λύκη: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(13)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyki
|Transliteration C=lyki
|Beta Code=lu/kh
|Beta Code=lu/kh
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">morning twilight</b>, only in Macr.<span class="title">Sat.</span>1.17.37, as etym. of <b class="b3">λυκόφως, ἀμφιλύκη</b>; cf. λυκαυγής, λυκοειδής 11, <b class="b3">ἀμφιλύκη</b>.</span>
|Definition=[ῠ], ἡ, [[morning twilight]], only in Macr.''Sat.''1.17.37, as etym. of [[λυκόφως]], [[ἀμφιλύκη]]; cf. [[λυκαυγής]], [[λυκοειδής]] ΙΙ, [[ἀμφιλύκη]].
}}
{{ls
|lstext='''λύκη''': [[λέξις]] ῥιζικὴ ἀπαντῶσα μόνον παρὰ Macrob. ἐν Saturn. 1. 17, ἐξ ἧς παράγονται αἱ λ. [[λυκάβας]], [[λευκός]]· [[λυκόφως]], [[ἀμφιλύκη]], [[λύχνος]], [[λύγδος]]· πρβλ. Σανσκρ. ru΄k, rô΄k-ê (luceo)· Λατ. [[luceo]], [[lux]], [[luna]] (ἀντὶ lucna), [[lumen]], κτλ.· Γοτθ. liuh-ath ([[φῶς]])· Ἀρχ. Σκανδιν. ljös· Ἀρχ. Γερμ. lioht ([[light]])· Σλαυ. luc-a (luna), luc-i (lux)· Λιθ. laùk-as ([[pallidus]]), κτλ.· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[λεύσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λύκη]] (Α)<br />[[ξημέρωμα]], [[χαραυγή]], [[λυκαυγές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λύκη]] [[είναι]] αυτοτελώς [[αμάρτυρος]]. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό στο σύνθετο «εκ συναρπαγής» <i>ἀμφι</i>-[[λύκη]], «το [[τμήμα]] της νύχτας λίγο [[πριν]] να χαράξει». Και στη [[συνέχεια]] ως α' συνθετικό στους τ. [[λυκόφως]] και [[λυκαυγές]]. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λυκ</i>-της ΙΕ ρίζας <i>leyk</i>- ([[πρβλ]]. [[λεύσσω]] <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]], [[λύχνος]]). Και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ruca</i>- «[[φωτεινός]] [[λαμπρός]]» και <i>rus</i>- «φως» [[καθώς]] και με χεττιτ. <i>lukzi</i> «ξημερώνει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λύκη:''' φως, [[λέξη]]-[[ρίζα]] από την οποία παράγονται [[λυκάβας]], [[λύχνος]] κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[light]], a Root, [[whence]] [[come]] [[λυκάβας]], [[λύχνος]], etc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φῶς]]). Λέξη ριζική πού συναντᾶμε στίς λέξεις [[λυκάβας]] (=[[ἔτος]]), [[λυκαυγές]], [[λυκόφως]], [[λευκός]], [[λύχνος]], [[λύγδος]] (=τό [[ἄσπρος|ἄσπρο]] [[μάρμαρο]]), [[ἀμφιλύκη]] (=[[χάραμα|χαράματα]]).
}}
{{pape
|ptext=[[λύκη]], ἡ, ein [[sonst]] nicht vorkommendes Wort, [[wovon]] Macrob. <i>[[Saturn]]</i>. 1.17 [[λυκάβας]], [[λυκόφως]] und ä. ableitet; vgl. auch [[ἀμφιλύκη]], [[λύχνος]], <i>lux, [[luceo]]</i>, [[Licht]], und s. [[λύγη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκη Medium diacritics: λύκη Low diacritics: λύκη Capitals: ΛΥΚΗ
Transliteration A: lýkē Transliteration B: lykē Transliteration C: lyki Beta Code: lu/kh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, morning twilight, only in Macr.Sat.1.17.37, as etym. of λυκόφως, ἀμφιλύκη; cf. λυκαυγής, λυκοειδής ΙΙ, ἀμφιλύκη.

Greek (Liddell-Scott)

λύκη: λέξις ῥιζικὴ ἀπαντῶσα μόνον παρὰ Macrob. ἐν Saturn. 1. 17, ἐξ ἧς παράγονται αἱ λ. λυκάβας, λευκός· λυκόφως, ἀμφιλύκη, λύχνος, λύγδος· πρβλ. Σανσκρ. ru΄k, rô΄k-ê (luceo)· Λατ. luceo, lux, luna (ἀντὶ lucna), lumen, κτλ.· Γοτθ. liuh-ath (φῶς)· Ἀρχ. Σκανδιν. ljös· Ἀρχ. Γερμ. lioht (light)· Σλαυ. luc-a (luna), luc-i (lux)· Λιθ. laùk-as (pallidus), κτλ.· - πρβλ. ὡσαύτως λεύσσω.

Greek Monolingual

λύκη (Α)
ξημέρωμα, χαραυγή, λυκαυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύκη είναι αυτοτελώς αμάρτυρος. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό στο σύνθετο «εκ συναρπαγής» ἀμφι-λύκη, «το τμήμα της νύχτας λίγο πριν να χαράξει». Και στη συνέχεια ως α' συνθετικό στους τ. λυκόφως και λυκαυγές. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα λυκ-της ΙΕ ρίζας leyk- (πρβλ. λεύσσω < λευκός, λύχνος). Και συνδέεται με αρχ. ινδ. ruca- «φωτεινός λαμπρός» και rus- «φως» καθώς και με χεττιτ. lukzi «ξημερώνει»].

Greek Monotonic

λύκη: φως, λέξη-ρίζα από την οποία παράγονται λυκάβας, λύχνος κ.λπ.

Middle Liddell

light, a Root, whence come λυκάβας, λύχνος, etc.

Mantoulidis Etymological

(=φῶς). Λέξη ριζική πού συναντᾶμε στίς λέξεις λυκάβας (=ἔτος), λυκαυγές, λυκόφως, λευκός, λύχνος, λύγδος (=τό ἄσπρο μάρμαρο), ἀμφιλύκη (=χαράματα).

German (Pape)

λύκη, ἡ, ein sonst nicht vorkommendes Wort, wovon Macrob. Saturn. 1.17 λυκάβας, λυκόφως und ä. ableitet; vgl. auch ἀμφιλύκη, λύχνος, lux, luceo, Licht, und s. λύγη.