ὑπομένω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(SL_2)
(strοng)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὑπομένω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[support]] μακρὸν [[οὐχ]] ὑπέμεινεν ὄλβον (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.26)
|sltr=[[ὑπομένω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[support]] μακρὸν [[οὐχ]] ὑπέμεινεν ὄλβον (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.26)
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ὑπό]] and [[μένω]]; to [[stay]] [[under]] ([[behind]]), i.e. [[remain]]; [[figuratively]], to [[undergo]], i.e. [[bear]] (trials), [[have]] [[fortitude]], [[persevere]]: [[abide]], [[endure]], ([[take]]) [[patient]](-ly), [[suffer]], [[tarry]] [[behind]].
}}
}}

Revision as of 17:43, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομένω Medium diacritics: ὑπομένω Low diacritics: υπομένω Capitals: ΥΠΟΜΕΝΩ
Transliteration A: hypoménō Transliteration B: hypomenō Transliteration C: ypomeno Beta Code: u(pome/nw

English (LSJ)

fut. -μενῶ cj. in Epicur.Ep.1p.7U.:—

   A stay behind, Od.10.232, 258, Th.5.14, Lys.13.12, etc.; ἐν Σπάρτῃ Hdt.6.51, 7.209; ὑπομεινον ἕως ἂν παραγένηται PSI4.322.4 (iii B. C.): also, remain alive, Hdt.4.149: of things, to be left behind, remain, ὑπέμεινε τὸ παχύτερον Gal.7.664, cf. Sor.1.88, al.: generally, to be permanent, Arist.Cat. 5a28.    II trans.,    1 c. acc. pers., abide or await another, διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον X.An.4.1.21; esp. await his attack, bide the onset, Il.14.488, 16.814, al., Hdt.3.9, 4.3, al., App.BC5.81; ὑ. τὰς Σειρῆνας abide their presence, X.Mem.2.6.31; of evils, κακῶν ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑ. Pl.Phdr.250c, cf. Plb.1.81.3.    2 c. acc. rei, to be patient under, abide patiently, submit to any evil that threatens one, δουλείαν Th.1.8; πόνον X.Mem.2.1.3; ἀλγηδόνα Pl. Grg.478c; αἰσχρόν τι Id.Ap.28c, cf. Ti.49e; δούλειον ζυγόν Id.Lg. 770e; τοὺς ἄλλους λόγους Isoc.8.65; face, τὴν μέλλουσαν δουληΐην Hdt. 6.12; τὸ ἀγώνισμα τόλμης δεῖται τὸν κίνδυνον ὑπομεῖναι Gorg.8, cf. Isoc. 6.70; ἀπειλάς D.21.3; face up to, λόγον Pl.Hp.Ma.298d; οὐχὑπέμειναν τὰς δωρεάς they could not abide the gifts, i. e. scorned to accept them, Isoc.4.94; ὑ. τὴν κρίσιν await one's trial, Aeschin.2.6, cf. And.1.121, Lys.20.6: generally, wait for, τὴν ἑορτήν Th.5.50; μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον could not endure his great bliss, i. e. it turned his head, Pi.P.2.26.    3 abs., stand one's ground, stand firm, Il.5.498, 15.312, Hdt.6.96; ἐς ἀλκὴν ὑ. Th.3.108; ἐς χεῖρας Id.5.72; ἀνδρικῶς ὑ. Pl.Tht.177b; ὑπομένων καρτερεῖν endure patiently, Id.Grg.507b; ὑ. καὶ καρτερεῖν Id.La.193a.    4 c. inf., submit, bear, or dare to do a thing, wait to do, οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι he did not wait for us to know him, Od.1.410; ὑ. πονεῖν he submitted to toil, X.Mem.2.2.5, cf. 2.7.11, Pl.Lg.869c, D.18.204, PCair.Zen.8.22 (iii B. C.), Phld.Ir. p.46 W., etc.; ἀξιωθεὶς ὑπέμεινε γυμνασιαρχῆσαι IG12(3).331.16 (Thera, iii/ii B. C.).    5 with part. relating to the subject, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι if they shall dare to lift hand against me, Hdt.7.101, cf. 209; ὑπομένεις με κηδεύων you persist in... S.OT 1323 (lyr.); οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος he submits not to be helped, Pl.Grg.505c; πολύποδες ὑ. τεμνόμενοι Arist.HA534b28.    6 with part. relating to the object, ὑ. Ξέρξην ἐπιόντα await his coming, Hdt. 7.120, cf. Pl.Phd.104c, Mx.241a; οὐ . . γὰρ ἀπ' αὐτοῦ χωριζόμενον τὸ βρέφος ὑπέμενεν (sc. τὸ θηρίον) it (the elephant) could not bear the infant's being removed, Phylarch.36 J.: c. gen. part., φιλοῦντος ὑ. submit to his kissing, Ael.VH12.1.    7 in App.BC5.54, ὑ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ is prob. f. l. for ἐπιμεμενηκώς.    8 promise, c. fut. inf., Iamb.VP8.36.    9 admit of, like δέχομαι 111.3, D.H.Isoc.2; φοινίκων βάλανοι αἱ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν . . οὐδὲ τὴν ἀπόθεσιν ὑπομένουσιν Gal.Vict.Att.12.    10 τὴν ναυτίαν οὐχ ὑπομένουσιν do not suffer from seasickness, Sor.1.49; ἀλλοκότους φαντασίας τῆς ψυχῆς ὑπομενούσης experiencing, ib.39, cf. 31, al.; ὅταν ἔμφραξιν ὑπομένῃ ὁ πόρος χωρὶς αἰτίας undergoes obstruction, Aët.7.50.

