εἶδος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> aspect extérieur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forme du corps, air d’une personne <i>ou</i> d’une chose ; <i>au plur.</i> les traits (du visage) ; <i>particul.</i> beauté;<br /><b>2</b> <i>p. ext. (en poésie)</i> la personne elle-même;<br /><b>II.</b> forme <i>en gén.</i><br /><b>1</b> forme d’une chose dans l’esprit, idée;<br /><b>2</b> forme propre à une chose ; genre, sorte, caractère d’une maladie ; forme de gouvernement;<br /><b>4</b> espèce, forme spécifique;<br /><b>5</b> manière particulière de diriger qch (une opération, une discussion, <i>etc.</i>) ; méthode, façon.<br />'''Étymologie:''' p. Ϝεῖδος, de la R. Ϝιδ, voir ; cf. *εἴδω ; <i>lat.</i> video. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> aspect extérieur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forme du corps, air d’une personne <i>ou</i> d’une chose ; <i>au plur.</i> les traits (du visage) ; <i>particul.</i> beauté;<br /><b>2</b> <i>p. ext. (en poésie)</i> la personne elle-même;<br /><b>II.</b> forme <i>en gén.</i><br /><b>1</b> forme d’une chose dans l’esprit, idée;<br /><b>2</b> forme propre à une chose ; genre, sorte, caractère d’une maladie ; forme de gouvernement;<br /><b>4</b> espèce, forme spécifique;<br /><b>5</b> manière particulière de diriger qch (une opération, une discussion, <i>etc.</i>) ; méthode, façon.<br />'''Étymologie:''' p. Ϝεῖδος, de la R. Ϝιδ, voir ; cf. *εἴδω ; <i>lat.</i> video. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εος (ϝιδ), dat. εἴδεϊ: [[appearance]], looks, esp. of the [[human]] [[countenance]], and [[mostly]] [[with]] a [[suggestion]] of [[beauty]]; freq. as acc. of specification [[with]] adjectives, and [[often]] coupled w. [[μέγεθος]], [[φυή]], [[δέμας]]. Of a [[dog]], ταχὺς [[θέειν]] ἐπὶ εἴδεϊ [[τῷδε]], a [[fast]] [[runner]] ‘[[with]] [[all]] [[that]] [[good]] looks,’ Od. 17.308. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
εος, τό, (εἴδω A)
A that which is seen: form, shape, freq. in Hom., of the human form or figure, esp. abs. in acc. with Adjs., εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, Il.3.39,5.787, 10.316; ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν Od.8.174; opp. φρένες, 17.454; opp. βίη, Il.21.316; δευτέρα πεδ' Ἀγιδὼν τὸ εἶ. Alcm.23.58; τὸ εἶδος τῆς γυναικὸς ὑπερεπαινέων Hdt.1.8, etc.; appearance, of a dog, Od.17.308; ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα Hdt.3.107; εἴδεα [τῶν θεῶν] σημήναντες Id.2.53; γυνὴ τό γ' εἶδος Ar.Th.267: hence, periphr. for person, S.El.1177; τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Pl.Smp.210b. b esp. of beauty of person, comeliness, εἴδεος ἐπαμμένος Hdt.1.199; πλούτῳ καὶ εἴδει προφέρων Id.6.127. c Medic., physique, habit of body, constitution, Hp.Nat.Hom.9, Hum.1: more freq. in pl., Id.Aër.3, al.; εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρά ib.5. 