χρεώ: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=χρεόος, <i>att.</i> χρεοῦς (ἡ) :<br />besoin, nécessité : χρειοῖ (<i>ion. p.</i> χρεοῖ) ἀναγκαίῃ IL par l’effet d’une dure nécessité ; • avec le gén. : ἵν’ [[οὐ]] χρεὼ πείσματός ἐστι OD là où il n’est pas besoin de câble ; [[χρειώ]] με ἵκει τινός OD <i>ou</i> [[χρειώ]] με ἱκάνεται IL, OD <i>ou</i> γίγνεται IL <i>ou</i> [[ἐστί]] τινος IL j’ai besoin de qch ; [[τίπτε]] [[δέ]] [[σε]] [[χρεώ]] ; IL quel besoin as-tu de cela ? [[τί]] [[δέ]] [[σε]] χρεὼ [[ἐμεῖο]] ; IL qu’as-tu besoin de moi ? χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ [[σέ]] IL nous avons, toi et moi, besoin de prudence ; • avec une prop. inf. : [[οὐδέ]] [[τί]] μιν χρεὼ [[νηῶν]] [[ἐπιβαινέμεν]] OD il n’est pas besoin qu’il monte sur des navires.<br />'''Étymologie:''' R. Χρα, prendre ; cf. [[χράω]]², [[χρεία]], [[χρέος]]. | |btext=χρεόος, <i>att.</i> χρεοῦς (ἡ) :<br />besoin, nécessité : χρειοῖ (<i>ion. p.</i> χρεοῖ) ἀναγκαίῃ IL par l’effet d’une dure nécessité ; • avec le gén. : ἵν’ [[οὐ]] χρεὼ πείσματός ἐστι OD là où il n’est pas besoin de câble ; [[χρειώ]] με ἵκει τινός OD <i>ou</i> [[χρειώ]] με ἱκάνεται IL, OD <i>ou</i> γίγνεται IL <i>ou</i> [[ἐστί]] τινος IL j’ai besoin de qch ; [[τίπτε]] [[δέ]] [[σε]] [[χρεώ]] ; IL quel besoin as-tu de cela ? [[τί]] [[δέ]] [[σε]] χρεὼ [[ἐμεῖο]] ; IL qu’as-tu besoin de moi ? χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ [[σέ]] IL nous avons, toi et moi, besoin de prudence ; • avec une prop. inf. : [[οὐδέ]] [[τί]] μιν χρεὼ [[νηῶν]] [[ἐπιβαινέμεν]] OD il n’est pas besoin qu’il monte sur des navires.<br />'''Étymologie:''' R. Χρα, prendre ; cf. [[χράω]]², [[χρεία]], [[χρέος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[χρεώ]], Il. 11.606, [[χρειώ]] ([[χρή]]): [[want]], [[need]], [[necessity]]; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, Il. 8.57; ἐστὶ, γίγνεται (cf. opus est), w. gen. of [[thing]] and acc. of [[person]], [[also]] freq. ικει, ἱκάνει, ἱκάνεται, Od. 6.136; [[χρέω]] [[without]] [[ἐστί]] or ἱκάνει, [[like]] [[χρή]], [[τίπτε]] δέ σε [[χρεώ]]; Od. 1.225. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep. χρειώ, gen. οῦς, ἡ, less freq. neut., Il.10.142, Od.2.28, 5.189 (where τόσον agrees with χ.), 4.312, Il.10.85, 11.606, perh. 9.197,608, 21.322, 23.308, Od.4.707;
A τὸ χ. Inscr.Prien.9), al. (ii/i B. C.): (χρή, χρεία):—want, need; ἦ τι μάλα χρεώ of a truth there is much need, Il.9.197; χρειοῖ ἀναγκαίῃ by dire necessity, 8.57; ἀναγκαίης ὕπο χρειοῦς φεύγοντες Sol.[36.9] ap.Arist.Ath.12.4: c. gen., ἵν' οὐ χρεὼ πείς ματός ἐστιν where there is no need of a cable, Od.9.136; χρειὼ ἱκάνεται want, necessity arises, Il.10.118, cf. 142, Od.6.136; εἴ ποτε δὴ αὖτε χρειὼ ἐμεῖο γένηται Il.1.341; χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς 10.172; τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε; . . δήμιον ἦ ἴδιον; Od.4.312; ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι if so great a need should come upon me, 5.189; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; 2.28; also ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (sc. τῆς νηός, χρεὼ γίγνεται being = χρή 1.2) 4.634; even οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Il.21.322. 