οἰκτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(9)
 
(CSV import)
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiktizo
|Transliteration C=oiktizo
|Beta Code=oi)kti/zw
|Beta Code=oi)kti/zw
|Definition=(pres. only in compd. <b class="b3">κατ-</b>), Att. fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> οἰκτιῶ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>68</span> (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1508</span> : mostly poet., <b class="b2">pity, have pity upon</b>, c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc. ; τινὰ τῆς μικροψυχίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>391a22</span> : c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>855</span> (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι . . στόλον οἰκτιζομένα <b class="b2">with pitying eye</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1031</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>720</span> (as v.l.), <span class="bibl">Th.2.51</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Med. also, <b class="b2">bewail, lament</b>, τι <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>486</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1053</span> : abs., <span class="bibl">Din.1.110</span> : c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι <b class="b2">utter a wail</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>515</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>155</span> (anap.).</span>
|Definition=(pres. only in compd. <b class="b3">κατ-</b>), Att. <span class="bld">A</span> fut. οἰκτιῶ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''68 (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1508: mostly ''poet.'', [[pity]], [[have pity upon]], c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc.; τινὰ τῆς μικροψυχίας Arist.''Mu.''391a22: c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι S.''Tr.''855 (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι… στόλον οἰκτιζομένα [[with pitying eye]], A.''Supp.''1031 (lyr.), cf. [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''720 (as v.l.), Th.2.51.<br><span class="bld">2</span> Med. also, [[bewail]], [[lament]], τι E.''IT''486, cf.''Hel.''1053: abs., Din.1.110: c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι [[utter a wail]], A.''Eu.''515 (lyr.), cf. E.''Tr.''155 (anap.).
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> οἰκτιῶ, <i>ao.</i> [[ᾤκτισα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. inus.</i><br />se lamenter sur, s'apitoyer sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκτίζομαι]] (<i>ao.</i> ᾠκτισάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[οἶκτος]].
}}
{{pape
|ptext== [[οἰκτείρω]]; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε, Aesch. <i>Prom</i>. 68; οὕνεκ' ᾤκτισεν [[ἡμᾶς]], <i>Suppl</i>. 630; auch im med., <i>[[wehklagen]], Eum</i>. 490; τινά, <i>[[bemitleiden]], Suppl</i>. 1012; ἀλλ' οἴκτισον [[σφᾶς]], Soph. <i>O.R</i>. 1508, [[öfter]], wie Eur., der aber [[häufiger]] das med. braucht, γυναικείοις ἂν οἰκτισαίμεθα κουραῖσι καὶ θρήνοισι, <i>Hel</i>. 1059, οἴκτους, οὓς οἰκτίζει, <i>Tr</i>. 155; τὸν θνήσκοντα ᾠκτίζοντο, Thuc. 2.51; οἰκτίζεσθαι [[neben]] δακρύειν, Din. 1.110; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκτίζω:'''<br /><b class="num">1</b> Trag. = [[οἰκτείρω]];<br /><b class="num">2</b> тж. med. [[сетовать]], [[оплакивать]] (τὸν θνήσκοντα Thuc.; τινὰ τῆς τύχης Plut.): οἶκτον οἰκτίζεσθαι Aesch. издавать горестный вопль.
}}
{{ls
|lstext='''οἰκτίζω''': (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ [[οἰκτείρω]], ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., [[οἰκτείρω]], λυποῦμαὶ τινα, [[αἰσθάνομαι]] οἶκτον [[πρός]] τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., [[πάθος]] οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· [[ἀλλά]], 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκτίζω]] (Α) [[οίκτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]], [[οικτίρω]] («[[ὅπως]] μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῖς [[ποτέ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκτίζομαι</i><br />α) [[πενθώ]]<br />β) [[εκδηλώνω]] τη [[λύπη]] μου («[[ὅταν]] Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)<br />γ) [[θρηνολογώ]] («τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκτιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ᾤκτισα]] ([[οἶκτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[σπλαχνίζομαι]], [[ελεώ]], με αιτ., σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]], [[πενθώ]], σε Ευρ.· απόλ., [[εκφράζω]] τη συμπάθειά μου, τη [[λύπη]] μου, στον ίδ.· <i>οἶκτον οἰκτίζεσθαι</i>, [[θρηνωδία]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἶκτος]]<br /><b class="num">1.</b> to [[pity]], [[have]] [[pity]] [[upon]], c. acc., Aesch., Soph., etc.:— Mid. in [[same]] [[sense]], Eur., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in Mid. also, to [[bewail]], [[lament]], Eur.: absol. to [[express]] one's [[pity]], Eur.; οἶκτον οἰκτίζεσθαι to [[utter]] a [[wail]], Aesch.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[miserari]]'', to [[pity]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.51.6/ 2.51.6].
}}
}}

