ἀναγκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγκαῖος''': -α, -ον, παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 1. 2., Πλάτ. Πολ. 554Α, κτλ.: ([[ἀνάγκη]]) ὁ ἐξ ἀνάγκης ἢ διὰ τῆς βίας ὢν ἢ γιγνόμενος. Ι. ἐνεργ. ὁ ἀναγκάζων, ὁ ἐπιβάλλων βίαν, μύθῳ ἀναγκαίῳ, «[[ἤγουν]] ἀναγκαστικῷ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 399· χρειοῖ [[ἀναγκαίη]], «διὰ χρείαν ἐπείγουσαν,» (Σχόλ.) Ἰλ. Θ. 57 · [[ἦμαρ]] ἀναγκ., ὡς τὸ δούλιον [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς βίας, τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ὃ ἔ. [[βίος]] δουλείας (οὐχὶ ὥς τινες ἑρμηνεύουσι, θανάτου), ΙΙ. 836· [[οὕτως]], ἀναγκαία [[τύχη]], ἡ [[τύχη]], ὁ [[κλῆρος]] τῆς δουλείας, Σοφ. Αἴ. 485, (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 803, ἡ αὐτὴ [[φράσις]] σημαίνει κατεπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἐν Ἠλ. 48, βίαιον θάνατον)· τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους, ἐκ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀρχῆς (τῆς διοικήσεως ἢ τῆς ἡγεμονίας) ἡμῶν, Θουκ. 5, 99· δεσμὸς ἀν. Θεοκρ. 24. 33· ἐξ ἀναγκαίου, ἐξ ἀνάγκης, Θουκ. 7. 60. 2) [[πειστικός]], [[ἰσχυρός]], πειθὼ Πλάτ. Σοφ. 265D· ἀποδείξεις ὁ αὐτ. Τίμ. 40Ε· διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Θουκ. 4. 60. ΙΙ. Παθ., ἐξηναγκασμένος, πεισθείς, πολεμισταὶ ἀναγκ., στρατιῶται διὰ τῆς βίας (θέλοντες ἢ μὴ θέλοντες), Ὀδ. Ω. 498· οὕτω, δμῶες ἀναγκ. [[αὐτόθι]] 210 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει χρειώδεις, ἀξιόπιστοι, χρήσιμοι, ἴδε κατωτέρ. 6): - [[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας. 2) [[λυπηρός]], [[ἀνιαρός]], Θεογν. 297, 472. 3) [[ἀναγκαῖος]] (φυσικῶς ἢ ἠθικῶς), οὐκ ἀναγκ., μὴ [[ἀναγκαῖος]]· [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. (περὶ τῶν διαφόρων τῆς λέξεως σημασιῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, καὶ πρβλ. τὸ οὐσ. [[ἀνάγκη]] Ι. 2. γ), ἀναγκαῖόν [ἐστι], ὡς τὸ [[ἀνάγκη]] ἐστί, [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νά..., Σοφ. Φ. 1317, κτλ.· γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, μετ’ ἀπαρ., Ἡροδ. 3. 65· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μ. ἀπαρ., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, [[εἶναι]] ἀναγκαῖαι ἢ [[ἀνάγκη]] νὰ γίνωνται, Πλάτ. Γοργ. 449Β· ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην [[εἶναι]] τρέπεσθαι ὁ αὐτ. Σοφ. 242Β· τῶν μαθημάτων ὅσα ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι προμανθάνειν, ὅσα [[εἶναι]] ἀναγκαῖα εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἔχωμεν μάθῃ πρότερον, νὰ τὰ προμανθάνωμεν, ὁ αὐτ. Νόμ. 643C. 4) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς π.