διακρίνω: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=fut. διακρινέει, aor. διέκρῖνε, opt. διακρίνειε, [[pass]]. aor. διεκρίθην, 3 pl. [[διέκριθεν]], opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, [[part]]. -θέντε, -θέντας, perf. [[part]]. διακεκριμένος, [[mid]]. fut. inf. διακρινέεσθαι: [[part]], [[separate]], [[distinguish]]; (αἰπόλια) [[ἐπεί]] κε νομῷ μιγέωσιν, Il. 2.475; of [[parting]] combatants, μαχησόμεθ' [[εἰσόκε]] [[δαίμων]] | [[ἄμμε]] διακρίνῃ, Il. 7.292; ‘[[distinguish]],’ Od. 8.195; freq. in [[passive]].
|auten=fut. διακρινέει, aor. διέκρῖνε, opt. διακρίνειε, [[pass]]. aor. διεκρίθην, 3 pl. [[διέκριθεν]], opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, [[part]]. -θέντε, -θέντας, perf. [[part]]. διακεκριμένος, [[mid]]. fut. inf. διακρινέεσθαι: [[part]], [[separate]], [[distinguish]]; (αἰπόλια) [[ἐπεί]] κε νομῷ μιγέωσιν, Il. 2.475; of [[parting]] combatants, μαχησόμεθ' [[εἰσόκε]] [[δαίμων]] | [[ἄμμε]] διακρίνῃ, Il. 7.292; ‘[[distinguish]],’ Od. 8.195; freq. in [[passive]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>διακρῑνω</b> (διακ' ρίνειν: aor. διέκρινε; διακρῖναι) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[decide]], [[judge]] [[ὅτι]] γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶδυσπαλές (v. l. διακρῖναι) (O. 8.24) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι [[τις]] ἡρώων (P. 9.115) “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ [[χρόνος]]” (Bergk: ἰδόντα διακρ. codd.) fr. 168. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[appoint]], [[ordain]] Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (“locus obscurus: ambigunt utrum τοιαύταν αἶσαν (Hermann) an ἔτυμον λόγον (Boeckh) verbi διακρίνειν subiectum esse dicant: neutrum recte: accipias — verbum ad duos illos accusativos ἀπὸ κοινοῦ positum.” Schroeder) (P. 1.68) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[divide]] up, and so [[mark]] [[off]] Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε (sc. [[Ἡρακλέης]]) (O. 10.46)
}}
}}

Revision as of 14:30, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρίνω Medium diacritics: διακρίνω Low diacritics: διακρίνω Capitals: ΔΙΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: diakrínō Transliteration B: diakrinō Transliteration C: diakrino Beta Code: diakri/nw

English (LSJ)

[ρῑ], fut. -κρῐνῶ, Ep.and Delph.

