πρόδομος: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodomos | |Transliteration C=prodomos | ||
|Beta Code=pro/domos | |Beta Code=pro/domos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[chamber entered immediately from the fore-court]], ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Il.9.473; ἐν προδόμῳ δόμου 24.673, Od.4.302: later, in temples, opp. [[ὀπισθόδομος]], ''SIG''247 ''I''227 (Delph., iv B.C.):—also [[πρόδομον]], τό, ''Inscr.Délos''370.14(iii B.C.), ''CIG''2754 (Aphrodisias).<br><span class="bld">πρόδομος</span>, ον, [[before the house]], ἀοιδαί B.6.14; πυρή ''AP''6.285 (Nicarch.): c. gen., <b class="b3">Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων</b> ([[πρόδρομος]] codd.) A.''Fr.''388(anap.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0717.png Seite 717]] vor dem Hause befindlich, Suid. ὁ, Vorhaus, Vorsaal, das Zimmer des Hauses, in welches man, von dem Hofe kommend, zuerst eintritt; ἐνὶ προδόμῳ [[πρόσθεν]] θαλάμοιο θυράων, Il. 9, 473, ἐν προδόμῳ δόμου [[αὐτόθι]] κοιμήσαντο, 24, 673, u. so oft als Ort zum Schlafen, wie die Halle benutzt; διὰ προδόμων, Eur. Or. 1495; auch in späterer Prosa, Luc. asin. 22; vgl. VLL. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est devant la maison ; ὁ [[πρόδομος]] le vestibule.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δόμος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρό-δομος -ον. voor het huis:; μόλε πρόδομος kom het huis uit Eur. Phoen. 296; subst. ὁ πρόδομος hal, voorvertrek. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόδομος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[передняя часть дома]] (ἐν προδόμῳ δόμου Hom.).<br />находящийся перед домом ([[Ἑκάτη]] Aesch.). | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[vestibule]], a [[portico]] [[before]] the [[house]], supported by pillars (see [[plate]] III. D D, at [[end]] of [[volume]]), Il. 9.473, Od. 4.302, cf. Od. 8.57. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[πρόδομος]], forecourt τεὸν πρόδομον (coni. Schr.: τεόν τε δόμον codd.: τε del. Wil.: γε δόμον Mosch) (P. 7.11) ] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. [[πρόδομος]], -ον, Α<br />ο [[πρώτος]] [[χώρος]] της οικίας στον οποίο εισέρχεται [[κανείς]], [[προθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] που βρίσκεται [[εμπρός]] από κάποια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως ο [[πρόδομος]] του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω [[κοιλία]], ο [[πρόδομος]] του κόλπου, ο [[πρόδομος]] του λάρυγγα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από την [[οικία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κοιτώνας]] τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου [[αὐτόθι]] κοιμήσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] «[[δωμάτιο]], [[σπίτι]]» ([[πρβλ]]. [[οπισθόδομος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόδομος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από το [[σπίτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• [[πρόδομος]]:</b> -ον, [[δωμάτιο]] που βρίσκεται [[αμέσως]] [[μετά]] την <i>αὐλήν</i>· χρησιμοποιούναν ως [[ξενώνας]], σε Όμηρ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρόδομος''': ὁ, ἢ πρόδομον, τό, τὸ [[μέρος]] τῆς οἰκίας εἰς ὃ εἰσέρχεταί τις εὐθὺς ἐκ τῆς αὐλῆς, χρησιμεῦον ὡς κοιτὼν τῶν ξενιζομένων, ἑνὶ προδόμῳ [[πρόσθεν]] θαλάμοιο θυράων Ἰλ. Ι. 473· ἐν προδόμῳ δόμου Ἰλ. Ω. 673· τὸ αὐτὸ καὶ [[αἴθουσα]], πρβλ. Ὀδ. Δ. 302 πρὸς 297· ― τὸ πρόδομον ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1233, 2754. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πρό-δομος, ὁ,<br />the [[chamber]] entered [[immediately]] from the [[αὐλή]], serving as the guests' sleeping-[[room]], Hom. <br />πρό-δομος, ον,<br />[[before]] the [[house]], Anth. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ὁ [[χῶρος]] μπροστά ἀπό τό σπίτι [[μετά]] τήν [[αὐλή]]). Ἀπό τό [[πρό]] + [[δόμος]] τοῦ [[δέμω]] (=[[χτίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A chamber entered immediately from the fore-court, ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Il.9.473; ἐν προδόμῳ δόμου 24.673, Od.4.302: later, in temples, opp. ὀπισθόδομος, SIG247 I227 (Delph., iv B.C.):—also πρόδομον, τό, Inscr.Délos370.14(iii B.C.), CIG2754 (Aphrodisias).