2 used by Hom. ellipt., χρεώ c. acc. pers., τίπτε δέ σε χρεώ (sc. ἱκάνει); Od.1.225, Il. 10.85: folld. by a gen., οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς need of it touches me not, 9.608; χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ 10.43, cf. 9.75; τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο; 11.606: also c. inf., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς he needs must stand firm, ib.409; οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Od.4.707, cf. Il.18.406, Od.15.201, A.R.1.649. II = χρεών, necessity, destiny, fate, A.R.1.440; ἡ εἰς τὸ χ. μετάστασις Inscr.Prien.99, al. (ii/i B. C.). 2 oracle, prophecy, χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον A.R.1.491. III = χρέος or χρῆμα, affair, object, Id.4.191; simply, thing, Id.3.33.—The word is mostly Ep.— Hom. uses both forms χρεώ and χρειώ: but in the ellipt. phrase, mentioned 1.2, he always has χρεώ, as monosyll.:—in Il.11.606 χρεώ before a vowel is used short:—χρεώ is disyll. in Parm.1.28.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, ep. χρειώ, gen. χρεόος, zsgz. χρεοῦς, – Bedürfniß, Bedarf, Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, dringender Wunsch; oft bei Hom.: ἦ τι μάλα χρεώ, fürwahr, Etwas ist sehr Noth, Il. 9, 197, vgl. 10, 172; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender, zwingender Noth, 8, 57; χρειὼ ἐμεῖο, das Bedürfniß meiner, Verlangen, Sehnsucht nach mir, 1, 341, vgl. Od. 4, 634; ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν, wo kein Ankertau Noth thut, 9, 136; – χρειὼ ἱκάνεται, das Bedürfniß kommt, entsteht, Il. 10, 118. 142. 11, 610 Od. 6, 136; auch χρειὼ γίγνεται, Il. 1, 341; – c. acc. der Person, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι Od. 5, 189; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει 2, 28; ἐμὲ δέ χρεὼ γίγνεται νηός, mich trifft, überkommt das Bedürfniß des Schiffes, 4, 634, wo γίγνεσθαι wie ein Verbum der Bewegung mit dem acc. verbunden ist; und sogar bei εἶναι steht dieser acc., οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς Il. 21, 322; – mit Auslassung des Verbums steht so nur χρεώ, nicht χρειώ: τίπτε δέ σε χρεώ; sc. ἱκάνει od. ἔχει, warum doch trifft dich die Noth? Od. 1, 225 Il. 10, 85; u. wie hier auch χρή stehen könnte, so wird χρεώ τινά τινος wie χρή construirt, οὔτι με ταύτης χρεὼ τιμῆς, mich trifft das Bedürfniß dieser Ehre nicht, ich bedarf ihrer nicht, sie thut mir nicht Noth, 9, 608; eben so χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ, mir und dir thut guter Rath Noth, 10, 43; μάλα δὲ χρεὼ πάντας Ἀχαιοὺς ἐσθλῆς καὶ πυκινῆς βουλῆς 9, 75; τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο; was bedarfst du meiner? 11, 601; statt des gen. steht auch der inf., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς, den trifft sehr das Bedürfniß, dem thut es sehr Noth, fest zu stehen, 11, 409, wo ebenfalls χρεώ ganz gleich mit χρή construirt ist; vgl. τῷ με μάλα χρεὼ Θέτιδι ζωάγρια τίνειν 18, 406; τῷ καί σε διδασκέμεν οὔτι μάλα χρεώ 23, 308; οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Od. 4, 707; ἐμὲ δὲ χρεὼ θᾶσσον ἱκέσθαι 15, 201; einmal findet sich solche Ellipse auch bei Eur. Hec. 970, vgl. Vors. Eur. Or. 659. – Sp. auch = das Geschäft, ἤδη γὰρ χρειὼ κεκράανται Ap. Rh. 4, 193. – Nothwendigkeit, Schicksal, θελκτήριος χρειω πόθοιο ib. 3, 33. – [Χρεώ ist bei Hom. immer einsylbig auszusprechen, u. Il. l 1, 606 vor einem Vocale sogar kurz gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