χ. ἡ [[τροφή]], ὁ [[ὕπνος]] κτλ. Πλάτ. Νόμ. 848Α, κτλ., Ξεν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ πράγματα ἔχοντα ὡρισμένα καὶ ἀναγκαῖα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. Ἀπομν. Ι. 1. 6· καί, τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκ., ἡ ὡρισμένη [[τάξις]] τῶν πραγμάτων, οἱ τῆς φύσεως νόμοι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 36· θεῶν [[ἀναγκαῖον]] τόδε Εὐρ. Ἑκ. 584, πρβλ. Φοίν. 1000. 5) ὁ ἀπολύτως [[ἀναγκαῖος]], [[ἀπαραίτητος]], ὁ [[μόλις]] ἀρκῶν, [[δέμνιον]] Εὐρ. Ὀρ. 230· ἀν. [[τροφή]], ἡ καθ᾿ ἡμέραν, Θουκ. 1. 2· τὰ ἀν. Ἀντιφῶν 125. 24· τὰ ἀν. τοῦ βίου Ἰσοκρ. 48D· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], τὸ ἐλάχιστον [[ὕψος]] τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολύτως [[ἀναγκαῖον]], Θουκ. 1. 90, πρβλ. 6. 37· οὐδὲ τὰ ἀναγκ. ἐξικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 70· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], ὁ [[ἐλάχιστος]] [[συνοικισμός]], [[ὅστις]] θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Πλάτ. Πολ. 369D· ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 12· αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾿ εἰπεῖν, νὰ εἴπῃ τις ὅσα [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἀναγκαῖα, νὰ δώσῃ μίαν ἁπλῆν περίληψιν τῶν κυριωτάτων γεγονότων, Δημ. 269. 14, πρβλ. 284. 20. 6) ἐπὶ προσ. συνδεδεμένων δι᾿ ἀναγκαίων [[ἤτοι]] φυσικῶν δεσμῶν, ὃ ἐ. συγγενευόντων δι᾿ αἵματος, συγγενῶν δηλ., Ἀντιφῶν 112. 3, Πλάτ. Πολ. 574Β· ἀναγκ. δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 533: ‒ οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οἱ συγγενεῖς, ἡ ὅλη [[συγγένεια]], Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· ἀναγκ. φίλοι Εὐρ. Ἀνδρ. 671· συγγενεῖς καὶ ἀναγκ. Δημ. 434. 20· τοὺς συγγενεῖς [[αὐτοῦ]] καὶ ἀναγκ. φίλους Πράξ. Ἀποστ. ιʹ, 24. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -ως, ἀναγκαίως, κατ᾿ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας ἢ καταναγκαστικῶς, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει νὰ ἔχῃ οὕτω, Ἡρόδ. 1. 89, Αἰσχύλ. Χο. 239, Σοφ. Τρ. 723, Πλάτ., κτλ., ἀναγκ. ἔχει μοι ποιέειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 8. 140, 1, καὶ ἀλλ., ἀναγκ. φέρειν, ὅσον [[καλῶς]] δύναταί τις, ὅσον ἠμπορεῖ κανείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνδρείως, Θουκ. 2. 64. 2) γελοίως τε καὶ ἀναγκ. λέγειν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]], Πλάτ. Πολ. 527Α, πρβλ. Τίμ. 69D, καὶ ἀλλ.: πτωχῶς μέν, ἀλλ᾿ ἀναγκ. Βαβρ. 55. 2: ‒ ὑπερθ. ἀναγκαιότατα Πλάτ. Φίλ. 40C. IV. [[ἀναγκαῖον]], τό, ἴδε ἐν λέξει.
