βεβαιότης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vevaiotis
|Transliteration C=vevaiotis
|Beta Code=bebaio/ths
|Beta Code=bebaio/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">steadfastness, stability</b>, τῆς οὐσίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>386a</span>; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>503c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>735a</span>, <span class="bibl">790b</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1100b12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">assurance, certainty</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>277d</span>; <b class="b2">security, safety</b>, βεβαιότητος ἕνεκα <span class="bibl">Th.4.66</span>; β. καὶ ἀσφάλεια <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>19</span>.</span>
|Definition=βεβαιότητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[steadfastness]], [[stability]], τῆς οὐσίας [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''386a; μετὰ [[ἡσυχία]]ς καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.''R.''503c, cf. ''Lg.''735a, 790b, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1100b12.<br><span class="bld">2</span> [[assurance]], [[certainty]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''277d; [[security]], [[safety]], βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; βεβαιότης καὶ [[ἀσφάλεια]] Plu.''Fab.''19.
}}
{{DGE
|dgtxt=βεβαιότητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[firmeza]], [[estabilidad]] τῆς οὐσίας Pl.<i>Cra</i>.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.<i>R</i>.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.<i>Lg</i>.735a, θέσεως Pl.<i>Lg</i>.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.<i>EN</i> 1100<sup>b</sup>13, προσώπου Aq.<i>Ps</i>.59.6, cf. Sm.35.6.<br /><b class="num">2</b> [[seguridad]], [[certeza]] βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.<i>Phdr</i>.277d<br /><b class="num"></b>[[garantía]] ἐφρούρουν βεβαιότητος [[ἕνεκα]] τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.<i>Fab</i>.19<br /><b class="num"></b>[[lealtad]] ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] ητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] βεβαιότητος, ἡ, [[Festigkeit]], [[Sicherheit]], [[Zuverlässigkeit]], Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=βεβαιότητος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[solidité]], [[stabilité]];<br /><b>2</b> [[sécurité]], [[sûreté]].<br />'''Étymologie:''' [[βέβαιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· [[μετὰ]] βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66.
|elnltext=[[βεβαιότης]] βεβαιότητος, ἡ [[βέβαιος]] [[stevigheid]], [[stabiliteit]], [[zekerheid]], [[betrouwbaarheid]]:. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] τῶν Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... [[ζῆν]] leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι [[κράτος]] [[οὐκ]] [[εἶχον]] οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ητος () :<br /><b>1</b> solidité, stabilité;<br /><b>2</b> sécurité, sûreté.<br />'''Étymologie:''' [[βέβαιος]].
|elrutext='''βεβαιότης:''' βεβαιότητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[устойчивость]], [[прочность]], [[надежность]], Plat., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[верность]], [[обеспеченность]], [[безопасность]] (βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Thuc.);<br /><b class="num">3</b> [[достоверность]], [[определенность]] (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[firmeza]], [[estabilidad]] τῆς οὐσίας Pl.<i>Cra</i>.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.<i>R</i>.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.<i>Lg</i>.735a, θέσεως Pl.<i>Lg</i>.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.<i>EN</i> 1100<sup>b</sup>13, προσώπου Aq.<i>Ps</i>.59.6, cf. Sm.35.6.<br /><b class="num">2</b> [[seguridad]], [[certeza]] βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.<i>Phdr</i>.277d<br /><b class="num">•</b>[[garantía]] ἐφρούρουν βεβαιότητος [[ἕνεκα]] τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.<i>Fab</i>.19<br /><b class="num">•</b>[[lealtad]] ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.
|mdlsjtxt=[from [[βέβαιος]]<br />[[firmness]], [[steadfastness]], [[stability]], [[assurance]], [[certainty]], Thuc., Plat.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''βεβαιότης:''' βεβαιότητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''βεβαιότης''': βεβαιότητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[firmitas]], [[firma cautio]]'', [[firmness]], [[surety]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.51.1/ 4.51.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.66.4/ 4.66.4],<br>''[[praesidii causa]]'', [[for protection]]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.132.2/ 4.132.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:59, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιότης Medium diacritics: βεβαιότης Low diacritics: βεβαιότης Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: bebaiótēs Transliteration B: bebaiotēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaio/ths

English (LSJ)

βεβαιότητος, ἡ,
A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist.EN1100b12.
2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; βεβαιότης καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.

Spanish (DGE)

βεβαιότητος, ἡ
1 firmeza, estabilidad τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.R.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.Lg.735a, θέσεως Pl.Lg.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.EN 1100b13, προσώπου Aq.Ps.59.6, cf. Sm.35.6.
2 seguridad, certeza βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.Phdr.277d
garantía ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.Fab.19
lealtad ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.

German (Pape)

[Seite 440] βεβαιότητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

βεβαιότητος (ἡ) :
1 solidité, stabilité;
2 sécurité, sûreté.
Étymologie: βέβαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβαιότης βεβαιότητος, ἡ βέβαιος stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... ζῆν leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι κράτος οὐκ εἶχον οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.

Russian (Dvoretsky)

βεβαιότης: βεβαιότητος ἡ
1 устойчивость, прочность, надежность, Plat., Plut.;
2 верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος ἕνεκα Thuc.);
3 достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).

Middle Liddell

[from βέβαιος
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.

Greek Monotonic

βεβαιότης: βεβαιότητος, ἡ, σταθερότητα, ευστάθεια, ορθότητα, αποφασιστικότητα, ασφάλεια, εγγύηση, διαβεβαίωση, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότης: βεβαιότητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.

English (Woodhouse)

assurance, certainty, durability, security, steadfastness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

firmitas, firma cautio, firmness, surety, 4.51.1, 4.66.4,
praesidii causa, for protection. 4.132.2.