μετατάσσω: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(6_5) |
(CSV import) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metatasso | |Transliteration C=metatasso | ||
|Beta Code=metata/ssw | |Beta Code=metata/ssw | ||
|Definition=Att. μετατάττω, < | |Definition=Att. [[μετατάττω]],<br><span class="bld">A</span> [[transpose]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1038a30, cf. Dam.''Pr.''112 (dub. l.):—Med., [[adjourn]] a trial, <b class="b3">μ. εἰς αὔριον ἀκοῦσαι</b> Wilcken ''Chr.''14.17 (i A. D.):—Pass., Arist.''GC''327a19.<br><span class="bld">II</span> Med., [[change one's order of battle]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.43; <b class="b3">παρ' Ἀθηναίους -τάξασθαι</b> [[go over and join]] them, Th.1.95; μ. πρός τινα J.''AJ''5.1.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] att. -[[τάττω]], umordnen, anders ordnen u. aufstellen, z. B. ein Heer, Xen. Cyr. 6, 1, 43 im med.; sich zu einem Andern stellen, zu ihm übergehen, τοὺς ξυμμάχους παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι, Thuc. 1, 95; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] att. -[[τάττω]], umordnen, anders ordnen u. aufstellen, z. B. ein Heer, Xen. Cyr. 6, 1, 43 im med.; sich zu einem Andern stellen, zu ihm übergehen, τοὺς ξυμμάχους παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι, Thuc. 1, 95; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ranger autrement]], [[transposer]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μετατάσσομαι]];<br /><b>1</b> [[se ranger dans un ordre de bataille]];<br /><b>2</b> [[passer des rangs d'un parti]] : [[παρά]] τινα dans ceux d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετατάσσω:''' атт. μετατάττω<br /><b class="num">1</b> [[перестраивать]], [[переставлять]] (τοὺς ὁρισμούς Arst.); med. менять свой строй, перестраиваться Xen.;<br /><b class="num">2</b> med. [[переходить]] (к кому-л.), примыкать (к другой стороне) (παρ᾽ Ἀθηναίους Thuc.; λαβὼν Δαρεικοὺς χιλίους μετετάξατο Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετατάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[μετατίθημι]], [[τάσσω]] ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 12. ΙΙ. Μέσ., [[μεταβάλλω]] τὴν τάξιν τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· μετατάσσομαι παρ’ Ἀθηναίους, [[μεταβαίνω]] καὶ παρατάττομαι | |lstext='''μετατάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[μετατίθημι]], [[τάσσω]] ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 12. ΙΙ. Μέσ., [[μεταβάλλω]] τὴν τάξιν τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· μετατάσσομαι παρ’ Ἀθηναίους, [[μεταβαίνω]] καὶ παρατάττομαι μετὰ τῶν Ἀθ., Θουκ. 1. 95· μ. ἐκ πίστεως εἰς πίστιν Κλήμ. Ἀλ. 940. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μετατάσσω]], Α αττ. τ. μετατάττω) [[τάσσω]]<br />[[τάσσω]] [[αλλού]], [[μεταθέτω]], [[μεταφέρω]] σε [[άλλη]] [[θέση]], [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] αξιωματικό από ένα [[σώμα]] ή όπλο σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μεταθέτω]] [[δημόσιο]] υπάλληλο από μια [[υπηρεσία]] σε [[άλλη]] παρεμφερή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]], [[ενθέτω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μετατάσσομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] την [[τάξη]] της μάχης, την [[παράταξη]] του στρατού στη [[μάχη]]<br />β) [[προσχωρώ]] σε [[άλλη]] [[μερίδα]], [[μεταπηδώ]] σε [[άλλη]] [[πολιτική]] ή στρατιωτική [[παράταξη]] («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) [[αναβάλλω]] [[δοκιμασία]] ή [[δίκη]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]] — Μέσ., [[αλλάζω]] στη [[μάχη]], σε Ξεν.· <i>μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους</i>, [[αναθεωρώ]] και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br />to [[transpose]]: Mid. to [[change]] one's [[order]] of [[battle]], Xen.; μετατάσσεσθαι παρ' Ἀθηναίους to go [[over]] and [[join]] them, Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[in alias partes transire]]'', to [[go over to another side]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.95.4/ 1.95.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 16 November 2024
English (LSJ)
Att. μετατάττω,
A transpose, Arist.Metaph.1038a30, cf. Dam.Pr.112 (dub. l.):—Med., adjourn a trial, μ. εἰς αὔριον ἀκοῦσαι Wilcken Chr.14.17 (i A. D.):—Pass., Arist.GC327a19.
II Med., change one's order of battle, X.Cyr.6.1.43; παρ' Ἀθηναίους -τάξασθαι go over and join them, Th.1.95; μ. πρός τινα J.AJ5.1.17.
German (Pape)
[Seite 155] att. -τάττω, umordnen, anders ordnen u. aufstellen, z. B. ein Heer, Xen. Cyr. 6, 1, 43 im med.; sich zu einem Andern stellen, zu ihm übergehen, τοὺς ξυμμάχους παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι, Thuc. 1, 95; Sp.
French (Bailly abrégé)
ranger autrement, transposer;
Moy. μετατάσσομαι;
1 se ranger dans un ordre de bataille;
2 passer des rangs d'un parti : παρά τινα dans ceux d'un autre.
Étymologie: μετά, τάσσω.
Russian (Dvoretsky)
μετατάσσω: атт. μετατάττω
1 перестраивать, переставлять (τοὺς ὁρισμούς Arst.); med. менять свой строй, перестраиваться Xen.;
2 med. переходить (к кому-л.), примыкать (к другой стороне) (παρ᾽ Ἀθηναίους Thuc.; λαβὼν Δαρεικοὺς χιλίους μετετάξατο Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μετατάσσω: Ἀττ. -ττω, μετατίθημι, τάσσω ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 12. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω τὴν τάξιν τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· μετατάσσομαι παρ’ Ἀθηναίους, μεταβαίνω καὶ παρατάττομαι μετὰ τῶν Ἀθ., Θουκ. 1. 95· μ. ἐκ πίστεως εἰς πίστιν Κλήμ. Ἀλ. 940.
Greek Monolingual
(ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) τάσσω
τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ
νεοελλ.
1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο
2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή
μσν.-αρχ.
1. παρεμβάλλω, ενθέτω, καταχωρίζω
2. (το μέσ.) μετατάσσομαι
α) μεταβάλλω την τάξη της μάχης, την παράταξη του στρατού στη μάχη
β) προσχωρώ σε άλλη μερίδα, μεταπηδώ σε άλλη πολιτική ή στρατιωτική παράταξη («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) αναβάλλω δοκιμασία ή δίκη.
Greek Monotonic
μετατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μεταφέρω, μεταθέτω — Μέσ., αλλάζω στη μάχη, σε Ξεν.· μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους, αναθεωρώ και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
to transpose: Mid. to change one's order of battle, Xen.; μετατάσσεσθαι παρ' Ἀθηναίους to go over and join them, Thuc.
Lexicon Thucydideum
in alias partes transire, to go over to another side, 1.95.4.