2 generally, shape, σχῆμα καὶ εἶδος Id.Off.3, cf. Mochl.6, etc.; pattern, of 'figurate' numbers, Arist. Ph.203a15; ἡ μονὰς εἶδος εἰδῶν τυγχάνει Theol.Ar.4, cf. 17; decorative pattern or figure, Plu. Them.29 (pl.); of a musical scale, τοῦ διὰ τεσσάρων τρία εἰδη Aristox.Harm.p.74 M. (identified with σχῆμα, ibid.): in pl., shapes, i.e. various kinds of atoms (cf. ἰδέα), Democr. ap. Thphr. Sens.51. b Geom., δύο εἴδη τῷ εἴδει δεδομένα two figures given in species, Euc.Dat.53, etc.; esp. in central conics, rectangle formed by a transverse diameter and the corresponding parameter, Apollon.Perg. Con.1.14,21, al.; also, species of numbers, of the terms in an algebraical expression involving different powers of the unknown quantity, Dioph.Def.11. II form, kind, or nature, τῶν ἀλλέων παιγνιέων τὰ εἴδεα Hdt.1.94; τὸ εἶ. τῆς νόσου Th.2.50, etc.; ἐν ἁρμονίας εἴδει εἶναι, γενέσθαι, to be or become like... Pl.Phd.91d, cf. Cra.394d; ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει by way of medicine, Id.R.389b; νόμων ἔχει εἶδος is in the province of law, Arist.Pol.1286a3; situation, state of things, σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει . . τοῦτο ἔπραξαν Th.3.62; plan of action, policy, ἐπὶ εἶδος τρέπεσθαι Id.6.77, 8.56; ἐπ' ἄλλ' εἶδος τρέπεσθαι take up another line, Ar.Pl.317; specific notion, meaning, idea, ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶ. δύο ὀνόματα... περὶ ἑνὸς εἴδεος δύο ὀνόματα οὐ τὰ αὐτά Aen.Tact.24.1; department, Hp.VM12 (but also, elementary nature or quality, ib. 15); type, sort, πυρετῶν Id.Epid.3.12; αὐγῆς Id.Off.3, etc.: Rhet., style of writing, τὰ εἴδη τῶν λόγων Isoc.13.17, cf. Arist.Rh.Al. 1441b9 (pl.); later, definite literary form, Men.Rh.init., Procl.Chrest. p.243 W., EM295.52; also, example of a style, ὅλοις εἴδεσι Isoc.15.74; later, single poem, applied to Pindar's odes by Sch.; also, written statement, ἀναγνωσθέντος εἴδους PAmh.2.65.11 (ii A.D.), cf. PTeb.287.12 (ii A.D.). III class, kind, πᾶν τὸ τῶν πίστεων εἶδος Isoc.15.280, cf. D.24.192: freq. in Pl., περὶ παντὸς τοῦ εἴδους . . ἐν ᾧ . . Tht. 178a; ἑνὶ εἴδει περιλαβεῖν ib.148d; εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν εἶδος ib. 205d, etc.; logical species, Sph.235d; ἓν εἶδος ἀποχωρίζειν Plt.262e; τὰς διαφορὰς ὁπόσαιπερ ἐν εἴδεσι κεῖνται, ib.285b, al., cf. Arist.Metaph. 1057b7, al., Cat.2b7; as a subdivision of γένος, Id.Rh.1393a27; ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ γένους πεύκη, εἴδει διαφέρουσα, Dsc.1.69. 2 = ἰδέα 11.2, Pl.Phd.103e, R.596a, Prm.132a, al., Arist.Metaph.990b9, al., etc. 3 form, opp. matter (ὕλη), Id.Ph.187a18, al., Metaph.1029a29: hence, formal cause, essence, ib.1032b1, etc. IV in later Gr., wares of different kinds, goods, POxy.109.1 (iii/iv A.D.), PFay.34.7 (ii A.D.): hence, payments in kind, opp. χρυσίον, Just.Nov.17.8, cf. Cod.Just.1.4.18, al.; spices, Lyd.Mag.3.61; groceries, Anon.post Max.p.120 L.; εἶ. ἰατρικόν drug, Hsch. s.v. νίτρον, cf. Hippiatr.129.54 and v. ἑξάειδος, τετράειδος, τρίειδος; of a chemical reagent, Zos.Alch.p.205 B.
