ἐργαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(14)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ergastikos
|Transliteration C=ergastikos
|Beta Code=e)rgastiko/s
|Beta Code=e)rgastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to work, working, industrious</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.4</span> (Comp.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span> 81e</span> (v.l.), <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.1.6</span> ; <b class="b3">οἱ </b>. the <b class="b2">working men</b>, <span class="bibl">Plb.10.16.1</span> : Comp., <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.32J.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">skilled in producing</b>, c. gen, φωνῆς <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Sent.Vat.</span>45</span> : generally, <b class="b2">productive</b>, σωφροσύνης Phld.<span class="title">Mus.</span>p.24K.; ὑγιείας <span class="title">Gp.</span>11.2.6 ; <b class="b3">ἡ </b>. (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) the <b class="b2">art of manufacturing</b>, c. gen., <b class="b3">ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>280e</span>, <span class="bibl">281a</span> ; <b class="b3">τὸ τῆς τροφῆς </b>. the organ <b class="b2">that prepares</b> food, the mouth, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1290b27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of a workman</b>, <b class="b3">ἱμάτια</b> <span class="title">Lex.Mess.</span> in <span class="title">Rh.Mus.</span>47.412 (nisi <b class="b3">ἐργατ</b>-legend.).</span>
|Definition=ἐργαστική, ἐργαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to work]], [[working]], [[industrious]], Hp.''Prorrh.''2.4 (Comp.), Pl.''Men.'' 81e ([[varia lectio|v.l.]]), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.1.6; <b class="b3">οἱ ἐργαστικοί</b> the [[working men]], Plb.10.16.1: Comp., Phld.''Oec.''p.32J.<br><span class="bld">2</span> [[skilled in producing]], c. gen, φωνῆς Epicur. ''Sent.Vat.''45: generally, [[productive]], σωφροσύνης Phld.''Mus.''p.24K.; ὑγιείας ''Gp.''11.2.6; <b class="b3">ἡ ἐργαστική</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of manufacturing]], c. gen., <b class="b3">ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 280e, 281a; <b class="b3">τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν</b> the [[organ]] that [[prepare]]s [[food]], the [[mouth]], Arist.''Pol.''1290b27.<br><span class="bld">II</span> [[of a workman]], [[ἱμάτια]] ''Lex.Mess.'' in ''Rh.Mus.''47.412 (nisi [[ἐργατικός]] legend.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. [[τέχνη]], Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Theil, Arist. pol. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Teil, Arist. pol. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui peut]] <i>ou</i> qui sait travailler, travailleur, industrieux;<br /><b>2</b> [[qui façonne par le travail]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργαστικός:''' [[деятельный]], [[энергичный]] ([[στρατηγός]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐργαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, [[ἐργατικός]], [[ἐπιμελής]], Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. [[ἐργατικός]]. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ [[ὄργανον]] τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.
|lstext='''ἐργαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, [[ἐργατικός]], [[ἐπιμελής]], Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. [[ἐργατικός]]. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ [[ὄργανον]] τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut <i>ou</i> qui sait travailler, travailleur, industrieux;<br /><b>2</b> qui façonne par le travail.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐργαστικός]], -ή, -όν (AM) [[εργαστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μηχανής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[εργασία]], [[δραστήριος]] («τὸν στρατηγὸν [[εἶναι]] χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στην [[παραγωγή]], [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ ἐργαστικοί</i><br />οι εργάτες.
|mltxt=[[ἐργαστικός]], -ή, -όν (AM) [[εργαστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μηχανής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[εργασία]], [[δραστήριος]] («τὸν στρατηγὸν [[εἶναι]] χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στην [[παραγωγή]], [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ ἐργαστικοί</i><br />οι εργάτες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐργαστικός:''' -ή, -όν ([[ἐργάζομαι]]), [[ικανός]] προς [[εργασία]], [[εργατικός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐργαστικός]], ή, όν [[ἐργάζομαι]]<br />[[able]] to [[work]], [[working]], [[industrious]], Plat., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστικός Medium diacritics: ἐργαστικός Low diacritics: εργαστικός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ergastikós Transliteration B: ergastikos Transliteration C: ergastikos Beta Code: e)rgastiko/s

English (LSJ)

ἐργαστική, ἐργαστικόν,
A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 (Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6; οἱ ἐργαστικοί the working men, Plb.10.16.1: Comp., Phld.Oec.p.32J.
2 skilled in producing, c. gen, φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45: generally, productive, σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.; ὑγιείας Gp.11.2.6; ἡ ἐργαστική (sc. τέχνη) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt. 280e, 281a; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol.1290b27.
II of a workman, ἱμάτια Lex.Mess. in Rh.Mus.47.412 (nisi ἐργατικός legend.).

German (Pape)

[Seite 1019] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Teil, Arist. pol. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut ou qui sait travailler, travailleur, industrieux;
2 qui façonne par le travail.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐργαστικός: деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, ἐργατικός, ἐπιμελής, Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. ἐργατικός. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ ὄργανον τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.

Greek Monolingual

ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.

Greek Monotonic

ἐργαστικός: -ή, -όν (ἐργάζομαι), ικανός προς εργασία, εργατικός, επιμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι
able to work, working, industrious, Plat., Xen.