German (Pape)

[Seite 1225] (s. μένω), zurückbleiben, an seiner Stelle bleiben, stehen bleiben, Od. 10, 232. 258; Soph. O. R. 1323; im Lande bleiben, Her. 7, 209; auch am Leben bleiben, 4, 149; – stehen bleiben, um einen feindlichen Angriff abzuwarten und zurückzuschlagen, Stand halten, sowohl absolut, Ἀργεῖοι δ' ὑπέμειναν ἀολλέες Il. 5, 498, Her. 6, 96. 9, 23, als c. accus., den Angriff, den Feind erwarten, ὁ δ' οὐχ ὑπέμεινεν ἐρωὴν Πηνελέοιο Il. 14, 488, οὐδ' ὑπέμειναν Πάτροκλον 16, 814, vgl. 17, 25. 175; eben so Her. 7, 120; Thuc. oft; οἷα ἐπιόντα ὑπέμειναν κατά γε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plat. Menex. 241 a; ἀνδρικῶς ὑπομεῖναι, im Ggstz von ἀνάνδρως φεύγειν, Theaet. 177 b; πῶς τὸ σὸν ἔγχος ἂν δύναιτο ὑπομεῖναι; Eur. Rhes. 463; Xen. Cyr. 7, 1,30 An. 6, 3,26; – auch = abwarten, τὴν ἑορτήν Thuc. 5, 50; – übh. ausharren, ausdauern, καὶ καρτερεῖν Plat. Lach. 193 b, vgl. Gorg. 507 b; und wie τλῆναι, über sich gewinnen, wagen, c. int., οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι, er wartete nicht ab, daß man ihn kennen lerne, Od. 1, 410; c. partic., ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, sie werden sich erdreisten, die Hände gegen mich zu erheben, Her. 7, 101; vgl. Jac. Ach. Tat. 660; – ertragen, erdulden, sich gefallen lassen, ὑπομένον καὶ δεξάμενον τὴν σμικρότητα Plat. Phaed. 102 e; auch ἀλγηδόνα, Gorg. 478 c; δούλειον ζυγόν Legg. VI, 770 e; τὴν πολιορκίαν Pol. 1, 24, 11, u. ä. oft; τοὺς νόμους Dem. 24, 135; ἀπειλάς 21, 3; φωνήν Aesch. 2, 1; κρίσιν Lys. 13, 63; Ggstz von ἀκολουθέω, Isocr. 4, 35; ἀγῶνας 4, 52; τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, sie ließen sich die Geschenke nicht gefallen, verschmähten sie, 4, 94. – Auch erwarten, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Plat. Phaedr. 250 c; Xen. An. 4, 1,21; ἡ κόλασις ὑπομένει αὐτόν Pol. 1, 81, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομένω: μέλλ. -μενῶ, μένω ὀπίσω, Ὀδ. Κ. 232, 258, Θουκ. 5. 14, Πλάτ., κλπ.· ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν χρόνον ὑπομένων Δημάρατος Ἡρόδοτ. 6. 51· τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ 7. 209 ὡσαύτως, μένω ἐν τῇ ζωῇ, διαμένω ζῶν, ὁ αὐτ. 4. 149· -καθόλου, εἶμαι διαρκής, αἰώνιος, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 8. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. προσ., περιμένω τινά, - μάλιστα δὲ περιμένω τὴν ἐπίθεσίν τινος, ἐκδέχομαί τινα, δὲν ἀποφεύγω τὴν παρουσίαν τινός, Ἰλ. Ξ. 488, Π. 814, κ. ἀλλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 3. 9., 4. 3, κ. ἀλλ.· καὶ Ἀττ., τὰς δέ γε Σειρῆνας... πάντας φασὶν ὑπομένειν καὶ ἀκούοντας αὐτῶν κηλεῖσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31· ἐπὶ ποινῶν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 250C, πρβλ. Πολύβ. 1. 81, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ὑπομένω μεθ’ ὑπομονῆς, ὑποκύπτω εἰς οἱονδήποτε κακόν, ὑποτάσσομαι χωρὶς ἀντιλογίας, ὑπομένω, δουλείαν (-ηίην) Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 8· πόνον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· ἀλγηδόνα Πλάτ. Γοργ. 478C· αἰσχρόν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 28C· τοῦτον τὸν λόγον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298D· δούλειον ζυγὸν ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 770Ε· κινδύνους Ἰσοκρ. 130D· τοὺς ἄλλους λόγους ὁ αὐτ. 172C· ἀπειλὰς Δημ. 516. 17· τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, περιεφρόνησαν, δὲν ἐδέχθησαν αὐτάς, Ἰσοκρ. 60Β· - ὑπ. τὴν κρίσιν, περιμένειν τὴν δίκην, Αἰσχίν 29. 4, πρβλ. Ἀνδοκ 16. 10, Λυσί. 158. 26· - καθόλου, περιμένω τι, τὴν ἑορτὴν Θουκ. 5. 