μύουρος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b class="b3">; " to "; <b class="b3">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myouros
|Transliteration C=myouros
|Beta Code=mu/ouros
|Beta Code=mu/ouros
|Definition=(A), ον, ([[μῦς]], [[οὐρά]])<br><span class="bld">A</span> [[tapering]] (lit. [[mousetailed]]), of a non-carnivorous fish's [[στόμα]] (snout), [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''662a32, 697a1; of the [[αἱμόρροος]] ''ΙΙ'', ἐπ' εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου Nic.''Th.''287, cf. 225; ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.''NA''15.13<b class="b3">· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι</b> [[taper]] towards the tail, Philum.''Ven.''21.1, 27.1; <b class="b3">ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς</b> the [[tapering part]] of a horse's tail, ''Hippiatr.''55; <b class="b3">τὸ μείουρον</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τοῦ σπέρματος</b>) πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας ''Gp.''10.57.8, cf. 10.63.4; κάμαξ μύουρος Apollod.''Poliorc.''172.9 ([[varia lectio|v.l.]] [[μεί]]-), 182.6, cf. Ph.''Bel.''51.8 ([[μύ]]-), 83.20 (μεί-); πύργον… ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1; αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero *Deff.135.9 ([[varia lectio|v.l.]] μύ-) <b class="b3">; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους</b>, i.e. roughly, ib.8; <b class="b3">σφὴν μείουρος</b> Id.''*Stereom''.1.28; <b class="b3">λίθος μείουρος</b> ib.2.17 ([[varia lectio|v.l.]] [[μύ]]-), 59; <b class="b3">ξύλον μύουρον</b> Id.*Mens.8 (as [[substantive]] [[μείουρος]], ὁ, [[tapering prism]], Id.*Deff.133.2, ''*Geom''.3.24); ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27; <b class="b3">μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων</b>], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60; μύουρον σχῆμα Str.2.5.6, Apollod.''Poliorc.''181.3; [[μερίς]], [[τμῆμα]], [[γραμμή]], Str.11.11.7. Adv., συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">στίχοι μείουροι</b> 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.<br><span class="bld">3</span> of the pulse, [[dying away gradually]], Gal.8.480,524, 9.314. Adv. [[μυούρως]] ibid.<br><span class="bld">4</span> of an epic poem with only a single <b class="b3">μῦθος, ὥστε… βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι</b> it seems [[too short]], Arist.''Po.''1462b6; of periods, Id.''Rh.''1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both [[μυουρία]] and [[μειουρία]] are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. [[ἐρρηγεῖα]], [[κώδεια]], etc.: μῠ- Nic. ''Th.''225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. ''Th.''287.)<br /><br />(B), ἡ, a [[plant]],<br><span class="bld">A</span> [[mouse-tail]], Orib.''Fr.''52, Alex.Trall.8.2.<br><span class="bld">II</span> = [[σάμψυχον]], Ps.-Dsc.3.39.
|Definition=(A), ον, ([[μῦς]], [[οὐρά]])<br><span class="bld">A</span> [[tapering]] (lit. [[mousetailed]]), of a non-carnivorous fish's [[στόμα]] (snout), [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''662a32, 697a1; of the [[αἱμόρροος]] ''ΙΙ'', ἐπ' εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου Nic.''Th.''287, cf. 225; ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.''NA''15.13<b class="b3">· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι</b> [[taper]] towards the tail, Philum.''Ven.''21.1, 27.1; <b class="b3">ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς</b> the [[tapering part]] of a horse's tail, ''Hippiatr.''55; <b class="b3">τὸ μείουρον</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τοῦ σπέρματος</b>) πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας ''Gp.''10.57.8, cf. 10.63.4; κάμαξ μύουρος Apollod.''Poliorc.''172.9 ([[varia lectio|v.l.]] [[μεί]]-), 182.6, cf. Ph.''Bel.''51.8 ([[μύ]]-), 83.20 (μεί-); πύργον… ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1; αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero *Deff.135.9 ([[varia lectio|v.l.]] μύ-) ; <b class="b3">μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους</b>, i.e. roughly, ib.8; <b class="b3">σφὴν μείουρος</b> Id.''*Stereom''.1.28; <b class="b3">λίθος μείουρος</b> ib.2.17 ([[varia lectio|v.l.]] [[μύ]]-), 59; <b class="b3">ξύλον μύουρον</b> Id.*Mens.8 (as [[substantive]] [[μείουρος]], ὁ, [[tapering prism]], Id.*Deff.133.2, ''*Geom''.3.24); ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27; <b class="b3">μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων</b>], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60; μύουρον σχῆμα Str.2.5.6, Apollod.''Poliorc.''181.3; [[μερίς]], [[τμῆμα]], [[γραμμή]], Str.11.11.7. Adv., συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">στίχοι μείουροι</b> 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.<br><span class="bld">3</span> of the pulse, [[dying away gradually]], Gal.8.480,524, 9.314. Adv. [[μυούρως]] ibid.<br><span class="bld">4</span> of an epic poem with only a single <b class="b3">μῦθος, ὥστε… βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι</b> it seems [[too short]], Arist.''Po.''1462b6; of periods, Id.''Rh.''1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both [[μυουρία]] and [[μειουρία]] are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. [[ἐρρηγεῖα]], [[κώδεια]], etc.: μῠ- Nic. ''Th.''225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. ''Th.''287.)<br /><br />(B), ἡ, a [[plant]],<br><span class="bld">A</span> [[mouse-tail]], Orib.''Fr.''52, Alex.Trall.8.2.<br><span class="bld">II</span> = [[σάμψυχον]], Ps.-Dsc.3.39.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:58, 25 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύουρος Medium diacritics: μύουρος Low diacritics: μύουρος Capitals: ΜΥΟΥΡΟΣ
Transliteration A: mýouros Transliteration B: myouros Transliteration C: myouros Beta Code: mu/ouros

