στοῖχος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoichos
|Transliteration C=stoichos
|Beta Code=stoi=xos
|Beta Code=stoi=xos
|Definition=ὁ, ([[στείχω]], cf. [[στίχος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[row in an ascending series]], <b class="b3">ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν</b> the first [[course]] of (masonry composing) the steps, <span class="bibl">Hdt.2.125</span>; [[course]] of bricks, etc., in building, <span class="title">IG</span>22.463.58, 1682.10; esp. [[file]] of persons marching one behind another, as in a procession, <b class="b3">ἐπὶ στοίχου</b>,= [[στοιχηδόν]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>756</span>; νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι <span class="bibl">Th. 2.102</span>; κατὰ στοίχους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>79</span>; of ships, [[column]], ἐν στοίχοις τρισί <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>366</span>; of soldiers, [[file]], <span class="bibl">Th.4.47</span>; διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι <span class="bibl">D.C.63.4</span>; of deer swimming, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.226</span>; of the [[files]] (opp. [[ζυγόν]] VIII) of the chorus in plays, <span class="bibl">Poll.4.108</span>,<span class="bibl">109</span>; [[row]] of columns, <span class="title">IG</span>22.1668.12; of factors, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1092b34</span>; of verses, ἔπη . . ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.<span class="title">Cest.Oxy.</span>412.51. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">a line of poles supporting hunting-nets</b>, into which the game were driven, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.10</span>,<span class="bibl">21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">τοῦ σ. καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν</b> since the [[turn]] has come to our senate, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1119.12</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=ὁ, ([[στείχω]], cf. [[στίχος]])<br><span class="bld">A</span> [[row in an ascending series]], <b class="b3">ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν</b> the first [[course]] of ([[masonry]] composing) the [[step]]s, [[Herodotus|Hdt.]]2.125; [[course]] of [[brick]]s, etc., in [[building]], ''IG''22.463.58, 1682.10; esp. [[file]] of persons marching one behind another, as in a procession, <b class="b3">ἐπὶ στοίχου</b>, = [[στοιχηδόν]], Ar.''Ec.''756; νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι Th. 2.102; κατὰ στοίχους Ar.''Fr.''79; of ships, [[column]], ἐν στοίχοις τρισί [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''366; of soldiers, [[file]], Th.4.47; διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι D.C.63.4; of deer swimming, Opp.''C.''2.226; of the [[files]] (opp. [[ζυγόν]] VIII) of the chorus in plays, Poll.4.108,109; [[row]] of columns, ''IG''22.1668.12; of factors, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1092b34; of verses, ἔπη.. ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.''Cest.Oxy.''412.51.<br><span class="bld">II</span> a [[line]] of [[pole]]s [[support]]ing [[hunting]]-[[net]]s, into which the [[game]] were [[drive]]n, [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.10,21.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">τοῦ σ. καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν</b> since the [[turn]] has come to our senate, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1119.12 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάθρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. [[στίχος]] u. [[στόχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάθρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. [[στίχος]] u. [[στόχος]].
}}
{{ls
|lstext='''στοῖχος''': ὁ, ([[στείχω]], πρβλ. [[στίχος]]) [[σειρά]], «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς [[ὄπισθεν]] τοῦ ἄλλου, [[οἷον]] ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -[[οὕτως]], ἐπὶ πλοίων, [[γραμμή]], Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - [[σειρά]], [[ζώνη]] ἢ [[στρῶμα]] πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε [[στοιχιαῖος]]· - ἀριθμητικὴ [[σειρά]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων [[μετὰ]] βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />rang, rangée ; <i>particul.</i> ligne <i>ou</i> ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />rang, rangée ; <i>particul.</i> ligne <i>ou</i> ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στοῖχος -ου, ὁ [~ στείχω] [[rij]], [[linie]]:. διὰ δυοῖν στοίχοιν ὁπλιτῶν door twee rijen hoplieten heen Thuc. 4.47.3; ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν op de eerste rij van de treden Hdt. 2.125.2; οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι niet in een rij liggend Thuc. 2.102.4; ἐπί στοίχου in de rij Aristoph. Eccl. 755.
}}
{{elru
|elrutext='''στοῖχος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[ряд]], [[линия]], [[вереница]] (τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.): παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. вперемежку, а не по прямой линии; ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. в три ряда; ἐπὶ στοίχου εἶναι Arph. стоять рядами, быть выстроенным в линию;<br /><b class="num">2</b> [[числовой ряд]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[ряд шестов]] (для расстановки звероловных сетей) Xen.