|lstext='''ἀναγκαῖος''': -α, -ον, παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 1. 2., Πλάτ. Πολ. 554Α, κτλ.: ([[ἀνάγκη]]) ὁ ἐξ ἀνάγκης ἢ διὰ τῆς βίας ὢν ἢ γιγνόμενος. Ι. ἐνεργ. ὁ ἀναγκάζων, ὁ ἐπιβάλλων βίαν, μύθῳ ἀναγκαίῳ, «[[ἤγουν]] ἀναγκαστικῷ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 399· χρειοῖ [[ἀναγκαίη]], «διὰ χρείαν ἐπείγουσαν,» (Σχόλ.) Ἰλ. Θ. 57 · [[ἦμαρ]] ἀναγκ., ὡς τὸ δούλιον [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς βίας, τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ὃ ἔ. [[βίος]] δουλείας (οὐχὶ ὥς τινες ἑρμηνεύουσι, θανάτου), ΙΙ. 836· [[οὕτως]], ἀναγκαία [[τύχη]], ἡ [[τύχη]], ὁ [[κλῆρος]] τῆς δουλείας, Σοφ. Αἴ. 485, (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 803, ἡ αὐτὴ [[φράσις]] σημαίνει κατεπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἐν Ἠλ. 48, βίαιον θάνατον)· τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους, ἐκ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀρχῆς (τῆς διοικήσεως ἢ τῆς ἡγεμονίας) ἡμῶν, Θουκ. 5, 99· δεσμὸς ἀν. Θεοκρ. 24. 33· ἐξ ἀναγκαίου, ἐξ ἀνάγκης, Θουκ. 7. 60. 2) [[πειστικός]], [[ἰσχυρός]], πειθὼ Πλάτ. Σοφ. 265D· ἀποδείξεις ὁ αὐτ. Τίμ. 40Ε· διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Θουκ. 4. 60. ΙΙ. Παθ., ἐξηναγκασμένος, πεισθείς, πολεμισταὶ ἀναγκ., στρατιῶται διὰ τῆς βίας (θέλοντες ἢ μὴ θέλοντες), Ὀδ. Ω. 498· οὕτω, δμῶες ἀναγκ. [[αὐτόθι]] 210 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει χρειώδεις, ἀξιόπιστοι, χρήσιμοι, ἴδε κατωτέρ. 6): - [[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας. 2) [[λυπηρός]], [[ἀνιαρός]], Θεογν. 297, 472. 3) [[ἀναγκαῖος]] (φυσικῶς ἢ ἠθικῶς), οὐκ ἀναγκ., μὴ [[ἀναγκαῖος]]· [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. (περὶ τῶν διαφόρων τῆς λέξεως σημασιῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, καὶ πρβλ. τὸ οὐσ. [[ἀνάγκη]] Ι. 2. γ), ἀναγκαῖόν [ἐστι], ὡς τὸ [[ἀνάγκη]] ἐστί, [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νά..., Σοφ. Φ. 1317, κτλ.· γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, μετ’ ἀπαρ., Ἡροδ. 3. 65· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μ. ἀπαρ., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, [[εἶναι]] ἀναγκαῖαι ἢ [[ἀνάγκη]] νὰ γίνωνται, Πλάτ. Γοργ. 449Β· ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην [[εἶναι]] τρέπεσθαι ὁ αὐτ. Σοφ. 242Β· τῶν μαθημάτων ὅσα ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι προμανθάνειν, ὅσα [[εἶναι]] ἀναγκαῖα εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἔχωμεν μάθῃ πρότερον, νὰ τὰ προμανθάνωμεν, ὁ αὐτ. Νόμ. 643C. 4) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς π.χ. ἡ [[τροφή]], ὁ [[ὕπνος]] κτλ. Πλάτ. Νόμ. 848Α, κτλ., Ξεν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ πράγματα ἔχοντα ὡρισμένα καὶ ἀναγκαῖα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. Ἀπομν. Ι. 1. 6· καί, τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκ., ἡ ὡρισμένη [[τάξις]] τῶν πραγμάτων, οἱ τῆς φύσεως νόμοι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 36· θεῶν [[ἀναγκαῖον]] τόδε Εὐρ. Ἑκ. 584, πρβλ. Φοίν. 1000. 5) ὁ ἀπολύτως [[ἀναγκαῖος]], [[ἀπαραίτητος]], ὁ [[μόλις]] ἀρκῶν, [[δέμνιον]] Εὐρ. Ὀρ. 230· ἀν. [[τροφή]], ἡ καθ᾿ ἡμέραν, Θουκ. 1. 2· τὰ ἀν. Ἀντιφῶν 125. 24· τὰ ἀν. τοῦ βίου Ἰσοκρ. 