   A -κρῐνέω Il.2.387, SIG614.8 (ii B.C.):—separate one from another, ὥς τ' αἰπόλια . . αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il.2.475, cf. Hdt.8.114; part combatants, εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il.7.292, etc.; εἰ μὴ νὺξ . . διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387; δ. φιλέοντε Od.4.179; κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra.388b:—Pass., to be parted, of hair, Plu.Rom.15: more freq. of combatants, διακρινθήμεναι (Ep. inf. aor. 1 Pass.) ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il.3.98, cf.102,7.306, etc.: also in fut. Med., διακρινέεσθαι Od. 18.149, 20.180; διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt.8.18; διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός .. part and join different parties, Id.1.18.    b Pass., to be divorced, Leg.Gort.2.46.    2 in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in Pass., Anaxag.12, cf. Arist.Metaph.985a28, [Epich.]245, Pl.Phd.71b, Prm.157a, etc.    3 ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob. sets apart, removes, i.e. outshines, B.8.28.    II distinguish, καί κ' ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od.8.195; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt.3.39; οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com.2.8: pf. Pass. in med. sense, διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ . . Pl.Phlb. 52c: plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th.1.49; διακεκριμέναι distinct, varied, B.Fr.24.    III decide, of judges, ὀρθᾷ δ. φρενί Pi.O.8.24; δ. δίκας Hdt.1.100; διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc.25.46; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac.137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id.Morb.2.71; δ. αἵρεσιν Hdt.1.11; δ. εἰ . . Id.7.54; δ. περί τινος Ar.Av.719:—Med., νεῖκος δ. get it decided, Hes.Op.35; τὸ ζητούμενον Pl.Phlb.46b; decide among yourselves, ταῦτα . . ὅπως ποτ' ἔχει δ. D.32.28:—Pass., bring an issue to decision, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il.20.212; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed.Dor. ap. Th.5.79; διακριθεῖμεν περί τινος Pl.Euthphr. 7c; of combatants, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt.9.58; πρός τινα ὑπέρ τινος LXXJl.3(4).2; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7; διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2; τινί with one, Ep. Jud.9: abs., PMagd.1.15 (iii B.C.), etc.; also πόλεμος διακριθήσεται Hdt.7.206; of a person, to be judged, Polem.Call.18.    IV set [a place] apart for holy purposes, Pi.O.10(11).46.    V interpret a dream, etc., Ph.2.54, Junc. ap. Stob.4.50.95.    VI question, τοὺς ἰατρούς Arr.Epict.4.1.148.    VII doubt, hesitate, waver, Act.Ap. 11.12 (s.v.l.): usu. in Med. and Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib.10.20; μὴ διακριθῆτε Ev.Matt.21.21, cf. Ep.Rom.4.20.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνθα τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι διχῶς χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριθήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διακρίνω: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε κρίνω): - χωρίζω τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, διαχωρίζω, ὥστ’ αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Ἰλ. Β. 475· διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, «ξεχωρίζω» τοὺς διαμαχομένους, εἰσόκε δαίμων ἄμμε διακρίνη Η. 292, κτλ.· εἰ μὴ νύξ… διακρινέει μένος ἀνδρῶν Β. 387, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 18· δ. φιλέοντε Ὀδ. Δ. 179· ὡσαύτως, στήμονας συγκεχυμένους δ. Πλάτ. Κρατ. 388Β· δ. τὴν κόμην, διαχωρίζειν, Πλάτ. Ρωμ. 15. - Παθ., διαχωρίζομαι, ἐπὶ διαμαχομένων, διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας (Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. α΄) Ἰλ. Γ. 98, πρβλ. 102, Η. 306, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., διακρινέεσθαι Ὀδ. Σ. 149, Υ. 180· διακριθῆναι ἀπ’ ἀλλήλων Θουκ. 1.105, πρβλ. 3.9· διακρίνεσθαι πρὸς…, διαχωριζόμεθα καὶ ἑνούμεθα πρὸς διαφόρους μερίδας, ὁ αὐτ. 1.18. 2) παρὰ τοῖς παλαιοῖς φιλοσόφοις, χωρίζωδιαλύω εἰς τὰ στοιχειώδη μέρη, ἀντίθ. συγκρίνω, Ἀναξαγ. παρ’ Ἀριστ. Φυς. 8.9, 7, Ἐμπεδ. ἐν Μεταφ. 1.4, 8· - συχν. ἐν τῷ παθ., Ἐπίχ. 126 Ahr., Πλάτ. Φαίδωνι 71Β, Παρμ. 157Α, κτλ. ΙΙ. διακρίνω, βλέπω καλῶς, Λατ. discernere, καί κ’ ἀλαὸς… διακρίνειε τὸ σῆμα Ὀδ. Θ. 195· οὐδένα διακρίνων, ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ἡρόδ. 3.39· δ. τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας Πλάτ. Κρατ. 388Β· οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Διόδωρος Ἐπικλήρ. 1.8· ὡσαύτως, δ. τί τινος Πλάτ. Τιμ. 58Β, κτλ.· - ἀπολ., κάμνω διάκρισιν, ἡ νοῦσος διακρίνει ἐν οὐδενὶ Ἱππ. 486.32· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς και… Πλάτ. Φιλήβ. 52C· ἀλλ’ ὁ ὑπερσυντέλ. μετὰ παθ. σημασ., διεκέκριτο οὐδέν, οὐδεμία διάκρισις εἶχε γείνει, Θουκ. 1.49. ΙΙΙ. τακτοποιῶ, διαθέτω, ἀποφασίζω, ὁρίζω, Πίνδ. Ο. 8. 32· δ. δίκας Ἡρόδ. 1.100· διά τε κρίνουσι θέμιστας Θεόκρ. 25.46· ὡσαύτως ὁρίζω πυρετόν, ἀποφασίζω περὶ αὐτοῦ ἐκ τῆς κρίσεως εἰς ἣν ἦλθεν, Ἱππ. 137· δ. αἵρεσιν Ἡρόδ. 1.11· δ. εἰ… ὁ αὐτ. 7.54· δ. περί τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 719. - Μέσ., νεῖκος δ., διαχωρίζω, διαλύω τὴν φιλονικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 35· τὸ ζητούμενον Πλάτ. Φιλήβ. 46Β· ταῦταὅπως ποτὲ ἔχει δ. Δημ. 890.1. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔρχομαι εἰς απόφασιν, ἀποφασίζω, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν ὧδε διακρινθέντε Ἰλ. Υ. 212· αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλογα, διακριθῆμεν, Συνθήκ. Δωρ. παρὰ Θουκ. 5.79· διακριθεῖμεν περί τινος Πλάτ. Εὐθύφρ. 7C· ὡσαύτως ἐπὶ διαμαχομένων, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Ἡρόδ. 9.58· πρός τινα ὑπέρ τινος Ἑβδ. (Ἰωήλ, 3.2)· ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163.15. διακρίνεσθαι ἀπολ., Λατ. decertare, Πολύβ. 3.111, 2· τινι, πρός τινα, Ἐπ. Ἰούδ. 9· - μετὰ πλήρους παθ. σημασ., πόλεμος διακριθήσεται Ἡρόδ. 7.206. IV. ἀποχωρίζω [τόπον τινὰ] δι’ ἱεροὺς σκοπούς, Πίνδ. Ο. 10 (11), 56. V. ἑρμηνεύω (χρησμόν, ὄνειρον), Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 598. 43. VΙ. Μέσ. καὶ παθ., ἀμφιβάλλω, διστάζω, μηδὲν διακρινόμενος Πράξ. Ἀποστ. ι’, 20, ια’, 12· μὴ διακριθῆτε Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα´, 21, πρβλ. Ἐπ. π. Ρωμ. δ´, 20· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442.