German (Pape)
[Seite 724] τό (s. εἴδω), das in die Augen Fallende; – 1) Ansehen, Gestalt; Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε Il. 3, 39; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' ἄγχιστα ὲῴκει, glich ihm an Gestalt, Größe u. Wuchs, 2, 57; εἶδος ἀγητός, κακός, ἀλίγκιος, 21, 316, der βίη entgegenstehend, mehr schöne Gestalt, wie Od. 17, 454 οὐκ ἄρα σοί γ' ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν; Her. παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους 8, 105; vgl. 1, 199; οὔτ' εἶδος, οὔ. τε θυμόν, οὕθ' ὅπλων σχέσιν μωμητός Aesch. Spt. 489; ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; Soph. El. 1168, wie sonst δέμας umschreibend. So auch in Prosa; τὸ τοῦ σώματος εἶδος Plat. Tim. 53 c; τόγε εἶδος ὁμοῖος εἶ τούτοις Conv. 715 b; ἀλλάττειν τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Rep. II, 380 d; τοὺς τὰ εἴδη βελτίστους Xen. Cyr. 4, 5, 57. Von Thieren, vom Hunde, εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε Od. 17, 308; ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα, bunt von Ansehen, Her. 3, 107; vgl. Xen. Cyn. 3, 3. 4, 2. – 2) Bei Arist. u. sp. Philosophen die Form, der Materie, ὕλη, entgegengesetzt, phys. ausc. 2, 1. 4, 1; Plut. öfter. Bei Plat. die Idee, das Urbild der Dinge im Geiste, dah. τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Conv. 210 b. – 3) Beschaffenheit, Art, τῶν παιγνιέων τὰ εἴδεα Her. 1, 94; εἶδος νόσου Thuc. 2, 50; τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα 3, 82; Art des Verfahrens, 6, 77. 8, 56; εἰς εἶδος τιάρας, nach Art einer Tiara, Hdn. 5, 5, 4. Dah. die Art, Gatt ung, εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώθαμεν τίθεσθαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά, οἷς ταὐτὸν ὄνομα ἐπιφέρομεν Rep. X, 576 a; Species, im Ggstz des γένος oft bet Plat.; αὐτὰ τὰ γένη τε καὶ εἴδη Parm. 129 c; ὅτι καὶ ἀνθρώπων εἴδη τοσαῦτα ἀνάγκη τρόπων εἶναι ὅσαπερ καὶ πολιτειῶν Rep. VIII, 544 d; δύο τῆς κατηγορίας εἴδη λέλειπται Aesch. 1, 116.
Greek (Liddell-Scott)
εἶδος: -εος, τό: (*εἴδω Α) ὅ,τι φαίνεται, μορφή, σχῆμα, κάλλος, Λατ. species, forma· συχν. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς παρ’ Ὁμ., ὅστις καὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀπολύτως κατ’ αἰτ. ὡς προσδιορισμὸν τοῦ κατά τι μετ’ ἐπιθέτων, εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, ἀλίγκιος, ὅμοιος, κτλ.· ἐνίοτε κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰς φρένας, ὤ πόποι, οὐκ ἄρα σοίγ’ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν, ἄλλοτε πρὸς τὴν σωματικὴν ῥώμην, ἴδε Ὀδ. Ρ. 454· οὔτε βίην χραισμησέμεν οὔτε τι εἶδος Ἰλ. Φ. 316· εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἐσκεθέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, ἐὰν κατὰ τὴν μορφήν του ταύτην εἶχε καὶ ταχύτητα ἀνάλογον, περὶ τοῦ κυνὸς Ἄργου, Ὀδ. Ρ. 308, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 107· ἴδε ἐν λ. δέμας. 2) ὡραία μορφή, κάλλος, ὡς τὸ Λατ. forma, Ὀδ. Ρ. 454, Ἡρόδ. 1. 199., 8. 105, κτλ.