βοάω: Difference between revisions
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[βοή]]), [[βοάᾳ]], βοόωσιν, inf. [[βοᾶν]], [[part]]. [[βοόων]], aor. (ἐ)βόησα, [[part]]. βοήσᾶς, [[βώσαντι]]: [[shout]]; [[μέγα]], μακρά (‘[[afar]]’), σμερδνόν, σμερδαλέον, [[ὀξύ]], etc.; of things, [[κῦμα]], ἠιόνες, ‘[[resound]],’ ‘[[roar]],’ Il. 14.394, Il. 17.265. | |auten=([[βοή]]), [[βοάᾳ]], βοόωσιν, inf. [[βοᾶν]], [[part]]. [[βοόων]], aor. (ἐ)βόησα, [[part]]. βοήσᾶς, [[βώσαντι]]: [[shout]]; [[μέγα]], μακρά (‘[[afar]]’), σμερδνόν, σμερδαλέον, [[ὀξύ]], etc.; of things, [[κῦμα]], ἠιόνες, ‘[[resound]],’ ‘[[roar]],’ Il. 14.394, Il. 17.265. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[βοάω]] <br /> <b>1</b> [[shout]], [[cry]] [[εἷς]] δ (sc. [[δράκων]]) ἐσόρουσε βοάσαις (O. 8.40) c. acc., Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν (i. e. cried, ‘ my [[son]] ’. cf. Fraenkel on Ag. 48) (P. 6.36) ]εβοα με[ P. Oxy. 1792 fr. 41. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep. 3sg. βοάᾳ, 3pl. βοόωσιν, part. βοόων, Il.14.394, 17.265, 15.687: Ion.impf.
A βοάασκε A.R.2.588: fut. βοήσομαι Th.7.48, etc.; Dor. βοάσομαι Ar.Nu.1154 (lyr.); later βοήσω A.R.3.792, AP7.32 (Jul.), etc. (βοάσω E.Ion 1447 (lyr.) is aor. subj.): aor. ἐβόησα Il.11.15, S.Tr. 772, etc.; Ep. βόησα Il.23.847; Dor. βόασα B.16.14; Ion. ἔβωσα Il.12.337, Hdt.1.146, Hippon. 1, Herod. 3.23; sts.in Com., Cratin. 396, Ar. Pax 1155: pf. βεβόηκα Philostr.VS2.1.11:—Med., βοώμενος Ar.V. 1228 (perh. Pass.): Ep.aor. βοήσατο Q.S.10.465, Ion. ἐβώσατο Theoc. 17.60; part. βοησάμενος Ant.Lib.25.3:—Pass., Ion. aor. ἐβώσθην Hdt.6.131: pf. βεβόημαι AP7.138 (Aceratus), Ion. part. βεβωμένος Hdt.3.39: plpf. ἐβεβόητο Paus.6.11.3:—cry aloud, shout, ὀξὺ βοήσας Il.17.89; ὅσσον τε γέγωνε βοήσας Od.6.294; πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ A. Ag.1106 (lyr.); ὡς δράκων β. Id.Th.381; β. γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς ib.468; οἱ βοησόμενοι men ready to shout (in the ἐκκλησία), D. 13.20; ὁ δῆμος ἐβόησευ... of acclamations, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), cf. Charito 1.1, al., IG12(9).906 (Chalcis, iii A. D.). 2 of things, roar, howl, as the wind and waves, οὔτε . . κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il.14.394; resound, echo, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν 17.265; βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων A.Pr.431 (lyr.), etc.; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος rings, Id.Pers.605; τὸ πρᾶγμα φανερόν ἐστιν, αὐτὸ γὰρ βοᾷ it proclaims itself, Ar.V.921; φαίνεται αὐτὰ τὰ στοιχεῖα βοᾶν ὡς ἑλκόμενα Arist. Metaph.1091a10. II c. acc. pers., call to one, call on, Pi. P.6.36, E.Med.205 (lyr.), Hdt.8.92, X.Cyr.7.2.5, Herod.4.41:— Med.βοησάμενοι δαίμονας Ant.Lib.l.c. 2 c. acc., call for, shout out for, S.Tr.772; β. τὴν βοήθειαν Hell.Oxy.10.2. 3 c. acc. cogn., β. βοάν Ar.Nu.1153 (lyr.); β. μέλος, ἰωάν, S.Aj.976, Ph.216 (lyr.); β. λοιγόν A.Ch.402 (lyr.); ἄλγος E.Tr.1310(lyr.): c. dupl. acc., βοάσαθ' ὑμέναιον ἀοιδαῖς ἰαχαῖς τε νύμφαν sound aloud the bridal hymn in honour of the bride, ib.335 (lyr.); ἔλεγον ἰήϊον ἐβόα κίθαρις E.Hyps. Fr.3(1).iii 10. 4 noise abroad, celebrate, ἡ ῥάφανος ἣν ἐβοᾶτε Alex. 15.7; πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην Hdt.3.39; ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Id.6.131; οἱ βοηθέντες ἐπὶ χρήμασι Lib.Or.59.155; βεβοῆσθαι ἀπὸ τοῦ Μαραθῶνος, ἐκ τῶν ἀδικημάτων, Id.Decl.11.18, 5.53. 5 c. inf., cry aloud or command in aloud noice to do a thing, S.OT1287, E.Andr.297 (lyr.); βοᾶν τινι ἄγειν X.An.1.8.12; ἐβόων ἀλλήλοις μὴ θεῖν ib.19; also, cry aloud that... Epicrat.11.31(anap.); β. ὅτι . . X. An.1.8.1, Antiph.125.5. 6 Pass., to be filled with sound, πᾶσαν δὲ χρὴ γαῖαν βοᾶσθαι ὑμνῳδίαις E.Hel.1434; to be deafened, Ar.V. 1228. (Cf. βοή.)
