βαθύς: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(Autenrieth)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εῖα, ύ, gen. βαθείης and βαθέης, acc. βαθεῖαν and βαθέην, [[sup]]. [[βάθιστος]]: [[deep]]; [[αὐλή]], [[deep]] as regards its [[high]] environments, Il. 5.142, Od. 9.239; [[similarly]] [[ἠιών]], or, as others [[interpret]], ‘[[deep]]-bayed,’ Il. 2.92; [[naturally]] w. [[Τάρταρος]], [[λήιον]], [[ὕλη]], [[ἆήρ]], [[λαῖλαψ]], etc.; met., τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, ‘in the depths’ of his [[heart]], altamente, Il. 19.125.
|auten=εῖα, ύ, gen. βαθείης and βαθέης, acc. βαθεῖαν and βαθέην, [[sup]]. [[βάθιστος]]: [[deep]]; [[αὐλή]], [[deep]] as regards its [[high]] environments, Il. 5.142, Od. 9.239; [[similarly]] [[ἠιών]], or, as others [[interpret]], ‘[[deep]]-bayed,’ Il. 2.92; [[naturally]] w. [[Τάρταρος]], [[λήιον]], [[ὕλη]], [[ἆήρ]], [[λαῖλαψ]], etc.; met., τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, ‘in the depths’ of his [[heart]], altamente, Il. 19.125.
}}
{{Slater
|sltr=<b>βᾰθῠς</b> (-ύν: -εῖα, -είας, -εῖαν: -ύ nom., acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> lit., [[deep]] ἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα (P. 1.24) βαθὺν πόντον περάσαις (P. 3.76) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (βαθείας Bergk e Σ.) (P. 5.88) [[ἔμπα]], καἴπερ [[ἔχει]] βαθεῖα ποντιὰς [[ἅλμα]] μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.36) “ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.44) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> met.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[profound]] βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν (O. 2.54) ἦν δὲ [[κλέος]] βαθύ pr. (O. 7.52) ὁ μέλλων [[χρόνος]] ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ [[χρέος]] (O. 10.8) βαθὺν [[εἰς]] ὀχετὸν ἄτας (O. 10.37) ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ (O. 12.12) ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν (P. 4.207) [[ὅ τι]] κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ [[γλῶσσα]] φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. [[from]] the depths of his [[soul]] (N. 4.8) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[rich]] τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον [[ἔμμεν]] (O. 13.62) [[ὅστις]] ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> n. [[sing]]., pro adv. [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths ) (P. 2.79) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>4</b> frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b>
}}
}}

Revision as of 13:57, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύς Medium diacritics: βαθύς Low diacritics: βαθύς Capitals: ΒΑΘΥΣ
Transliteration A: bathýs Transliteration B: bathys Transliteration C: vathys Beta Code: baqu/s

English (LSJ)

βαθεῖα Ion. βαθέᾰ, βαθύ; fem.

   A βαθύς Call.Del.37, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ Ion. βαθέῃ: Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ Att., ῐ Theoc.5.43], Dor. βάσσων (q. v.): Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:—deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92; τάφρος 7.341, al.; κρατήρ S.Fr.563; κύλικες Id. Aj.1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp.796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V.1193; of a line of battle, βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.    2 deep or thick in substance, of a mist, ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7, cf. Od.9.144; of sand, ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587; ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32; of ploughed land, νειοῖο βαθείης Il.10.353; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr.637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc., βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415; βαθὺ λήϊον 2.147, Thgn.107; τοῦ ληΐου τὸ . . βαθύτατον Hdt.5.92.ζ; λειμών A.Pr.652; σῖτος X.HG3.2.17; χλόα E.Hipp.1139 (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.    b deep, of colour, PHolm.21.9: Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13, πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4 (ii A. D.).    3 of quality, strong, violent, βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306.    b generally, copious, abundant, β. κλᾶρος Pi.O.13.62; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10; β. οἶκος Call. Cer.113; β. πλοῦτος Ael.VH3.18, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8; στεφάνων β. τέρψις S.Aj.1200 (lyr.); β. κλέος Pi.O. 7.53; κίνδυνος Id.P.4.207; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3; εἰρήνη Id.Tox.36; σιωπή App.Mith.99, BC4.109 (Sup.).    4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound, φρήν Pi.N.4.8; φροντίς A. Supp.407; μέριμνα Pi.O.2.60; βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593; μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg.930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise, β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4; ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9; also, deep, crafty, Men.1001; ἦθος Ph. 2.468.    5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V.216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34; περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e, cf. Paus.4.18.3; βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.514; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.; β. ὥρα ἔτους Charito 1.7.    II Adv. -έως Theoc.8.66; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: Sup. βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36. (bṇqu/s, cf. βένθος.)