English (LSJ)

(A), ον, (μῦς, οὐρά)
A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA662a32, 697a1; of the αἱμόρροος ΙΙ, ἐπ' εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου Nic.Th.287, cf. 225; ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος) πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8, cf. 10.63.4; κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9 (v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 (μεί-); πύργον… ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1; αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero *Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as substantive μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24); ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60; μύουρον σχῆμα Str.2.5.6, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv., συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74.
2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.
3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. μυούρως ibid.
4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε… βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po.1462b6; of periods, Id.Rh.1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th.225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th.287.)

(B), ἡ, a plant,
A mouse-tail, Orib.Fr.52, Alex.Trall.8.2.
II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.

German (Pape)

[Seite 218] mäuseschwänzig, am Ende abgestumpft, spitz zngehend; στόμα, Arist. part. an. 3, 1. 4, 13; Nic. Th. 225; στοά, S. Emp. pvrrh. 1, 118 adv. math. 7, 244, vgl. μείουρος. – Ἡ μύουρος u. τὸ μύουρον sind Kräuter, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en forme de queue de rat, mince, effilé ; ἡ μύουρος queue de rat, plante.
Étymologie: μῦς, οὐρά.

Russian (Dvoretsky)

μύουρος:
1 заостренный, как мышиный хвост, т. е. суживающийся, конический (στόμα Arst.; στοά Sext.);
2 укороченный, кургузый, куцый (μῦθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μύουρος: -ον, συγκεκλεισμένος, στενός, ἐπὶ τοῦ στόματος τῶν ἰχθύων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνερρωγὸς στόμα, τῶν σαρκοβόρων ἰχθύων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 13., 4. 13, 22· σχῆμα δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον... ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ κάτω, καταλήγοντα εἰς ὀξύ, Παυσ. 10. 16, 1, πρβλ. Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 37A, Φίλων Βελοπ. 83B. 2) συγκεκομμένος, περικεκομμένος, κολοβός, ἐπὶ δραμάτων, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 13· ἐπὶ περιόδων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9· σφυγμὸς Γαλην. (Ἂν καὶ κατὰ τὸν τύπον ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ τὸν ἔχοντα μυὸς οὐράν, ὅμως κατὰ σημασίαν εἶναι ἁπλῶς = τῷ μείουρος, ὅπερ καὶ ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τῇ Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν δὲ Νικ. Θηρ. 287 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ μείουρος, ἀλλ’ ἐν Διον. Π. 405 μυουρίζοντι).

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, -ον)
αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια του σχοινιού
αρχ.
1. στενός, με στενό άνοιγμα
2. (για σφυγμό) αυτός που εξασθενεί βαθμηδόν
3. (για ποίημα ή περίοδο λόγου) αυτό που περιέχει έναν μόνο μύθο, το κολοβό, το περικεκομμένο
4. το αρσ. ως ουσ. το κωνοειδές σχήμα
5. φρ. «μείουρος στίχος»
μτφ. ο εξάμετρος που η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο από τους τελευταίους πόδες του είναι βραχεία αντί μακρά.
επίρρ...
μυούρως (Α)
(για σεισμό) με βαθμιαία εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάνουρος].
(II)
μύουρος, ἡ (Α)
1. είδος φυτού, πιθ. είδος κριθαριού
2. το φυτό σάμψυχον.

Greek Monotonic

μύουρος: -ον (οὐρά), αυτός που έχει ουρά όπως του ποντικιού· κολοβός, σε Αριστ.

Middle Liddell

μύ-ουρος, ον [οὐρα]
mouse-tailed: curtailed, Arist.