48D· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], τὸ ἐλάχιστον [[ὕψος]] τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολύτως [[ἀναγκαῖον]], Θουκ. 1. 90, πρβλ. 6. 37· οὐδὲ τὰ ἀναγκ. ἐξικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 70· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], ὁ [[ἐλάχιστος]] [[συνοικισμός]], [[ὅστις]] θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Πλάτ. Πολ. 369D· ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 12· αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾿ εἰπεῖν, νὰ εἴπῃ τις ὅσα [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἀναγκαῖα, νὰ δώσῃ μίαν ἁπλῆν περίληψιν τῶν κυριωτάτων γεγονότων, Δημ. 269. 14, πρβλ. 284. 20. 6) ἐπὶ προσ. συνδεδεμένων δι᾿ ἀναγκαίων [[ἤτοι]] φυσικῶν δεσμῶν, ὃ ἐ. συγγενευόντων δι᾿ αἵματος, συγγενῶν δηλ., Ἀντιφῶν 112. 3, Πλάτ. Πολ. 574Β· ἀναγκ. δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 533: ‒ οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οἱ συγγενεῖς, ἡ ὅλη [[συγγένεια]], Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· ἀναγκ. φίλοι Εὐρ. Ἀνδρ. 671· συγγενεῖς καὶ ἀναγκ. Δημ. 434. 20· τοὺς συγγενεῖς [[αὐτοῦ]] καὶ ἀναγκ. φίλους Πράξ. Ἀποστ. ιʹ, 24. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -ως, ἀναγκαίως, κατ᾿ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας ἢ καταναγκαστικῶς, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει νὰ ἔχῃ οὕτω, Ἡρόδ. 1. 89, Αἰσχύλ. Χο. 239, Σοφ. Τρ. 723, Πλάτ., κτλ., ἀναγκ. ἔχει μοι ποιέειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 8. 140, 1, καὶ ἀλλ., ἀναγκ. φέρειν, ὅσον [[καλῶς]] δύναταί τις, ὅσον ἠμπορεῖ κανείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνδρείως, Θουκ. 2. 64. 2) γελοίως τε καὶ ἀναγκ. λέγειν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]], Πλάτ. Πολ. 527Α, πρβλ. Τίμ. 69D, καὶ ἀλλ.: πτωχῶς μέν, ἀλλ᾿ ἀναγκ. Βαβρ. 55. 2: ‒ ὑπερθ. ἀναγκαιότατα Πλάτ. Φίλ. 40C. IV. [[ἀναγκαῖον]], τό, ἴδε ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui contraint : [[μῦθος]] [[ἀναγκαῖος]] OD parole de contrainte ; χρειὼ [[ἀναγκαῖος]] IL nécessité urgente ; [[ἀναγκαῖον]] [[ἦμαρ]] IL le jour de la servitude ; ἀναγκαία [[τύχη]] la nécessité, la force, la captivité, la servitude ; τὸ [[ἀναγκαῖον]] maison de force, prison;<br /><b>2</b> nécessaire : ἀναγκαῖόν ἐστι avec l’inf. il est nécessaire de ; τὰ ἀναγκαῖα [[τοῦ]] βίου, <i>abs.</i> τὰ ἀναγκαῖα les besoins de la vie (nourriture, sommeil, <i>etc.) ou</i> la nécessité des choses ; indispensable ; τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]] THC la hauteur strictement nécessaire;<br /><b>3</b> parent par le sang;<br /><b>II.</b> contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάγκη]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαῖος Medium diacritics: ἀναγκαῖος Low diacritics: αναγκαίος Capitals: ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ
Transliteration A: anankaîos Transliteration B: anankaios Transliteration C: anagkaios Beta Code: a)nagkai=os

English (LSJ)

α, ον, in Att. also ος, ον Th.1.2, Pl.R.554a, etc.:

