γάμος: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> union, <i>d’où</i><br /><b>1</b> union légitime, mariage : [[εἰς]] γάμον τινὸς [[ἐλθεῖν]] EUR épouser qqn ; ἄγειν τινὰ ἐπὶ γάμῳ XÉN <i>ou</i> πρὸς γάμον PLUT <i>m. sign., litt.</i> emmener une femme pour l’épouser ; <i>souv. au plur. (cf. lat.</i> nuptiae);<br /><b>2</b> union, relations intimes, sans idée de mariage;<br /><b>II.</b> fêtes d’un mariage, noces : γάμον τεύχειν OD <i>ou</i> ἀρτύειν OD préparer la célébration d’un mariage ; <i>particul.</i> festin pour un mariage, repas de noces : γάμον δαινύναι OD faire un repas de noces;<br /><b>III.</b> <i>p. ext. synon. d’</i>épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Γα, engendrer : v. [[γίγνομαι]], [[γένος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> union, <i>d’où</i><br /><b>1</b> union légitime, mariage : [[εἰς]] γάμον τινὸς [[ἐλθεῖν]] EUR épouser qqn ; ἄγειν τινὰ ἐπὶ γάμῳ XÉN <i>ou</i> πρὸς γάμον PLUT <i>m. sign., litt.</i> emmener une femme pour l’épouser ; <i>souv. au plur. (cf. lat.</i> nuptiae);<br /><b>2</b> union, relations intimes, sans idée de mariage;<br /><b>II.</b> fêtes d’un mariage, noces : γάμον τεύχειν OD <i>ou</i> ἀρτύειν OD préparer la célébration d’un mariage ; <i>particul.</i> festin pour un mariage, repas de noces : γάμον δαινύναι OD faire un repas de noces;<br /><b>III.</b> <i>p. ext. synon. d’</i>épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Γα, engendrer : v. [[γίγνομαι]], [[γένος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[marriage]], [[wedding]], [[marriage]]-[[feast]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A wedding, Il.5.4.29, al.; γάμοι εἰλαπίναι τε 18.491; γάμον τεύχειν furnish forth a wedding, Od. 1.277; γ. δαινύναι 4.3; ἀρτύειν ib.770; γάμον ποιεῖν Herod.7.86, Test.Epict.2.19: pl., γάμους διττοὺς ἑστιᾶν Is.8.9; of a single wedding, οἰκοσίτους τοὺς γ. ποιεῖσθαι Men.450; γάμους ποιεῖν D.30.21, Ev.Matt.22.2; ἐπιτελεῖν γ. τῆς θυγατρός Arist.Fr.549, cf. D.S.13.84; οἱ κεκλημένοι εἰς τοὺς γ. Diph. 17.2; ἐν τοῖς γ. ἄκλητος εἰσδεδυκέναι Apollod.Car.24. II marriage, wedlock, Il.13.382, etc.; ἄγειν [γυναῖκα] ἐπὶ γάμῳ X.An.2.4.8; ἀγαγέσθαι τινὰ πρὸς γάμον Plu.Cat.Ma.24; τὸν Οἰνέως γ. the marriage granted by O., S.Tr.792; γ. θεῶν τινος E.Tr.979, cf. IT25; εἰς γ. τινὸς ἐλθεῖν Id.IA1044 (lyr.); more freq. in pl., A.Pr.558 (lyr.), 739 (lyr.), Ag.1156 (lyr.), etc.; cf. γαμέω 1: also τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, i.e. prostitution, D.18.129; Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους, i.e. rape, E.Hel.190 (lyr.); of unlawful wedlock, as of Paris and Helen, Id.Tr. 932; γάμοι ἄρρενες Luc.VH1.22; γ. ἀνδρεῖοι Procop.Arc.16.23:—E. Andr.103, X. Cyr.8.4.19, do not establish the sense of a wife; for E.Tr.357, v. γαμέω 1.1. III ἱερὸς γ. ritual marriage, Men.320, Hsch., EM468.56; as a nickname, Anaxandr.34.2; name of play by Ale.Com. IV Pythag. name for three, Theol.Ar.16; for five, Plu.2.388c; for six, Theo Sm.p.102H., Theol.Ar.33. V Γάμος personified, Philox.13, Lib.Or.5.27. VI name of month at Epidaurus, IG4.1485,1492. (Perh. akin to Skt. jāmís 'brother or sister', Lat. geminus.)