χρεώ: Ἐπεικ. χρειώ, γεν. οῦς, ἡ, ἴδε ἐν τέλ. (χρέος, χρεία)· -ἔλλειψις, ἀνάγκη· ὅθεν, ἐπιθυμία, πόθος, ἐπείγουσα ἐπιθυμία, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἦ τι μάλα χρεώ, ὄντως ὑπάρχει μεγάλη τις ἀνάγκη, Ἰλ. Ι. 197, πρβλ. Κ. 172· χρειεῖ ἀναγκαίῃ, ἕνεκα τῆς σκληρᾶς ἀνάγκης, Θ. 57· μετὰ γενικ., χρειὼ ἐμεῖο, ἔλλειψις, ἀνάγκη ἐμοῦ, Α. 341, πρβλ. Ὀδ. Δ. 634· ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματος ἐστιν, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἀνάγκη καλῳδίου Ι. 136. 2) χρειώ ἱκάνεται, ἐγείρεται, παρουσιάζεται ἀνάγκη,
Ἰλ. Κ. 118, 142, Ὀδ. Ζ. 136· οὕτω, χρειὼ γίγνεται Ἰλ. Α. 341· χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιοὺς Κ. 172· τίπτε δέ σε χρειώ δεῦρ’ ἤγαγε; Ὀδ. Δ. 312. 3) χρ. ἱκάνει τινά, ἐπέρχεται εἴς τινα, ὅτι με χρειὼ τόσον ἵκοι Ε. 189· τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; Β. 28· ὡσαύτως, ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς νηός, ἔνθα τὸ χρεὼ γίγνεται = χρὴ Ι. 2), Δ. 634· προσέτι, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Ἰλ. Φ. 322. 4) ἐντεῦθεν, ἡ συνήθης παρ’ Ὁμήρῳ ἐλλειπτικὴ χρῆσις τοῦ χρεὼ μετ’ αἰτ. προσ., τίπτε δέ σε χρεὼ (ἐξυπακ. ἱκάνει); Ὀδ. Α. 225, Ἰλ. Κ. 85· ἐν τῇ φράσει ταύτῃ τὸ χρεὼ συχνάκις συνάπτεται μετὰ γεν., οὔτε με ταύτης χρεὼ τιμῆς, δέν με κατέχει ἀνάγκη ταύτης τῆς τιμῆς, δηλ. «οὐ χρείαν ἔχω τῆς τε τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος τιμῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 608· χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ Κ. 43, πρβλ. Ι. 75· τί δέ σε χρειὼ ἐμεῖο; Λ. 606· ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἐστάμεναι κρατερῶς, εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νὰ σταθῇ ἰσχυρῶς, Ἰλ. Λ. 409· οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Ὀδ. Δ. 707· πρβλ. Ἰλ. Σ. 406, Ὀδ. Ο. 201, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 649· ― ἐκ τῶν Ἀττ. ὁ Εὐρ. ἐμιμήθη ἅπαξ τὴν ἔλλειψιν ταύτην, ἀλλὰ τίς χρεία σ’ ἐμοῦ; Ἑκ. 976, ἔνθα πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 659, καὶ ἴδε χρὴ Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ χρεών, ἀνάγκη, μοῖρα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 33, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡς τὸ χρεός, ὑπόθεσις, ἐργασία, αὐτόθι, Δ. 191· ― Ἡ λέξις εἶναι Ἐπική. ― Ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται ἐπ’ ἴσης χρῆσιν ἀμφοτέρων τῶν τύπων χρεὼ καὶ χρειώ· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐλλειπτικῇ φράσει τῇ μνημονευθείσῃ ἀνωτέρω Ι. 3, ἔχει ἀείποτε χρεώ, καὶ τοῦτο ὡς μονοσύλλ.· ― ἐντεῦθεν ἐν Ἰλ. Λ. 606, χρεὼ πρὸ φωνήεντος κεῖται ὡς βραχύ, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 161.
French (Bailly abrégé)
χρεόος, att. χρεοῦς (ἡ) :
besoin, nécessité : χρειοῖ (ion. p. χρεοῖ) ἀναγκαίῃ IL par l’effet d’une dure nécessité ; • avec le gén. : ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστι OD là où il n’est pas besoin de câble ; χρειώ με ἵκει τινός OD ou χρειώ με ἱκάνεται IL, OD ou γίγνεται IL ou ἐστί τινος IL j’ai besoin de qch ; τίπτε δέ σε χρεώ ; IL quel besoin as-tu de cela ? τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο ; IL qu’as-tu besoin de moi ? χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ IL nous avons, toi et moi, besoin de prudence ; • avec une prop. inf. : οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν OD il n’est pas besoin qu’il monte sur des navires.
Étymologie: R. Χρα, prendre ; cf. χράω², χρεία, χρέος.
English (Autenrieth)
χρεώ, Il. 11.606, χρειώ (χρή): want, need, necessity; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, Il. 8.57; ἐστὶ, γίγνεται (cf. opus est), w. gen. of thing and acc. of person, also freq. ικει, ἱκάνει, ἱκάνεται, Od. 6.136; χρέω without ἐστί or ἱκάνει, like χρή, τίπτε δέ σε χρεώ; Od. 1.225.