   A of, with, or by force:    I Act., constraining, applying force, μῦθος ἀ. a word of force, Od.17.399; χρειὼ ἀ. urgent necessity, Il.8.57; ἦμαρ ἀ. day of constraint, i.e. life of slavery, 16.836; ἀ. τύχη a doom imposed by fate, or fateful chance, S.Aj.485, cf. 803 (but, fatal chance, Id.El.48); πᾶν γὰρ ἀ. χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυ Thgn.472, cf. 297, E.Or.230; τῆς ἀρχῆς τῷ ἀ. παροξυνομένους by the compulsory nature of our rule, Th.5.99; δεσμὸς ἀ. Theoc.24.33; ἐξ ἀναγκαίου under stress of circumstances, Th.7.60.    2 forcible, cogent, πειθώ Pl.Sph.265d; ἀποδείξεις Ti.40e; διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Th.4.60; τὰ-ότερα τῶν ἀντιγράφων the more authoritative copies, Sch.S. OC390.    II Pass., constrained, forced, twice in Od., πολεμισταὶ ἀ. soldiers perforce, Od.24.499; so δμῶες ἀ. ib.210 (where however Eust. expl. it χρειώδεις trusty, serviceable, v. infr. 6).    2 necessary (physically or morally), οὐκ ἀ. unnecessary (on its diff. senses in philosophy v. Arist.Metaph. 1015a20ff.), ἀ. [ἐστί] it is necessary to... S.Ph.1317, etc.; γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, c. inf., Hdt.3.65; ἀ. κακόν a necessary evil, Men.651, cf. Hybreasap.Str.14.2.24: also c. inf., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι διὰ μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Pl.Grg. 449b; ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην εἶναι τρέπεσθαι Sph.242b; [μαθήματα] ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι necessary for us to have learnt them before, Lg.643c.    3 τὰ ἀ. necessaries of life, Antipho 4.1.2, Pl.Lg.848a; τὰ ἀ. τοῦ βίου Isoc.4.40; ἀ. τροφή Th.1.2.    b τὰ ἀ. things necessary to be done, X.Mem.1.1.6; τὰ ἐκ θεοῦ ἀ. the appointed order of things, HG 1.7.33; θεῶν ἀναγκαῖον τόδε E.Hec.584 codd.: τὸ ἀ., = ἀνάγκη, Arist. Ph.200a31.    4 indispensable, i. e. a bare minimum, freq. in Sup., τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος the least height that was absolutely necessary, Th.1.90; ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις the least that could be called a city, Pl.R.369d; ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Arist.Pol. 1291a12; αὐτὰ τἀναγκαιότατ' εἰπεῖν give a bare outline of the facts, D.18.126, cf. 168; ἡ ἀ. συγγένεια the most distant degree of kinship recognized by law, 44.26: less freq. in Posit., οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Th.1.70: hence, scanty, makeshift, παρασκευή 6.37.    5 of persons, connected by necessary or natural ties, i. e. related by blood, Antipho 1.4, Pl.R.574b; ἀ. δόμοις E.Alc.533; οἱ ἀ. kinsfolk, X.An.2.4.1; ἀ. φίλοι E.Andr.671; συγγενεῖς καὶ ἀ. ἄνθρωποι D.19.290; τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἀ. φίλους Act.Ap.10.24, cf. PFlor.2.142.2 (iii A. D.).    6 Astrol., efficacious, Vett.Val.63.1 (Comp.): ἀ. γραμμή line of fate, Cat.Cod.Astr.7.238.    7 costly, ὄξος POxy.1870 (v A. D.); ἐσθής Suid. s.v. βεστιάριον.    III Adv. -ως of necessity, perforce, ἀ. ἔχει it must be so, Hdt.1.89, A.Ch.239, S.Tr.723, Pl. Phd.91e, etc.; ἀ. ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα Hdt.8.140.ά, al.; ἀ. φέρειν, opp. ἀνδρείως, Th.2.64; as best might be, Pl. Ti.69d.    2 γελοίως καὶ ἀ. λέγειν in a narrow sense (cf. 11.4, but prob. with play on 111.1), Id.R.527a; πτωχῶς μέν, ἀλλ' ἀ. Babr.55.2:—Sup. ἀναγκαιότατα, λέγεις Pl.Phlb.40c.    3 strictly, κελεύειν OGI669.41 (i A. D.).    IV οἱ ἀ. τόποι privy parts, Vett.Val.113.9.    V ἀναγκαῖον, τό, v. sub v.