German (Pape)
[Seite 450] fut. βοήσομαι, Sp. wie Ap. Rh. 3, 792 u. Nonn. βοήσω, von den Atticisten verworfen; aor. ἐβόησα; ion. βώσομαι u. ἔβωσα; βώσαντι Il. 12, 337 (vgl. ἐπιβοάω); ἐβώσατο Theocr. 17, 60; βωσάτω Ar. Pax 1121; aor. pass. ἐβοήθην, perf. βεβόημαι; ion. ἐβώσθην Her. 8, 124, βέβωμαι; 1) schreien, von Hom. an überall, μακρὰ βοῶν Il. 2, 224; σμερδνὸν βοόων 15, 687; von leblosen Dingen, brausen, laut ertönen, οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Iliad. 14, 394, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠιόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω 17, 265; πόντιος κλύδων Aesch. Pers. 429; κῦμα στρατοῦ Sept. 64; τὸ πρᾶγμα βοᾷ Ar. Vesp. 921, die Sache spricht für sich; mit acc., μέλος, ἰωήν, Soph. Ai. 976. 216, laut ertönen lassen; βοάν Ar. Nubb. 1138. – 2) Mit Geschrei fordern, befehlen, βοᾷ διοίγειν κλῇθρα Soph. O. R. 1287; vgl. Eur. Andr. 297; Prosa, τῷ Κλεάρχῳ – ἄγειν τὸ στράτευμα Xen. An. 1, 8, 12; βοᾷ πῦρ καὶ δικέλλας Eur. Phoen. 1154; λοιγόν Aesch. Ch. 396; ἄκρατον, reinen Wein fordern, Menand. bei Ath. XI, 502 f. Aehnl. τινά, laut anrufen, herbeirufen, παῖδα Pind. P. 6, 36; Soph. Tr. 212; Xen. Cyr. 7, 2, 5; Luc. D. mar. 6, 3; Sp. πρός τινα, zu Jemand rufen, N. T. – 3) laut preisen, bes. βεβοημένος, bekannt, berühmt u. berüchtigt, πρήγματα βεβ. ἀνὰ Ἰωνίην Her. 3, 39; öfter bei Sp.; βίβλοις Aceratus ep. (VII, 438).
Greek (Liddell-Scott)
βοάω: Ἐπ. γ΄ ἑνικ. βοάᾳ, γ΄ πληθ. βοόωσιν, μετοχ. βοόων, Ὅμ.· Ἰων. παρατ. βοάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 588· ― Ἀττ. μέλλ. βοήσομαι, Δωρ. βοάσομαι· μεταγεν. βοήσω, αὐτόθι 3. 792, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 32, κτλ., (βοάσω Εὐρ. Ἴων 1446 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ― ἀόρ. ἐβόησα Ὁμ., Σοφ.· Ἐπ. βόησα Ἰλ. Ψ. 847· Ἰων. ἔβωσα Μ. 337 καὶ Ἡρόδ.· ἐνίοτε ὡσαύτως παρ᾿ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 168, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1155· πρκμ. βεβόηκα Φιλόστρ. 561. ― Μεσ., βοώμενος Ἀριστοφ. Σφηξ. 1228· Ἐπ. ἀόρ. βοήσατο Κόϊντ. Σμ. 10. 465, Ἰων ἐβώσατο Θεόκρ. 17. 60. ― Παθ., Ἰων. ἀόρ. ἐβώσθην Ἡρόδ.· πρκμ. βεβόημαι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 138, Ἰων. μετοχ. βεβωμένος Ἡρόδ. 3. 39· ὑπερσυντ. ἐβεβόητο Παυσ. 6. 11, 2. Πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-βοάω. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι BOϜ, πρβλ. Λατ. bov-are παρ' Ἐννίῳ καὶ bovinator πρὸς τὸ re-boare· Σανσκρ. gu, μετ᾿ ἀναδιπλ. ǵ ôgu (notum facere), ὥστε ἴσως τὰ γοάω, γόος ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. Ββ. Ι). Φωνάζω δυνατὰ, κραυγάζω, ἐκβάλλω κραυγήν, ὀξὺ βοήσας Ἰλ. Ρ. 89· ὅσον τε γέγωνε βοήσας (ἴδε ἐν λ. γέγωνα) Ὀδ.· πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1106· ὡς δράκων βοᾷ ὁ αὐτ. Θήβ. 381· βοᾷ γραμμάτων ἐν συλλαβαῖς, ἔνθα τὸ βοᾷ ἀναφέρεται εἰς τὰς ἀλαζονικὰς φωνὰς τοῦ Καπανέως, οὐχὶ δὲ εἰς ἄναρθρόν τινα φωνὴν ἢ λόγον, αὐτόθι 468· οἱ βοησόμενοι, ἕτοιμοι νὰ φωνάξωσιν (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ), Δημ. 172. 4· ἴδε ἐν λ. κράζω. