προοιμιάζομαι: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prooimiazomai | |Transliteration C=prooimiazomai | ||
|Beta Code=prooimia/zomai | |Beta Code=prooimia/zomai | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> pf. πεπροοιμίασμαι Luc.''Nigr.''10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.''Po.''1460a10: pf. [[πεφροιμίασμαι]] in pass. sense (v. infr.):—[[make a prelude]], [[preamble]], or [[preface]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1354, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 4.2.5, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''723c; π. μακρῶς Arist.''Rh.''1416b33, cf. 1415b24, Phld. ''Rh.''1.56S., al.<br><span class="bld">II</span> c.acc., [[say by way of preface]], [[premise]], τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.''IT''1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.''La.''179a, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Char.Praef.''4; <b class="b3">τούτους… φροιμιάζομαι θεούς</b> [[begin by invoking]] them, A.''Eu.''20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.''Or.''13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα Arist.''Pol.''1325b33; <b class="b3">ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ</b> ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.''EN'' 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.''Metaph.''995b5.<br><span class="bld">2</span> [[begin]], ἐντεῦθεν Them.''Or.''9.120c: metaph., [[inaugurate]], τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.''BJ''2.6.2, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]36.2. | |Definition=<span class="bld">A</span> pf. πεπροοιμίασμαι Luc.''Nigr.''10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.''Po.''1460a10: pf. [[πεφροιμίασμαι]] in pass. sense (v. infr.):—[[make a prelude]], [[preamble]], or [[preface]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1354, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 4.2.5, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''723c; π. μακρῶς Arist.''Rh.''1416b33, cf. 1415b24, Phld. ''Rh.''1.56S., al.<br><span class="bld">II</span> c.acc., [[say by way of preface]], [[premise]], τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.''IT''1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.''La.''179a, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Char.Praef.''4; <b class="b3">τούτους… φροιμιάζομαι θεούς</b> [[begin by invoking]] them, A.''Eu.''20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.''Or.''13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1325b33; <b class="b3">ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ</b> ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.''EN'' 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.''Metaph.''995b5.<br><span class="bld">2</span> [[begin]], ἐντεῦθεν Them.''Or.''9.120c: metaph., [[inaugurate]], τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.''BJ''2.6.2, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]36.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:30, 21 November 2024
English (LSJ)
A pf. πεπροοιμίασμαι Luc.Nigr.10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.Po.1460a10: pf. πεφροιμίασμαι in pass. sense (v. infr.):—make a prelude, preamble, or preface, A.Ag.1354, X.Mem. 4.2.5, Pl.Lg.723c; π. μακρῶς Arist.Rh.1416b33, cf. 1415b24, Phld. Rh.1.56S., al.
II c.acc., say by way of preface, premise, τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.IT1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.La.179a, cf. Thphr. Char.Praef.4; τούτους… φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, A.Eu.20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.Or.13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα Arist.Pol.1325b33; ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.EN 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.Metaph.995b5.
2 begin, ἐντεῦθεν Them.Or.9.120c: metaph., inaugurate, τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.BJ2.6.2, cf. D.S.36.2.
German (Pape)
[Seite 737] dep. med., = φροιμιάζομαι, ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.
French (Bailly abrégé)
par contr. att. φροιμιάζομαι;
f. προοιμιάσομαι, ao. sans augm. προοιμιασάμην ou ἐφροιμιασάμην, pf. πεπροοιμίασμαι et πεφροιμίασμαι;
faire un préambule, un exorde ; avec un rég. dire en manière d'exorde ou de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; Pass. être composé ou dit en forme de préambule.
Étymologie: προοίμιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προοιμιάζομαι, spec. trag. en later ook φροιμιάζομαι [προοίμιον] aor. med. προοιμιασάμην, ἐπροοιμιασάμην en ptc. φροιμιασάμενος; aor. pass. (ἐ)προοιμιάσθην; perf. med.-pass. πεπροοιμίασμαι en πεφροιμίασμαι een inleiding houden, een voorspel spelen:; φροιμιάζονται γὰρ ὡς τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες de ouverture die ze spelen is als het ware een aanduiding van tirannie Aeschl. Ag. 1354; οἱ δοῦλοι... προοιμιάζονται slaven (komen niet terzake maar) blijven steken in inleidende woorden Aristot. Rh. 1415b24; onpers. perf. pass..; ὡς εὖ... κατὰ τῶν ῥητόρων νόμον πεπροοιμίασταί σοι wat heb jij mooi volgens de regels van de leraren in de retorica een inleiding gehouden Luc. 8.10; alg. beginnen. als inleiding geven, als eerste noemen: met acc..; τούτους ἐν εὐχαῖς προοιμιάζομαι θεούς ik begin met die goden aan te roepen in mijn gebeden Aeschl. Eum. 20; τί φροιμίαζῃ νεοχμόν; welk onheil leiden je woorden in? Eur. IT 1162; pass.. πεφροιμίασθω ταῦτα laat dat als inleiding dienen Aristot. EN 1095a12.
Russian (Dvoretsky)
προοιμιάζομαι: = προοιμιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
προοιμιάζομαι: μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. φροιμιάζομαι· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω προοίμιον ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., λέγω ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος λέγω, τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… φροιμιάζομαι θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· μετὰ δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· ταῦτα ἔστω πεφροιασμένα αὐτόθι 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., ἐγκαινίζω, τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α προοίμιον
κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω
μσν.-αρχ.
1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.
β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», Ευρ.)
2. προμηνύω, προαναγγέλλω («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)
αρχ.
1. αρχίζω την επίκλησή μου, αρχίζω να επικαλούμαι πρώτα («τούτους... φροιμιάζομαι θεούς», Αισχύλ.)
2. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).
Greek Monotonic
προοιμιάζομαι: Αττ. συνηρ. φροιμιάζομαι· μέλ. -άσομαι, παρακ. πεφροιμίασμαι· αποθ.· κάνω πρόλογο, προοίμιο, εισαγωγή, σε Αισχύλ., Ξεν.
II. με αιτ., λέω με μορφή προλόγου, προτάσσω, αναφέρω εισαγωγικά, φροιμιάζομαι θεούς, ξεκινώ με επίκληση σε αυτούς, σε Αισχύλ.· τίφροιμιάζῃ; σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, περφροιμιάσθω τοσαῦτα, άφησε τόσα πολλά να ειπωθούν εισαγωγικά, σε Αριστ.
Middle Liddell
Attic contr. φροιμιάζομαι fut. άσομαι perf. πεφροιμίασμαι
I. Dep.:— to make a prelude, preamble or preface, Aesch., Xen.
II. c. acc. to say by way of preface, premise, φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, Aesch.; τί φροιμιάζει; Eur.:—perf. in pass. sense, πεφροιμιάσθω τοσαῦτα let so much be said by way of preface, Arist. [from προοίμιον