German (Pape)

[Seite 183] bei den Attikern oft auch 2 End., Thuc. 1, 2; Plat. Rep. VIII, 559 a u. sonst; 1) zwingend, nöthigend, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender Noth, Il. 8, 57; μῦθος ἀν., ein Machtspruch, dem man gehorchen muß, Od. 17, 399; ἦμαρ ἀν., = δούλιον, der Zwingtag, der Freie zu Knechten macht, Il. 16, 836, wie bei Soph. Ai. 480 τύχη ἀναγκαία, das Sklavenloos; vgl. Eur. I. A. 511; λόγοι El. 293; πειθώ, d. i. unwiderstehliche Ueberredung, Plat. Soph. 265 d; δεσμὸς ἀν., hemmende Fessel, Theocr. 24, 33; χαλινός Tryph. 97; τὸ ἀναγκαῖον, das Gefängniß, Xen. Hell. 5, 4, 18, welches die alten Gramm. als Eigenthümlich Keit. bemerken. – 2) gezwungen, Hom. Od. 24, 210 δμῶες ἀναγκαῖοι, wo jedoch Einige χρειώδεις: nützliche, unentbehrliche erklärten, s. Scholl.; 24, 499 ἀναγκαῖοι πολεμισταί, wo beide Erklärungen in den Scholl. wiederkehren; auch aw unangenehm, peinlich, Theogn. 291. 464. – 3) physische Verbindlichkeit in sich schließend, nothwendig, τὰ ἀναγκαῖα, Naturbedürfnisse, wie Schlaf, Nahrung, Ausleerungen, Xen. Cyr. 8, 8, 11; ἰέναι ἐπὶ τὰ ἀν. 1, 6, 36; τροφὴ ἀν. Plat. Legg. VIII, 848 a; τὰ ἀν., das nach einer Schicksalsnothwendigkeit gewiß Geschehende, Xen. Mem. 1, 1, 6, im Ggstz von ἄδηλα, ὅπως ἂν ἀποβήσοιτο; τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα, die von Gott bestimmte Ordnung der Dinge, Naturnothwendigkeit, Hell. 1, 7, 10; θάνατος πᾶσι κοινὸς καὶ ἀναγκαῖος An. 3, 1, 43. Dah. unentbehrlich, μαθήματα Plat. Legg. I, 643 c; πόσεις Xen. Lac. 5, 4; auch = αἰδοῖον, Artemid. 1, 45; τὸ ἀν., die Noth, Thuc. 5, 99; ὅπλισις, nothdürftige Bewaffnung, 5, 8, wie ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους 1, 90; ἡ πόλις ἀναγκαιοτάτη εἴη ἂν ἐκ τεττάρων ἢ πέντε ἀνδρῶν, die nothdürftigste Stadt, Plat. Rep. II, 369 d. Häufig ἀναγκαῖόν ἐστι, es ist durchaus nothwendig, mit darauf folgendem inf., wofür auch Plat. Soph. 242 b τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν εἶναι τρέπεσθαι, es sei nothwendig, daß wir diesen Weg einschlagen; vgl. Legg. I, 643 c. – 4) blutsverwandt, wie necessarius, μήτηρ, πατήρ, Plat. Rep. IX, 574 b u. sonst; vgl. Philem. Stob. Fl. 108, 33. – Adv. ἀναγκαίως, nothwendiger Weise, ἀναγκαίως μοι ἔχει οὕτω ποιεῖν, ich muß so handeln, Her. 8, 140, vgl. 1, 89; ἀναγκαίως ἔχει, es ist nothwendig, Aesch. Ch. 237; Soph. Tr. 270; Eur. Herc. Fur. 859; Her. 1, 89. 8, 140; ἀν. ἔχω Lys. 6, 35. Einen compar. ἀναγκαιέστερον hat Epicharm. bei Eust. Od. 1441, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαῖος: -α, -ον, παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 1. 