εὐνή: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> couche ; lit ; <i>particul.</i> lit nuptial ; épouse ; <i>p. ext.</i> plaisirs du mariage, embrassement, étreinte;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> étable à porcs;<br /><b>2</b> repaire de bête fauve;<br /><b>3</b> gîte d’un faon, d’un lièvre;<br /><b>4</b> nid;<br /><b>5</b> tombeau;<br /><b>6</b> [[αἱ]] εὐναί pierres qui anciennement servaient d’ancres.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> couche ; lit ; <i>particul.</i> lit nuptial ; épouse ; <i>p. ext.</i> plaisirs du mariage, embrassement, étreinte;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> étable à porcs;<br /><b>2</b> repaire de bête fauve;<br /><b>3</b> gîte d’un faon, d’un lièvre;<br /><b>4</b> nid;<br /><b>5</b> tombeau;<br /><b>6</b> [[αἱ]] εὐναί pierres qui anciennement servaient d’ancres.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=gen. [[εὐνῆφι]]: (1) [[place]] to [[lie]], [[bed]], [[couch]]; said of an [[army]], Il. 10.408; of the ‘[[lair]]’ of [[wild]] animals, Il. 11.115; esp. [[typical]] of [[love]] and [[marriage]], φιλότητι καὶ εὐνῇ, [[οὐκ]] ἀποφώλιοι εὐναὶ | ἆθανάτων, Od. 11.249.—(2) pl., εὐναί, [[mooring]]-stones, [[which]] served as anchors, having cables ([[πρυμνήσια]]) [[attached]] to [[them]], and [[being]] [[cast]] [[into]] the [[water]] or [[upon]] the [[shore]], Il. 1.436, 476. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Ep. gen. sg. and pl.
A εὐνῆφι, -φιν Od.2.2, al.:—bed, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Il.9.618, etc.; ἔβη εἰς εὐνήν Od. 1.427, etc.; ὄρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2, al.: in Cret. Prose, εὐνά Schwyzer 180. 2 bedding, dist.fr. λέχος (the bedstead), λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.3.403; ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ' εὐνήν 23.179; cf. ἐνεύναιος. b esp. of soldiers in the field, Th.3.112, 4.32, 6.67, Pl.R.415e, A.Ag.559, E. Rh.1 (anap.). 3 εὐναὶ νυμφάων their abode, Il.24.615; of animals, συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει . . εὐνὰς συσί Od.14.14; lair of a deer, 4.338, Il.11.115; [νεβρὸν] ἐξ εὐνῆφι θορόντα 15.580; form of a hare, X.Cyn. 6.16; nest, S.Ant.425; κριοῦ εὐναί, a place in Colchis where the ram of Phrixus rested, A.R.4.116. 4 marriage-bed, μεμνημένος οὔτε τι σίτου οὔτ' εὐνῆς Il.24.130; εὐνῆς ἐπιβήμεναι 9.133; ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα 14.336; usu. with some word added to denote this, ἔτλην ἀνέρος εὐνήν 18.433; ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι Od.4.333; ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν 10.297; ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.3.445, etc.; ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6; εὐναῖς ἀνανδρώτοισι S.Tr.109 (lyr.); εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι, E.Med.1027, Alc.886 (anap.), El.720 (lyr.); without such a word, Διὸς εὐναί Pi.P.2.27; ἄλλην τιν' εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις; E.Andr.907, cf. Hipp.1011; of Pyrrha and Deucalion, ἄτερ εὐνᾶς κτισσάσθαν λίθινον γόνον Pi.O.9.44; ὅσιος ἀπ' εὐνᾶς E.Ion 150 (lyr.). 5 one's last bed, the grave, ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί A. Ch.318 (lyr.); εἰς εὐνὴν πατρός S.El.436; Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.) (so some take Τυφωέος εὐναί in Il.2.783). II pl. εὐναί, stones thrown out from the prow and used as anchors, ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν Il.1.436, = Od.15.498; ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν we will let the ships ride at anchor in deep water, Il.14.77; εὐνὰς δ' ἔνθ' ἔβαλον κατὰ βένθεος Q.S.12.346; even of iron anchors, Sch.Il.1.436.—Rare in early Prose, X.Mem.3.11.8: in pl., Th.Il.cc., Pl.Prt.321a, R.415e, Plt.272a.