}}
{{ls
|lstext='''στοῖχος''': ὁ, ([[στείχω]], πρβλ. [[στίχος]]) [[σειρά]], «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς [[ὄπισθεν]] τοῦ ἄλλου, [[οἷον]] ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -[[οὕτως]], ἐπὶ πλοίων, [[γραμμή]], Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - [[σειρά]], [[ζώνη]] ἢ [[στρῶμα]] πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε [[στοιχιαῖος]]· - ἀριθμητικὴ [[σειρά]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων μετὰ βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / στοῑχος, ΝΑ<br /><b>1.</b> ευθύγραμμη [[διάταξη]] ή [[παράταξη]], [[σειρά]], [[αράδα]], [[γραμμή]] (α. «παρατάχθηκαν σε [[τρεις]] στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ὁ [[πρῶτος]] στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(δομ.)</b> καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιονοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] πασσάλων με βρόχους για τη [[σύλληψη]] θηράματος<br /><b>3.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]]<br /><b>5.</b> χρονολογική [[σειρά]] («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>6.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)<br /><b>7.</b> ορισμένη χρονική [[περίοδος]] («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — [[στοιχηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- του [[στείχω]] και συνδέεται με τα αλβ. <i>shtek</i>, <i>shtegu</i> «[[πέρασμα]], [[δρόμος]]», γοτθ. <i>staiga</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>steiga</i> «[[μονοπάτι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])].
|mltxt=ο / στοῑχος, ΝΑ<br /><b>1.</b> ευθύγραμμη [[διάταξη]] ή [[παράταξη]], [[σειρά]], [[αράδα]], [[γραμμή]] (α. «παρατάχθηκαν σε [[τρεις]] στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ὁ [[πρῶτος]] στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(δομ.)</b> καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιονοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] πασσάλων με βρόχους για τη [[σύλληψη]] θηράματος<br /><b>3.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]]<br /><b>5.</b> χρονολογική [[σειρά]] («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>6.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] («τοῦ ἀλέκτορος τοῦδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)<br /><b>7.</b> ορισμένη χρονική [[περίοδος]] («τοῦ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῖχον» — [[στοιχηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- του [[στείχω]] και συνδέεται με τα αλβ. <i>shtek</i>, <i>shtegu</i> «[[πέρασμα]], [[δρόμος]]», γοτθ. <i>staiga</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>steiga</i> «[[μονοπάτι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στοῖχος:''' ὁ ([[στείχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σειρά]], [[αράδα]]· στοῖχοι [[τῶν]] ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη [[σειρά]] βαθμίδων, για την [[κλίμακα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ στοῖχον</i>, σε [[σειρά]], κατά [[σειρά]], σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[παράταξη]] των πλοίων σε στήλες, <i>ἐν στοίχοις τρισί</i>, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, [[γραμμή]], [[παράταξη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σειρά]] πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.
|lsmtext='''στοῖχος:''' ὁ ([[στείχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σειρά]], [[αράδα]]· στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη [[σειρά]] βαθμίδων, για την [[κλίμακα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ στοῖχον</i>, σε [[σειρά]], κατά [[σειρά]], σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[παράταξη]] των πλοίων σε στήλες, <i>ἐν στοίχοις τρισί</i>, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, [[γραμμή]], [[παράταξη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σειρά]] πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=στοῖχος -ου, ὁ [~ στείχω] rij, linie:. διὰ δυοῖν στοίχοιν ὁπλιτῶν door twee rijen hoplieten heen Thuc. 4.47.3; ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν op de eerste rij van de treden Hdt. 2.125.2; οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι niet in een rij liggend Thuc. 2.102.4; ἐπί στοίχου in de rij Aristoph. Eccl. 755.
}}
{{elru
|elrutext='''στοῖχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> ряд, линия, вереница (τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.): παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. вперемежку, а не по прямой линии; ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. в три ряда; ἐπὶ στοίχου εἶναι Arph. стоять рядами, быть выстроенным в линию;<br /><b class="num">2)</b> числовой ряд Arst.;<br /><b class="num">3)</b> ряд шестов (для расстановки звероловных сетей) Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[file]], [[line]], [[row]], [[file of soldiers]]
|woodrun=[[file]], [[line]], [[row]], [[file of soldiers]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ordo]], [[series]]'', [[order]], [[succession]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.102.4/ 2.102.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.47.3/ 4.47.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοῖχος Medium diacritics: στοῖχος Low diacritics: στοίχος Capitals: ΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: stoîchos Transliteration B: stoichos Transliteration C: stoichos Beta Code: stoi=xos