2., Πλάτ. Πολ. 554Α, κτλ.: (ἀνάγκη) ὁ ἐξ ἀνάγκης ἢ διὰ τῆς βίας ὢν ἢ γιγνόμενος. Ι. ἐνεργ. ὁ ἀναγκάζων, ὁ ἐπιβάλλων βίαν, μύθῳ ἀναγκαίῳ, «ἤγουν ἀναγκαστικῷ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 399· χρειοῖ ἀναγκαίη, «διὰ χρείαν ἐπείγουσαν,» (Σχόλ.) Ἰλ. Θ. 57 · ἦμαρ ἀναγκ., ὡς τὸ δούλιον ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς βίας, τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ὃ ἔ. βίος δουλείας (οὐχὶ ὥς τινες ἑρμηνεύουσι, θανάτου), ΙΙ. 836· οὕτως, ἀναγκαία τύχη, ἡ τύχη, ὁ κλῆρος τῆς δουλείας, Σοφ. Αἴ. 485, (ἀλλ’ αὐτόθι 803, ἡ αὐτὴ φράσις σημαίνει κατεπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἐν Ἠλ. 48, βίαιον θάνατον)· τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους, ἐκ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀρχῆς (τῆς διοικήσεως ἢ τῆς ἡγεμονίας) ἡμῶν, Θουκ. 5, 99· δεσμὸς ἀν. Θεοκρ. 24. 33· ἐξ ἀναγκαίου, ἐξ ἀνάγκης, Θουκ. 7. 60. 2) πειστικός, ἰσχυρός, πειθὼ Πλάτ. Σοφ. 265D· ἀποδείξεις ὁ αὐτ. Τίμ. 40Ε· διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Θουκ. 4. 60. ΙΙ. Παθ., ἐξηναγκασμένος, πεισθείς, πολεμισταὶ ἀναγκ., στρατιῶται διὰ τῆς βίας (θέλοντες ἢ μὴ θέλοντες), Ὀδ. Ω. 498· οὕτω, δμῶες ἀναγκ. αὐτόθι 210 (ἔνθα ὅμως ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει χρειώδεις, ἀξιόπιστοι, χρήσιμοι, ἴδε κατωτέρ. 6): - οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας. 2) λυπηρός, ἀνιαρός, Θεογν. 297, 472. 3) ἀναγκαῖος (φυσικῶς ἢ ἠθικῶς), οὐκ ἀναγκ., μὴ ἀναγκαῖος· συχν. παρ’ Ἀττ. (περὶ τῶν διαφόρων τῆς λέξεως σημασιῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, καὶ πρβλ. τὸ οὐσ. ἀνάγκη Ι. 2. γ), ἀναγκαῖόν [ἐστι], ὡς τὸ ἀνάγκη ἐστί, εἶναι ἀνάγκη νά..., Σοφ. Φ. 1317, κτλ.· γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, μετ’ ἀπαρ., Ἡροδ. 3. 65· - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν χρήσει, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μ. ἀπαρ., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, εἶναι ἀναγκαῖαι ἢ ἀνάγκη νὰ γίνωνται, Πλάτ. Γοργ. 449Β· ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην εἶναι τρέπεσθαι ὁ αὐτ. Σοφ. 242Β· τῶν μαθημάτων ὅσα ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι προμανθάνειν, ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἔχωμεν μάθῃ πρότερον, νὰ τὰ προμανθάνωμεν, ὁ αὐτ. Νόμ. 643C. 4) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς π.χ. ἡ τροφή, ὁ ὕπνος κτλ. Πλάτ. Νόμ. 848Α, κτλ., Ξεν.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ πράγματα ἔχοντα ὡρισμένα καὶ ἀναγκαῖα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. Ἀπομν. Ι. 1. 6· καί, τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκ., ἡ ὡρισμένη τάξις τῶν πραγμάτων, οἱ τῆς φύσεως νόμοι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 36· θεῶν ἀναγκαῖον τόδε Εὐρ. Ἑκ. 584, πρβλ. Φοίν. 1000. 