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἠχῶ ἰσχυρῶς, κροτῶ, βροντῶ, παταγῶ, ὡς ἐπὶ τοῦ ἀνέμου καὶ τῶν κυμάτων, Λατ. reboare, ουδὲ… κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Ἰλ. Ξ. 394· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν Ρ. 265· βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων Αἰσχυλ. Πρ.431.πρβλ.392, κτλ.˙βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος, ἠχεῖ, ὁ αὐτ. Πέρσ. 605· τὸ πρᾶγμα φανερόν εστιν, αὐτὸ γὰρ βοᾷ, λαλεῖ μεγαλοφώνως περὶ ἑαυτοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 921. ΙΙ. μ. αἰτιατ. προσ., ἐπικαλοῦμαί τινα (μεγαλοφώνως) Πίνδ. ΙΙ. 6. 36, Εὐρ. Μήδ. 205, Ξεν, Κύρ. 7. 2, 5. 2) μετ' αἰτ. ὡσαύτως, ἐκβάλλω φωνὴν διά τινα (ὅπως ἀκούσῃ) Σοφ. Τρ. 772. 3) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., β. βοὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 1153· β. μέλος, ἰωάν Σοφ. Αἴ. 976, Φ. 216· οὕτω, β. λοιγὸν Αἰσχύλ. Χο. 402· ἄλγος Εὐρ. Τρῳ. 1310· μετὰ διπλ. αἰτιατ., βοᾶτε τὸν ὑμέναιον… νύμφαν, ψάλλετε μεγαλοφώνως τὴν γαμήλιον ᾠδὴν εἰς τιμὴν τῆς νύμφης, αὐτόθι 335 (λυρ.). 4) διαφημίζω, ἐπαινῶ, ἡ ῥάφανος ἣν ἐβοᾶτε Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 1. 7· πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην Ἡρόδ. 3. 39· ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 6. 131· πρβλ. καταβόητος, περιβόητος. 5) μετ' ἀπαρ., ἐπιτάσσω μεγαλοφώνως, διατάττω τινὰ μετὰ ἰσχυρᾶς φωνῆς νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Ο. Τ. 1287, Εὐρ. Ἀνδρ. 298· βοᾶν τινι ἄγειν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 12· β. τινι μὴ θεῖν αὐτόθι 1, 8, 19· ὡσαύτως, λέγω μεγαλοφώνως ὅτι.., Ἐπικράτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31· ὡσαύτως, β. ὅτι…, ὡς.., Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1. Ἀντιφ. Κνοιθ. 2.
French (Bailly abrégé)
βοῶ;
impf. ἐβόων, f. βοήσομαι, postér. βοήσω, ao. ἐβόησα, pf. réc. βεβόηκα;
Pass. ao. ἐβοήθην, pf. βεβόημαι;
I. intr. pousser un cri ou des cris, crier : ὀξὺ βοᾶν IL, μακρὰ βοᾶν IL pousser un cri aigu, un cri prolongé, etc. ; p. ext. avec un sujet de chose, en parl. de tout bruit retentissant (bruit des vagues, etc.);
II. tr. 1 dire en criant, émettre en criant : βοᾶν μέλος SOPH faire résonner un chant;
2 appeler en criant, appeler à grands cris, acc.;
3 ordonner à haute voix : βοᾶν τινί ἄγειν τὸ στράτευμα XÉN crier à un commandant d’amener son corps de troupes ; avec ὅτι, ὡς, etc. crier à qqn de ou que, etc.
4 proclamer, vanter : πρήγματα βεβωμένα (part. pf. Pass. ion.) ἀνὰ Ἰωνίην HDT hauts faits célébrés à travers l’Ionie.
Étymologie: βοή.
English (Autenrieth)
(βοή), βοάᾳ, βοόωσιν, inf. βοᾶν, part. βοόων, aor. (ἐ)βόησα, part. βοήσᾶς, βώσαντι: shout; μέγα, μακρά (‘afar’), σμερδνόν, σμερδαλέον, ὀξύ, etc.; of things, κῦμα, ἠιόνες, ‘resound,’ ‘roar,’ Il. 14.394, Il. 17.265.
English (Slater)
βοάω
1 shout, cry εἷς δ (sc. δράκων) ἐσόρουσε βοάσαις (O. 8.40) c. acc., Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν (i. e. cried, ‘ my son ’. cf. Fraenkel on Ag. 48) (P. 6.36) ]εβοα με[ P. Oxy. 1792 fr. 41. 3.