· ὄψις τοῦ προσώπου, χρῶμα, εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρὰ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) Περιφρ. τὸ σχῆμα, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸ δέμας, ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; Σοφ. Ἠλ. 1177. ΙΙ. εἶδος, ἰδιαίτερον εἶδος ἢ ἰδιαιτέρας φύσεως, τῶν ἄλλων παιγνιέων τὰ εἴδεα Ἡρόδ. 1. 94· τὸ εἶδος τῆς νόσου Θουκ. 2. 50, κτλ.· ἐν εἴδει τινὸς εἶναι ἢ γενέσθαι: - ἐν ἁρμονίας εἴδει οὖσα, οὖσα ὁμοία πρὸς ἁρμονίαν, δηλ. ἡ ψυχή, Πλάτ. Φαίδων 91D, Κρατ. 394D· ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει, ὡς φάρμακον, ἐν εἴδει φαρμ., Πολ. 389Β· νόμων ἔχει εἶδος, ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν νόμων, Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 2. 2) ἰδιαιτέρα κατάστασις πραγμάτων, σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει... τοῦτο ἔπραξαν Θουκ. 3. 62. 3) ἰδιαίτερον σχέδιον ἢ τρόπος ἐνεργείας, ἐπὶ εἶδός τι τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 5. 77., 8. 56. ΙΙΙ. τάξις, διαίρεσις, εἴτε γένους εἴτε εἴδους, περὶ παντὸς τοῦ εἴδους..., ἐν ᾧ Πλάτ. Θεαίτ. 178Α· ἑνὶ εἴδει περιλαμβάνειν αὐτόθι 148D· εἰς ταὐτὸν ἐμπίπτειν εἶδος αὐτόθι 205D, κτλ.· λογικὸν σχῆμα ἢ εἶδος, Πλάτ. Σοφ. 246C, Πολιτ. 262Ε, 285Β, κτλ.· ἴδε Γεωργ. Γροτίου (G. Grote) Πλάτωνα 2. σ. 467 κἑξ.· - παρέλαβε δὲ τὴν λέξιν μετὰ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἀκριβέστερον ὥρισεν αὐτὴν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ λογικῇ, ἴδε Κατηγ. 45. 2) παρὰ Πλάτωνι ὁ πληθ. τὰ εἴδη πολλαχοῦ ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἰδέαι (ἴδε ἰδέα ΙΙ. 2), Φαίδων 103Ε, Πολ. 597Α, Παρμ. 132D, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3 κἑξ., κ. ἀλλ.· τὸ ἐπ’ εἴδει καλόν, τὸ ἰδεῶδες καλόν, ἡ ἰδεώδης καλλονή, Πλάτ. Συμπ. 210Β. 3) παρ’ Ἀριστ. ἡ ἐξωτερικὴ ὑπόστασις, ἡ μορφὴ ἢ τὸ σχῆμα τῆς ὕλης ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὴν τὴν οὐσίαν αὐτῆς, τὴν κυρίως ὕλην, Φυσ. 1. 4, 1., 7, 10., 2. 1, 9., 4. 1, 3, κ. ἀλλ.: - ἐντεῦθεν, ἡ εἰδικὴ αἰτία, ἡ οὐσία, ἡ φύσις = τὸ τί ἦν εἶναι, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 7., 6. 7, 4., 6. 8, 2, κ. ἀλλ. πρβλ. εἰμὶ ϛ΄, 2. IV. τὰ εἴδη, ἀρώματα (πρβλ. τὴν παλαιὰν Γαλλ. λέξ. espices, ἐκ τῆς Λατ. species), λεπτὰ καὶ πολύτιμα πράγματα, παρ’ Ἱππ. 645. 16 καὶ παρὰ μεταγεν. V. μαθηματικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. aspect extérieur, d’où
1 forme du corps, air d’une personne ou d’une chose ; au plur. les traits (du visage) ; particul. beauté;
2 p. ext. (en poésie) la personne elle-même;
II. forme en gén.
1 forme d’une chose dans l’esprit, idée;
2 forme propre à une chose ; genre, sorte, caractère d’une maladie ; forme de gouvernement;
4 espèce, forme spécifique;
5 manière particulière de diriger qch (une opération, une discussion, etc.) ; méthode, façon.
Étymologie: p. Ϝεῖδος, de la R. Ϝιδ, voir ; cf. *εἴδω ; lat. video.
English (Autenrieth)
εος (ϝιδ), dat. εἴδεϊ: appearance, looks, esp. of the human countenance, and mostly with a suggestion of beauty; freq. as acc. of specification with adjectives, and often coupled w. μέγεθος, φυή, δέμας. Of a dog, ταχὺς θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, a fast runner ‘with all that good looks,’ Od. 17.308.