German (Pape)

[Seite 425] εῖα, ύ, tief, hoch, zunächst von der räumlichen Ausdehnung, von Hom. an überall; auch wie bei uns von der der Front entgegenstehenden Ausdehnung, φάλαγξ, eine tiefe Schlachtordnung, Xen. Hell. 2, 4, 24. 4, 2, 7; Pol. 1, 33 u. Folgde; ähnlich werden erkl. βαθέα ἄγκεα, Il. 20, 490, tief sich hinein erstreckende Thäler, auch αὐλή 5, 142; ἠιών 2, 92. Von tiefen Wnnden, πληγή Luc. Nigr. 35; τομή Plut. san. tu. p. 393. Uebertr., a) anknüpfend an ἄμαθος βαθεῖα, tiefer Sand, Il. 5, 587, drückt es alles Roichliche aus, dicht, dick; νειὸς βαθεῖα 10, 353, mit einer dicken Schicht Fruchterde, also fruchtbar; vgl. β. γῆ Eur. Andr. 637; χώρα Plut. Caes. 39; λήιον Il. 11, 560 u. öfter, wie Hes. Th. 107, was erklärt wird ὑψηλοὺς καὶ εὐτραφεῖς ἔχον στάχυας; ὕλη Il. 5, 555; λειμών Aesch. Prom. 665; χλόα Eur. Hipp. 1138; σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ, hohes Getreide, Xen. Hell. 3, 2, 17; ποία Add. ep. 3 (VI, 228); τρίχες Xen. Cyn. 7, 8; πώγων Luc. Pisc. 41; κλῆρος, reich, Pind. Ol. 13, 60; ἄνδρες, reiche Leute, Xen. Oec. 11, 10; οἶκος Callim. Cer. 114; πλοῦτος Ael. V. H. 3, 18; Μίδεω βάθιον πλουτεῖν, reicher als Midas sein, Tyrt. 3, 6; βαθὺ χρέος, tiefe Schuld, Pind. Ol. 6, 3; κλέος, reicher, großer Ruhm, Pind. Ol. 7, 53; βαθὺ ἐσθλόν, tiefgegründetes Glück, 12, 12. – b) von Zeitbestimmungen, ὄρθρος, hoher Morgen, Plat. Crit. 43 a; Ar. Vesp. 216 u. Sp.; νύξ, tiefe Nacht, Luc. Asin. 34; ἑσπέρα Paus. 4, 18, 3; γῆρας, spätes Alter, Leon. Tar. 71 (VII, 163); vgl. Ar. Nub. 512 προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας. – c) auf den Geist übertr., klug, weise, ernst, wie unser Geistestiefe, φρήν Il. 19, 125; Pind. N. 4, 8; μέριμνα Ol. 2, 60; φροντίς, μηχανή. Aesch. Suppl. 402. 934; ἤθεα βαθύτερα Her. 4. 95, wie Plat. Legg. XI, 930 a, ernstere Sitten; βαθὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 59); so Sp., βαθεῖς ταῖς ψυχαῖς Pol. 6, 24; τὴν παιδείαν βαθύς Luc. Salt. 81; Suid. erkl. βαθύς durch πονηρός aus Men. – d) folgende Uebertragungen schließen sich auch mehr od. weniger ans Deutsche an: λαῖλαψ, heftiger Sturm, Il. 11, 306; ἀήρ, dicke Luft, Od. 9, 144; κίνδυνος Pind. P. 4, 207; τέρψις Soph. Ai. 1179; ἀνάπνευσις Plat. Tim. 92 a; ὕπνος Luc. D. mar. 2, 3; σιγή Tox. 36; εἰρήνη Posid. 18 (VII 170); χρόα, tiefdunkel, Ael. N. A. 3. 17. – Compar. βαθύτερος, p. auch βαθίων; bei Theocr. 5, 43 ist in βάθιον ι kurz; dor. βάσσων, Epicharm.; Superl. βαθ ύτατος u. p. βάθιστος. – Adv. βαθέως, z. B. κοιμᾶσθαι Theocr. 8, 66.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύς: εῖα (Ἰων. βαθέᾰ), ύ· θηλ. βαθὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 384, Καλλ. εἰς Δῆλ. 37· γεν. βαθέος, είας (Ἰων. –έης): δοτ. βαθέϊ, -είῃ (Ἰων. –έῃ): -συγκρ. βαθύτερος, ποιητ. βαθίων (ῑ Ἀττ., ῐ Θεόκρ. 5. 43), Δωρ. βάσσων (ἃ ἴδε): -ὑπερθ. βαθύτατος, ποιητ. βάθιστος. (Ἐκ τῆς √ ΒΑΘ παράγονται καὶ τὰ βάθος, βένθος (πρβλ. πάθος, πένθος), βυθός, βυσσός, βῆσσα· πρβλ. Σανσκρ. gâh (λούομαι), gahanas (βαθύς), κτλ.· περὶ τῆς ἀντιστοιχίας ταύτης μεταξὺ τοῦ β καὶ γ ἴδε ἐν ἄρθρ. Β, β ΙΙ.). Βαθὺς ἢ ὑψηλὸς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ θεωροῦντος, ὡς τὸ Λατ. altus, Ὅμ., κ.λ.· βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς, αὐλῆς εὑρισκομένης ἐν τῷ μέσῳ ὑψηλοῦ περιτειχίσματος, Ἰλ. Ε. 142, πρβλ. Ὀδ. Ι. 239· ἠιόνος προπάροιθε βαθείης, ἐκτεταμένης ἀκτῆς, Ἰλ. Β. 92· τάφρος Ἰλ. Η. 341 κ. ἀλλ.· κρατὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 149· βαθὺ πτῶμα, πτῶσις ἐξ ὑψηλοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 796· πλευρὰ βαθυτάτη (κοινῶς βαρυτάτη) ἐπὶ ἀθλητοῦ, Ἀριστοφ. Σφηκ. 1193· παρὰ πεζοῖς ἐπὶ γραμμῆς στρατοῦ, β. φάλαγξ Ξεν. Λακ. 11, 6· β. τομή, πληγή, βαθεῖα, εἰς βάθους γινομένη, Πλούτ. 2. 231A, Λουκ. Νιγρ. 35· τὰ βαθέα τοῦ πόντου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 1· ἐν τοῖς βαθέσι ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 14, 11 (ἀλλαχοῦ γράφεται βάθεσι ἐκ τοῦ βάθος). 2) τὴν σύστασιν, πυκνός, ἐπὶ ὀμίχλης, ἠέρα βαθεῖαν Ἰλ. Φ. 7, πρβλ. Ὀδ. Ι. 144· ἐπὶ ἄμμου, ἀμάθοιο βαθείης Ἰλ. Ε. 587· ἐπὶ ἠροτριωμένης γῆς, νειοῖο βαθείης Κ. 353· β. γῆ, ἐναντίον πρὸς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 657, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 18, 1· πρβλ.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
1 profond, creux : βαθὺ πτῶμα ESCHL chute profonde, càd d’un rocher élevé;
2 qui s’étend en profondeur, càd sur un espace allongé : βαθεῖα φάλαγξ XÉN ligne de bataille profonde;
3 qui s’étend en épaisseur, épais, profond : ἀὴρ βαθύς vapeur ou nuée épaisse ; βαθεῖα λαῖλαψ IL épais tourbillon d’orage ; ἄμαθος βαθεῖα IL sable épais ou profond ; γῆ βαθεῖα EUR terre épaisse, sol riche ; βαθὺ λήϊον IL moisson abondante ; λειμὼν βαθύς ESCHL prairie luxuriante ; fig. βαθύς πλοῦτος ÉL fortune opulente ; φρὴν βαθεῖα IL, ESCHL esprit profond, càd grave, réfléchi (p. opp. à superficiel, léger, etc.) ; βαθέα ἤθεα HDT caractère profond, càd grave, réfléchi;
4 en parl. de couleur sombre;
5 en parl. de la durée qui est au fond, càd à l’extrémité ou dans son plein : βαθὺς ὄρθρος PLAT point du jour extrême, càd tout à fait le point du jour;
Cp. βαθύτερος, poét. βαθίων ; Sp. βαθύτατος, poét. βάθιστος.
Étymologie: R. Βαθ, être profond ; cf. βάθος.

English (Autenrieth)

εῖα, ύ, gen. βαθείης and βαθέης, acc. βαθεῖαν and βαθέην, sup. βάθιστος: deep; αὐλή, deep as regards its high environments, Il. 5.142, Od. 9.239; similarly ἠιών, or, as others interpret, ‘deep-bayed,’ Il. 2.92; naturally w. Τάρταρος, λήιον, ὕλη, ἆήρ, λαῖλαψ, etc.; met., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, ‘in the depths’ of his heart, altamente, Il. 19.125.

English (Slater)

βᾰθῠς (-ύν: -εῖα, -είας, -εῖαν: -ύ nom., acc.)
   1 lit., deep ἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα (P. 1.24) βαθὺν πόντον περάσαις (P. 3.76) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (βαθείας Bergk e Σ.) (P. 5.88) ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.36) “ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.44)
   2 met.
   a profound βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν (O. 2.54) ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. (O. 7.52) ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (O. 10.8) βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας (O. 10.37) ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ (O. 12.12) ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν (P. 4.207) ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul (N. 4.8)
   b rich τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.62) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.
   3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths ) (P. 2.79)
   4 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.
   c