English (LSJ)

ὁ, (στείχω, cf. στίχος)
A row in an ascending series, ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν the first course of (masonry composing) the steps, Hdt.2.125; course of bricks, etc., in building, IG22.463.58, 1682.10; esp. file of persons marching one behind another, as in a procession, ἐπὶ στοίχου, = στοιχηδόν, Ar.Ec.756; νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι Th. 2.102; κατὰ στοίχους Ar.Fr.79; of ships, column, ἐν στοίχοις τρισί A.Pers.366; of soldiers, file, Th.4.47; διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι D.C.63.4; of deer swimming, Opp.C.2.226; of the files (opp. ζυγόν VIII) of the chorus in plays, Poll.4.108,109; row of columns, IG22.1668.12; of factors, Arist.Metaph.1092b34; of verses, ἔπη.. ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.Cest.Oxy.412.51.
II a line of poles supporting hunting-nets, into which the game were driven, X.Cyn.6.10,21.
III τοῦ σ. καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν since the turn has come to our senate, POxy.1119.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάθρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. στίχος u. στόχος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rang, rangée ; particul. ligne ou ordre de bataille.
Étymologie: στείχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοῖχος -ου, ὁ [~ στείχω] rij, linie:. διὰ δυοῖν στοίχοιν ὁπλιτῶν door twee rijen hoplieten heen Thuc. 4.47.3; ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν op de eerste rij van de treden Hdt. 2.125.2; οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι niet in een rij liggend Thuc. 2.102.4; ἐπί στοίχου in de rij Aristoph. Eccl. 755.

Russian (Dvoretsky)

στοῖχος:
1 ряд, линия, вереница (τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.): παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. вперемежку, а не по прямой линии; ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. в три ряда; ἐπὶ στοίχου εἶναι Arph. стоять рядами, быть выстроенным в линию;
2 числовой ряд Arst.;
3 ряд шестов (для расстановки звероловных сетей) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

στοῖχος: ὁ, (στείχω, πρβλ. στίχος) σειρά, «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, οἷον ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -οὕτως, ἐπὶ πλοίων, γραμμή, Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - σειρά, ζώνηστρῶμα πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε στοιχιαῖος· - ἀριθμητικὴ σειρά, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων μετὰ βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.

Greek Monolingual

ο / στοῑχος, ΝΑ
1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ.
γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.)
2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής
αρχ.
1. κιονοστοιχία
2. σειρά πασσάλων με βρόχους για τη σύλληψη θηράματος
3. ποιητικός στίχος («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)
4. αριθμητική σειρά
5. χρονολογική σειρά («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», Παυσ.)
6. χρονικό διάστημα («τοῦ ἀλέκτορος τοῦδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)
7. ορισμένη χρονική περίοδος («τοῦ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)
8. φρ. «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῖχον» — στοιχηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- του στείχω και συνδέεται με τα αλβ. shtek, shtegu «πέρασμα, δρόμος», γοτθ. staiga και αρχ. άνω γερμ. steiga «μονοπάτι» (βλ. και λ. στείχω)].

Greek Monotonic

στοῖχος: ὁ (στείχω),
I. σειρά, αράδα· στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη σειρά βαθμίδων, για την κλίμακα, σε Ηρόδ.· κατὰ στοῖχον, σε σειρά, κατά σειρά, σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, παράταξη των πλοίων σε στήλες, ἐν στοίχοις τρισί, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, γραμμή, παράταξη, σε Θουκ.
II. σειρά πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.

Middle Liddell

στοῖχος, ὁ, στείχω
I. a row, στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, of a flight of steps, Hdt.; κατὰ στοῖχον in a row, Thuc.: of ships, a column, ἐν στοίχοις τρισί Aesch.; of soldiers, a file, Thuc.
II. a line of poles supporting hunting-nets, Xen.

English (Woodhouse)

file, line, row, file of soldiers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

ordo, series, order, succession, 2.102.4, 4.47.3.