German (Pape)
[Seite 1082] ἡ, 11 Lager, Bett u. übh. Lagerstelle, Schlafstelle; εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ Il. 9, 614; des Heeres, 10, 408. 464 u. sonst; Aesch. Ag. 13. 545 u. a. D.; Lager des Wildes, Il. 11, 115. 15, 580 Od. 4, 338; τοῦ λαγώ Xen. Cyn. 6, 16; des Löwen, Theocr. 13, 63; der Schweine, Od. 14, 14; das Nest der Vögel, Soph. Ant. 421; des Hahns, Theocr. 18, 57; seltener in Prosa, μαλακὰς εὐνὰς ἔχειν Plat. Polit. 272 a; – die Bettstelle selbst, Od. 16, 34; in der Vrbdg ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ' εὐνήν = die Bettkissen, Bettpolster, Od. 23, 179; τῷ δ' ἄλοχος λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν 3, 403 u. öfter; λέκτρων τ' εὐνὰς ἁβροχίτωνας Aesch. Pers. 535; Ehebette, εὐνὴν αἰδομένη πόσιος Od. 16, 75; 4, 333; εὐνὴν ἀνδρὸς αἰσχύνουσα Aesch. Ag. 1609; Ehe, Beischlaf, Vermählung, φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι, Hom. oft, ἔτλην ἀνέρος εὐνήν Il. 18, 433; ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν Od. 10, 297; ὁμόφρων Pind. Ol. 7, 6; Λιὸς πολυγαθέες εὐναί P. 2, 27; εὐναὶ ἀνδρῶν Aesch. Suppl. 134. 143; Soph. öfter; ἄλλην τίν' εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις, die Verbindung mit welcher Andern zieht er dir vor, Eur. Andr. 908; γαμήλιοι εὐναί Med. 1027, νυμφίδιοι Alc. 889; εὐναὶ δικαίων ὑμεναίων Suppl. 1026; κρυφίαις εὐναῖς πείσας ἄλοχον Ἀτρέως El. 720. – Uebertr., der Ort zum Ausruhen, das Grab, ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί Aesch. Ch. 316, vgl. Ag. 1422, wie Soph. El. 428; so wird auch Τυφωέος εὐναί Il. 2, 783 von Einigen erkl.; κεῖμαι εἰς ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Ep. ad. 677 (App. 260); – die Stelle, δένδρων Philostr.; πυρόεσσα, der Scheiterhaufen, Opp. H. 4, 557. – 2) αἱ εὐναί, Steine, die in den ältesten Zeiten die Stelle des Ankers vertraten, mit denen man das Schiff am Strande befestigte, Ankersteine, Il. 1, 436. 14, 77 Od. 9, 137; vgl. Nitzsch zu Od. 2, 418. – Bei Thuc. 6, 67 erkl. Phot. εὐναί durch ἐπίγεια, es ist ein Zelt im Lager, vgl. 3, 112. 4, 32, wie στρατοπεδευσάμενοι εὐνὰς ποιησάσθων Plat. Rep. III, 415 e.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνή: ἡ, Ἐπικ. γεν. ἐν. καὶ πληθ. εὐνῆφι, -φιν, Ὅμ. Κλίνη, κοίτη, εὐνῇ ἑνὶ μαλακῇ Ἰλ. Ι. 618, κτλ.· ἔβη εἰς εὐνήν, μετέβη εἰς τὴν κλίνην, ὑπῆγε να κοιμηθῇ, Ὀδ. Α. 427, κτλ.· εὐνῇς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, κτλ.· ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Ξ. 336· ἐξ εὐνῆφι θορόντα Ο. 580· ὢρνυτ’ ἄρ’ ἐξ εὐνῆφι Ὀδ. Β. 2, Γ. 405, Δ. 307· πρβλ. λέκτρον. 2) ἡ στρωμνή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ λέχος (ἡ κλίνη), λέχος πόρσυνε καὶ εὐνὴν Γ. 403· ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ’ εὐνὴν Ψ. 179, ἴδε ἐν Ἰλ. ἐνεύναιος. 3) εὐναί Νυμφάων, αἱ κατοικίαι αὐτῶν, Ἰλ. Ω. 615: - ἐπὶ ζῴων, συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει… εὐνὰς συσὶν Ὀδ. Ξ. 14· ἡ φωλεὰ ἐλάφου, Δ. 338, Ἰλ. Λ. 115· ἡ κοίτη λαγωού, Ξεν. Κυν. 6. 