Latest revision as of 14:34, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτίζω Medium diacritics: οἰκτίζω Low diacritics: οικτίζω Capitals: ΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: oiktízō Transliteration B: oiktizō Transliteration C: oiktizo Beta Code: oi)kti/zw

English (LSJ)

(pres. only in compd. κατ-), Att. A fut. οἰκτιῶ A.Pr.68 (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα S.OT1508: mostly poet., pity, have pity upon, c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc.; τινὰ τῆς μικροψυχίας Arist.Mu.391a22: c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι S.Tr.855 (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι… στόλον οἰκτιζομένα with pitying eye, A.Supp.1031 (lyr.), cf. E.Hec.720 (as v.l.), Th.2.51.
2 Med. also, bewail, lament, τι E.IT486, cf.Hel.1053: abs., Din.1.110: c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι utter a wail, A.Eu.515 (lyr.), cf. E.Tr.155 (anap.).

French (Bailly abrégé)

f. att. οἰκτιῶ, ao. ᾤκτισα, pf. inus.
Pass. inus.
se lamenter sur, s'apitoyer sur, acc.;
Moy. οἰκτίζομαι (ao. ᾠκτισάμην) m. sign.
Étymologie: οἶκτος.

German (Pape)

οἰκτείρω; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε, Aesch. Prom. 68; οὕνεκ' ᾤκτισεν ἡμᾶς, Suppl. 630; auch im med., wehklagen, Eum. 490; τινά, bemitleiden, Suppl. 1012; ἀλλ' οἴκτισον σφᾶς, Soph. O.R. 1508, öfter, wie Eur., der aber häufiger das med. braucht, γυναικείοις ἂν οἰκτισαίμεθα κουραῖσι καὶ θρήνοισι, Hel. 1059, οἴκτους, οὓς οἰκτίζει, Tr. 155; τὸν θνήσκοντα ᾠκτίζοντο, Thuc. 2.51; οἰκτίζεσθαι neben δακρύειν, Din. 1.110; Sp.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτίζω:
1 Trag. = οἰκτείρω;
2 тж. med. сетовать, оплакивать (τὸν θνήσκοντα Thuc.; τινὰ τῆς τύχης Plut.): οἶκτον οἰκτίζεσθαι Aesch. издавать горестный вопль.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτίζω: (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ οἰκτείρω, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., οἰκτείρω, λυποῦμαὶ τινα, αἰσθάνομαι οἶκτον πρός τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., πάθος οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· ἀλλά, 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155.

Greek Monolingual

οἰκτίζω (Α) οίκτος
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρωὅπως μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῖς ποτέ», Αισχύλ.)
2. μέσ. οἰκτίζομαι
α) πενθώ
β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)
γ) θρηνολογώ («τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

οἰκτίζω: Αττ. μέλ. οἰκτιῶ, αόρ. αʹ ᾤκτισα (οἶκτος
1. συμπονώ, αισθάνομαι οίκτο, σπλαχνίζομαι, ελεώ, με αιτ., σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., με την ίδια σημασία, σε Ευρ., Θουκ.
2. στη Μέσ. επίσης, ολοφύρομαι, θρηνώ, πενθώ, σε Ευρ.· απόλ., εκφράζω τη συμπάθειά μου, τη λύπη μου, στον ίδ.· οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνωδία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἶκτος
1. to pity, have pity upon, c. acc., Aesch., Soph., etc.:— Mid. in same sense, Eur., Thuc.
2. in Mid. also, to bewail, lament, Eur.: absol. to express one's pity, Eur.; οἶκτον οἰκτίζεσθαι to utter a wail, Aesch.

Lexicon Thucydideum

miserari, to pity, 2.51.6.