πρόδομος, ον, before the house, ἀοιδαί B.6.14; πυρή AP6.285 (Nicarch.): c. gen., Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων (πρόδρομος codd.) A.Fr.388(anap.).
German (Pape)
[Seite 717] vor dem Hause befindlich, Suid. ὁ, Vorhaus, Vorsaal, das Zimmer des Hauses, in welches man, von dem Hofe kommend, zuerst eintritt; ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων, Il. 9, 473, ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο, 24, 673, u. so oft als Ort zum Schlafen, wie die Halle benutzt; διὰ προδόμων, Eur. Or. 1495; auch in späterer Prosa, Luc. asin. 22; vgl. VLL.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est devant la maison ; ὁ πρόδομος le vestibule.
Étymologie: πρό, δόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-δομος -ον. voor het huis:; μόλε πρόδομος kom het huis uit Eur. Phoen. 296; subst. ὁ πρόδομος hal, voorvertrek.
Russian (Dvoretsky)
πρόδομος: II ὁ передняя часть дома (ἐν προδόμῳ δόμου Hom.).
находящийся перед домом (Ἑκάτη Aesch.).
English (Autenrieth)
vestibule, a portico before the house, supported by pillars (see plate III. D D, at end of volume), Il. 9.473, Od. 4.302, cf. Od. 8.57.
English (Slater)
πρόδομος, forecourt τεὸν πρόδομον (coni. Schr.: τεόν τε δόμον codd.: τε del. Wil.: γε δόμον Mosch) (P. 7.11) ]
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. πρόδομος, -ον, Α
ο πρώτος χώρος της οικίας στον οποίο εισέρχεται κανείς, προθάλαμος
νεοελλ.
χώρος που βρίσκεται εμπρός από κάποια κοιλότητα του σώματος, όπως ο πρόδομος του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω κοιλία, ο πρόδομος του κόλπου, ο πρόδομος του λάρυγγα κ.λπ.
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται μπροστά από την οικία
2. το αρσ. ως ουσ. ο κοιτώνας τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο», Ομ. Ιλ.)
β) ο πρόναος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δόμος «δωμάτιο, σπίτι» (πρβλ. οπισθόδομος)].
Greek Monotonic
πρόδομος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από το σπίτι, σε Ανθ.
• πρόδομος: -ον, δωμάτιο που βρίσκεται αμέσως μετά την αὐλήν· χρησιμοποιούναν ως ξενώνας, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδομος: ὁ, ἢ πρόδομον, τό, τὸ μέρος τῆς οἰκίας εἰς ὃ εἰσέρχεταί τις εὐθὺς ἐκ τῆς αὐλῆς, χρησιμεῦον ὡς κοιτὼν τῶν ξενιζομένων, ἑνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Ἰλ. Ι. 473· ἐν προδόμῳ δόμου Ἰλ. Ω. 673· τὸ αὐτὸ καὶ αἴθουσα, πρβλ. Ὀδ. Δ. 302 πρὸς 297· ― τὸ πρόδομον ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1233, 2754.
Middle Liddell
πρό-δομος, ὁ,
the chamber entered immediately from the αὐλή, serving as the guests' sleeping-room, Hom.
πρό-δομος, ον,
before the house, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ χῶρος μπροστά ἀπό τό σπίτι μετά τήν αὐλή). Ἀπό τό πρό + δόμος τοῦ δέμω (=χτίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.