5) ὁ ἀπολύτως ἀναγκαῖος, ἀπαραίτητος, ὁ μόλις ἀρκῶν, δέμνιον Εὐρ. Ὀρ. 230· ἀν. τροφή, ἡ καθ᾿ ἡμέραν, Θουκ. 1. 2· τὰ ἀν. Ἀντιφῶν 125. 24· τὰ ἀν. τοῦ βίου Ἰσοκρ. 48D· τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος, τὸ ἐλάχιστον ὕψος τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαῖον, Θουκ. 1. 90, πρβλ. 6. 37· οὐδὲ τὰ ἀναγκ. ἐξικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 70· ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις, ὁ ἐλάχιστος συνοικισμός, ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομασθῇ πόλις, Πλάτ. Πολ. 369D· ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 12· αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾿ εἰπεῖν, νὰ εἴπῃ τις ὅσα εἶναι ἁπλῶς ἀναγκαῖα, νὰ δώσῃ μίαν ἁπλῆν περίληψιν τῶν κυριωτάτων γεγονότων, Δημ. 269. 14, πρβλ. 284. 20. 6) ἐπὶ προσ. συνδεδεμένων δι᾿ ἀναγκαίων ἤτοι φυσικῶν δεσμῶν, ὃ ἐ. συγγενευόντων δι᾿ αἵματος, συγγενῶν δηλ., Ἀντιφῶν 112. 3, Πλάτ. Πολ. 574Β· ἀναγκ. δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 533: ‒ οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οἱ συγγενεῖς, ἡ ὅλη συγγένεια, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· ἀναγκ. φίλοι Εὐρ. Ἀνδρ. 671· συγγενεῖς καὶ ἀναγκ. Δημ. 434. 20· τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἀναγκ. φίλους Πράξ. Ἀποστ. ιʹ, 24. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -ως, ἀναγκαίως, κατ᾿ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας ἢ καταναγκαστικῶς, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει νὰ ἔχῃ οὕτω, Ἡρόδ. 1. 89, Αἰσχύλ. Χο. 239, Σοφ. Τρ. 723, Πλάτ., κτλ., ἀναγκ. ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα Ἡρόδ. 8. 140, 1, καὶ ἀλλ., ἀναγκ. φέρειν, ὅσον καλῶς δύναταί τις, ὅσον ἠμπορεῖ κανείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνδρείως, Θουκ. 2. 64. 2) γελοίως τε καὶ ἀναγκ. λέγειν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 527Α, πρβλ. Τίμ. 69D, καὶ ἀλλ.: πτωχῶς μέν, ἀλλ᾿ ἀναγκ. Βαβρ. 55. 2: ‒ ὑπερθ. ἀναγκαιότατα Πλάτ. Φίλ. 40C. IV. ἀναγκαῖον, τό, ἴδε ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. 1 qui contraint : μῦθος ἀναγκαῖος OD parole de contrainte ; χρειὼ ἀναγκαῖος IL nécessité urgente ; ἀναγκαῖον ἦμαρ IL le jour de la servitude ; ἀναγκαία τύχη la nécessité, la force, la captivité, la servitude ; τὸ ἀναγκαῖον maison de force, prison;
2 nécessaire : ἀναγκαῖόν ἐστι avec l’inf. il est nécessaire de ; τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, abs. τὰ ἀναγκαῖα les besoins de la vie (nourriture, sommeil, etc.) ou la nécessité des choses ; indispensable ; τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος THC la hauteur strictement nécessaire;
3 parent par le sang;
II. contraint, forcé.
Étymologie: ἀνάγκη.