German (Pape)
[Seite 473] ὁ, die Hochzeit, die Ehe, von Hom. an überall; sowohl die Hochzeitsfeier, als das Beilager, als der Zustand der dauernden Ehe, welche Bedeutungen sich oft nicht sondern lassen; Hom. Iliad. 18, 491 ἐν τῇ (πόλει) μέν ῥα γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε, νύμφας δ' ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ' ὑμέναιος ὀρώρει κτἑ., die einzige Stelle, in welcher bei Hom. der plural. erscheint; Odyss. 1, 226 τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν; 11, 415 ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ; 19, 137 οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν; 20, 341 οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον; 2, 205 ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον; 19, 157 ἐκφυγέειν γάμον; 4, 770 γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια ἀρτύει; 2, 196 οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα; Iliad. 19, 299 δαίσειν δὲ γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσιν; Odyss. 4, 3 τὸν δ' εὗρον δαινύντα γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν υἱέος ἠδὲ θυγατρὸς ἀμύμονος ᾡ ἐνὶ οἴκῳ; 4, 7 τοῖσιν δὲ θεοὶ γάμον ἐξετέλειον; 6, 66 αἴδετο γὰρ θαλερὸν γάμον ἐξονομῆναι πατρὶ φίλῳ; 6, 288 πρίν γ' ἀμφάδιον γάμον ἐλθεῖν; 15, 126 πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην; 20, 74 κούρῃς αἰτήσουσα τέλος θαλεροῖο (v. l. γλυκεροῖο) γάμοιο, genitiv. definitivus, das τέλος ist ebender γάμος, Scholl. τέλος θαλεροῖογάμοιο: περιφραστικῶς τὸν γάμον. – Eben so bei den Folgenden: 1) Hochzeitsfeier, -schmaus, Prosa, ἑστιᾶν, ποιεῖν, θύειν. – 2) Vermählung, Beilager; auch bloß sinnlich aufgefaßt, Beischlaf, auch außerehelicher, Dem. 18, 129 u. Sp. – 3) die Ehe, Heirath, λαμβάνειν γάμον τινός Eur. Hel. 1602; ἄγειν γυναῖκα ἐπὶ γάμῳ Xen. An. 2, 4, 8; πρὸς γάμον Plut. Cat. mai. 24; γάμους ποιεῖσθαι, = γαμεῖν, oft bes. Sp. – Mit »Ehefrau« übersetzt man unnöthig Ἰλίῳ Πάρις οὐ γάμον ἀλλά τιν' ἄταν ἠγάγετ' Ἑλέναν Eur. Andr. 103 u. γάμον λαβεῖν γενναῖον Plut. Arist. et Cat. 6, wie γάμον ἐπιφανῆ λαβεῖν D. Hal. 3, 1. – Ueber ἱερὸς γάμος s. Anaxandr. Ath. VI, 242 d u. Mein. III p. 1 78.
Greek (Liddell-Scott)
γάμος: ὁ, ὡς παρ ᾽ ἡμῖν, ἡ τελετή, Ἰλ. Ε. 429 κ. ἀλλ’ ἰδίως ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν τὸ συμπόσιον τοῦ γάμου (ἴδε ἐν λ. εἰλαπίνη), γάμον τεύχειν, παρασκευάζειν γάμον, Ὀδ. Α. 277 · γ. δαινύναι Δ. 3 · ἀρτύειν αὐτόθι 770 · συχν. κατὰ πληθ., γάμους ἑστιᾶν, δίδειν συμπόσιον γάμου, Ἰσαῖ. 69. 35 · ποιεῖσθαι Μένανδ. Συναρ. 1 · ἐπιτελεῖν γάμους τῆς θυγατρός Ἀριστ. Ἀποσπ. 508 · οἱ κεκλημένοι εἰς το ὺς γ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 2 · ἐν τοῖς γ. ἄκλητος εἰσδεδυκέναι, Ἀπολλόδ. Καρ. Ἱερ. 1. ΙΙ. ἡ κατάστασις τοῦ γάμου, ὁ ἔγγαμος βίος, ἡ ἕνωσις ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ὅμ. κτλ. · τόν Οἰνέως γ., τὴν μετ’ αὐτοῦ ἕνωσιν, Σοφ. Τρ. 792 · γ. θεῶν τινος Εὐρ. Τρῳ. 979, πρβλ. Ι. Τ. 25 · εἰς γάμον τιν ὸς ἐλθεῖν ὁ αὐτ. Ι. Α. 1044 · ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. nuptiae, ἡ τελετὴ τοῦ γάμου, Αἰσχύλ. Πρ. 559, 739, Ἀγ. 1156, κτλ., πρβλ. γαμέω Ι · ― ὡσαύτως, τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, ὅ ἐ. πορνείαις, Δημ. 270. 10 · Παν ὸς ἀναβοᾷ γάμους, ὅ ἐ. ἁρπαγὴν καὶ βίαν, Εὐρ. Ἑλ. 190 · γάμοι ἄρρενες Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 22. ― Τὰ χωρία : Εὐρ. Ἀνδρ. 103, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 19, ἀναφέρονται πρὸς ὑποστήριξιν ἑτέρας σημασίας, καθ’ ἣν γάμος=γυνή, σύζυγος · ἀλλ’ ἄνευ λόγου. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵam (uxor), ǵam-patî (σύζυγος, ἀρσ. καὶ θηλ.) · ― gener, ὁ Λατ. τύπος τοῦ γαμβρός (ὃ ἴδε), δεικνύει ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ΓΕΝ, gigno · πρβλ. Κούρτ. σ. 536).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. union, d’où
1 union légitime, mariage : εἰς γάμον τινὸς ἐλθεῖν EUR épouser qqn ; ἄγειν τινὰ ἐπὶ γάμῳ XÉN ou πρὸς γάμον PLUT m. sign., litt. emmener une femme pour l’épouser ; souv. au plur. (cf. lat. nuptiae);
2 union, relations intimes, sans idée de mariage;
II. fêtes d’un mariage, noces : γάμον τεύχειν OD ou ἀρτύειν OD préparer la célébration d’un mariage ; particul. festin pour un mariage, repas de noces : γάμον δαινύναι OD faire un repas de noces;
III. p. ext. synon. d’épouse.
Étymologie: R. Γα, engendrer : v. γίγνομαι, γένος.