50· - ὑπ. ὄλβον, κρατῶ, διακρατῶ, τηρῶ, Πινδ. Π. 2. 48. 3) ἀπολ., μένω ἐν τῷ τόπῳ μου, μένω σταθερός, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, μένω στερεός, ἀμετακίνητος, Ἰλ. Ε. 498, Ο 312, Ἡρόδ. 6. 96· οὕτως, ἐς ἀλκὴν ὑπ. Θουκ. 3. 108· ἐς χεῖρας ὁ αὐτ. 5. 72· ἀνδρικῶς ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 117Β· ὑπομένων καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507Β· ὑπ. καὶ καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Β. 4) μετ’ ἀπαρ., ὑπομένω ἢ τολμῶ νὰ πράξω τι, περιμένω νὰ πράξω τι, ἐμμένω ἐν τῇ πράξει, ὡς τὸ Λατ. poste, sustinere, οὐδ’ ὑπέμεινε γνώμεναι, οὐδ’ ἀνέμεινε νὰ γνωρίσωμεν, Ὀδ. Α. 410· ὑπ. πονεῖν, ὑπέκυψεν εἰς τὸν κόπον, εἰς τὴν ἐργασίαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5, πρβλ. 2. 7, 11, Πλάτ. Νόμ. 869C, Δημ. 296. 6, κλπ. 5) οὕτω μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ὑποκείμενον, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, ἐὰν τολμήσωσι νὰ ἐγείρωσι χεῖρας ἐναντίον μου, Ἡρόδ. 7 101, πρβλ. 209· ὑπομένεις με κηδεύων, ἐπιμένεις νά..., Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1323· οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος, δὲν συγκατανεύει νὰ ὠφεληθῇ, Πλάτ. Γοργ. 505C· μένω ἐν τῇ θέσει μου, πολύποδες οὕτω μὲν προέχονται ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ἀλλ’ ὑπομένειν τεμνόμενοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, κλπ. 6) μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ἀντικείμενον, ὑπ. Ξέρξεα ἐπιόντα, περιμένειν τὴν ἐπίθεσιν αὐτοῦ, Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 104C, Μενέξ. 251Α· οὐχ ὑπ. χωριζόμενον τὸ βρέφος, δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπομείνῃ τὸν χωρισμὸν τοῦ βρέφους, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· οὕτω μετὰ γεν. μετοχ., φιλοῦντος ὑπ., ὑποχωρῶ εἰς τὸ φίλημά του, δέχομαι νὰ μὲ φιλήσῃ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 7) ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ 5. 54, ὑπ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ, εἶναι πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἐπιμεμενηκώς. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, περιμένω τινά, μένω τεταμιευμένον δι’ αὐτόν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπομενῶ, ao. ὑπέμεινα, etc.
I. intr. 1 rester en arrière : οἱ ὑπομένοντες THC ceux qui étaient restés dans l’intérieur du pays;
2 rester là, demeurer, séjourner;
3 vivre;
II. tr. 1 attendre : τινα qqn ; avec l’inf. : οὐδ’ ὑπέμεινε γνώμεναι OD il n’attendit pas qu’on apprît à le connaître ; avec un suj. de chose et le rég. à l’acc. attendre, être réservé à;
2 attendre de pied ferme, soutenir le choc de, acc. ; en parl. d’animaux laisser s’approcher de soi, n’être pas farouche ou craintif;
3 supporter, endurer, acc. ; τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν ISOCR ils n’acceptèrent pas les présents, il les dédaignèrent ; avec un gén. : φιλοῦντος ὑπομεῖναι ÉL consentir à ce que qqn embrasse;
4 prendre sur soi, se charger de, entreprendre ; avec un part. : εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι HDT s’ils osent lever les mains contre moi, càd me résister.
Étymologie: ὑπό, μένω.

English (Autenrieth)

aor. ὑπέμεινα, inf. ὑπομεῖναι: remain, wait, sustain, withstand.

English (Slater)

ὑπομένω
   1 support μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον (sc. Ἰξίων) (P. 2.26)

English (Strong)

from ὑπό and μένω; to stay under (behind), i.e. remain; figuratively, to undergo, i.e. bear (trials), have fortitude, persevere: abide, endure, (take) patient(-ly), suffer, tarry behind.