16· φωλεὰ πτηνῶν, Σοφ. Ἀντ. 425. κριοῦ εὐναί, μέρος ἐν Κολχίδι, ὅπου ὁ κριὸς τοῦ Φρίξου ἔστη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 116. 4) ἡ γαμήλιος ἢ συζυγικὴ κλίνη, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ προστιθεμένης ἰδίας λέξεως, δι’ ἧς δηλοῦται τοῦτο, ἔτλην ἀνέρος εὐνὴν Ἰλ. Σ. 433· ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι Ὀδ. Δ. 333· ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνὴν Κ. 297· καὶ συχνάκις ἐν τῇ φράσει, ἐμίγην (ἐμίγη) φιλότητι καὶ εὐνῇ Ἰλ. Γ. 445, κτλ.· - ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7, 10· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι Σοφ. Τρ. 109· εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἄλκ. 885, Ἠλ. 720: - ἐνίοτε ὅμως καὶ ἄνευ τῆς προσθήκης ἄλλης λέξεως, ἄλλην τιν’ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις, ἔνθα δὲν ὑπάρχει αἰτία νὰ ἐκλάβῃ τις αὐτὸ ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 907, πρβλ., Τρῳ. 831· οὕτως ἐπὶ παρθένων, ἄτερ εὐνᾶς Πινδ. Ο. 9. 69· ὅσιος ἀπ’ εὐνῆς Εὐρ. Ἴων 150. 5) ἡ ἐσχάτη κλίνη τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τάφος, ἔνθα σ’ ἔχουσιν εὐναὶ Αἰσχύλ. Χο. 319· εἰς εὐνὴν πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 436, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 260· (οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ Τυφωέος εὐναὶ ἐν Ἰλ. Β. 783). 6) κατοικία, Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. πληθ. εὐναί, λίθοι χρησιμεύοντες ὡς ἄγκυραι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ., καὶ ῥιπτόμενοι, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τῆς πρῴρας, ἐνῷ ἡ πρύμνα προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. πεῖσμα, πρυμνήσιον), ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ὕψι δ’ ἐπ’ εὐνάων ὁρμίσσομεν, ἔξω δὲ εἰς τὰ ἀνοικτὰ ἐπ’ ἀγκύρας θὰ σαλεύωμεν, Ἰλ. Ξ. 77· εὐνὰς δ’ ἔνθ’ ἔβαλον κατὰ βένθεος Κόϊντ. Σμ. 12. 346: - τὸ αὐτὸ ὄνομα εἶχον αἱ ἄγκυραι ἔτι καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 436. - Δὲν ὑπάρχει λόγος ὅπως ἐκλάβωμεν τό, ἐπὶ ταῖς εὐναῖς τοῦ Θουκ. 6. 67, ἐν τῇ Ὁμηρικῇ σημασίᾳ. - Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ πεζολόγοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πρωτ. 321 Α, Πολ. 415 Ε, Πολιτικ. 272 Α.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. couche ; lit ; particul. lit nuptial ; épouse ; p. ext. plaisirs du mariage, embrassement, étreinte;
II. p. anal.
1 étable à porcs;
2 repaire de bête fauve;
3 gîte d’un faon, d’un lièvre;
4 nid;
5 tombeau;
6 αἱ εὐναί pierres qui anciennement servaient d’ancres.
Étymologie: DELG -.
English (Autenrieth)
gen. εὐνῆφι: (1) place to lie, bed, couch; said of an army, Il. 10.408; of the ‘lair’ of wild animals, Il. 11.115; esp. typical of love and marriage, φιλότητι καὶ εὐνῇ, οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ | ἆθανάτων, Od. 11.249.—(2) pl., εὐναί, mooring-stones, which served as anchors, having cables (πρυμνήσια) attached to them, and being cast into the water or upon the shore, Il. 1.436, 476.