French (Bailly abrégé)

f. διακρινῶ, etc.
I. séparer l’un de l’autre, particul. :
1 séparer en deux, séparer (deux armées, deux combattants, etc.);
2 séparer les uns des autres;
3 séparer en ses éléments primitifs;
II. distinguer, d’où
1 discerner par la vue;
2 distinguer : οὐδένα διακρίνων HDT sans distinction de personnes;
III. p. ext. décider, d’où
1 rendre un arrêt, décider, juger;
2 en gén. décider : οὐκ ἔχειν διακρῖναι εἰοὔτε εἰ HDT ne pouvoir décider si … ou si ; πόλεμος διακριθήσεται HDT la guerre sera décidée, càd terminée ; Pass. faire décider (une querelle) : μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα HDT décider une querelle en se mesurant avec qqn;
Moy. διακρίνομαι;
1 distinguer;
2 décider, trancher : δ. Ἄρηϊ THCR décider par la force des armes.
Étymologie: διά, κρίνω.

English (Autenrieth)

fut. διακρινέει, aor. διέκρῖνε, opt. διακρίνειε, pass. aor. διεκρίθην, 3 pl. διέκριθεν, opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, part. -θέντε, -θέντας, perf. part. διακεκριμένος, mid. fut. inf. διακρινέεσθαι: part, separate, distinguish; (αἰπόλια) ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, Il. 2.475; of parting combatants, μαχησόμεθ' εἰσόκε δαίμων | ἄμμε διακρίνῃ, Il. 7.292; ‘distinguish,’ Od. 8.195; freq. in passive.

English (Slater)

διακρῑνω (διακ' ρίνειν: aor. διέκρινε; διακρῖναι)
   a decide, judge ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶδυσπαλές (v. l. διακρῖναι) (O. 8.24) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων (P. 9.115) “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (Bergk: ἰδόντα διακρ. codd.) fr. 168. 6.
   b appoint, ordain Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (“locus obscurus: ambigunt utrum τοιαύταν αἶσαν (Hermann) an ἔτυμον λόγον (Boeckh) verbi διακρίνειν subiectum esse dicant: neutrum recte: accipias — verbum ad duos illos accusativos ἀπὸ κοινοῦ positum.” Schroeder) (P. 1.68)
   c divide up, and so mark off Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε (sc. Ἡρακλέης) (O. 10.46)