liddell
καταδρομή, ἡ, καταδραμεῖν
an inroad, raid, Thuc., etc.:—metaph. a vehement attack, invective, Aeschin.
Mantoulidis Etymological
(=εἰσβολή). Ἀπό το καταδραμεῖν τοῦ κατατρέχω → κατά + τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.