καταστηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastimatikos
|Transliteration C=katastimatikos
|Beta Code=katasthmatiko/s
|Beta Code=katasthmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pertaining to a state</b> or <b class="b2">condition</b> (cf. foreg. <span class="bibl">1</span>), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>2</span>, cf. Metrod.<span class="title">Fr.</span>29. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (cf. καθίστημι B.4) <b class="b2">sedate</b>, of persons, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>2</span>; διάθεσις τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.114</span> D.; of musical instruments, <b class="b2">calming</b>, v.l. for -<b class="b3">στατικά</b> in <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.198</span> C.</span>
|Definition=καταστηματική, καταστηματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[pertaining to a state]] or [[condition]] (cf. [[κατάστημα]] ''1''), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.''Fr.''2, cf. Metrod.''Fr.''29.<br><span class="bld">II</span> (cf. [[καθίστημι]] B.4) [[sedate]], of persons, Plu.''TG''2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.''in Epict.''p.114 D.; of musical instruments, [[calming]], [[varia lectio|v.l.]] for -[[στατικά]] in Procl.''in Alc.''p.198 C.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταστηματικός''': -ή, -όν, [[εὐσταθής]], [[ἀτάραχος]], ἐπὶ προσώπων, [[ἤρεμος]], βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. [[ἐκστατικός]], Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· [[ὡσαύτως]] [[μέτριος]], [[ἥσυχος]], ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ [[οἷον]] [[ἀοχλησία]] Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· [[μέλος]] κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ [[σπονδεῖον]] Walz Ρήτ. 5. 458.
|btext=ή, όν :<br />[[posé]], [[calme]].<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταστηματικός -ή -όν [κατάστημα] [[kalm]], [[rustig]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[gesetzt]], [[ruhig]]</i>, βλέμματι καὶ κινήματι [[πρᾶος]] καὶ κατ. Plut. <i>T.Gracch</i>. 2; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἐκστατικός]], <i>Schol. Plat. Rep</i>. III p. 131.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]].
|elrutext='''καταστηματικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[уравновешенный]], [[спокойный]] ([[πρᾶος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[умеренный]], [[тихий]] ([[ἡδονή]] Epicur. ap. Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστηματικός]], -ή, -όν (Α) [[κατάστημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατάσταση]], στη [[διάθεση]] του σώματος ή της ψυχής<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε σταθερή [[κατάσταση]], [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ατάραχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>3.</b> (για μουσικό [[μέλος]] ή όργανο) [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[πράος]], [[ήρεμος]] («[[μέλος]] καταστηματικὸν τὸ τὴν [[πραότητα]] ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ σπονδεῑον»).
|mltxt=[[καταστηματικός]], -ή, -όν (Α) [[κατάστημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατάσταση]], στη [[διάθεση]] του σώματος ή της ψυχής<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε σταθερή [[κατάσταση]], [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ατάραχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>3.</b> (για μουσικό [[μέλος]] ή όργανο) [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[πράος]], [[ήρεμος]] («[[μέλος]] καταστηματικὸν τὸ τὴν [[πραότητα]] ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ σπονδεῖον»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστηματικός:''' -ή, -όν, [[ευσταθής]], [[ατάραχος]]· [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταστηματικός:''' -ή, -όν, [[ευσταθής]], [[ατάραχος]]· [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστηματικός:''' <b class="num">1)</b> уравновешенный, спокойный ([[πρᾶος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> умеренный, тихий ([[ἡδονή]] Epicur. ap. Diog. L.).
|lstext='''καταστηματικός''': -ή, -όν, [[εὐσταθής]], [[ἀτάραχος]], ἐπὶ προσώπων, [[ἤρεμος]], βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. [[ἐκστατικός]], Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· [[ὡσαύτως]] [[μέτριος]], [[ἥσυχος]], ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ [[οἷον]] [[ἀοχλησία]] Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· [[μέλος]] κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ [[σπονδεῖον]] Walz Ρήτ. 5. 458.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταστηματικός]], ή, όν [from [[κατάστημα]]<br />established: [[sedate]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστηματικός Medium diacritics: καταστηματικός Low diacritics: καταστηματικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastēmatikós Transliteration B: katastēmatikos Transliteration C: katastimatikos Beta Code: katasthmatiko/s

English (LSJ)

καταστηματική, καταστηματικόν,
A pertaining to a state or condition (cf. κατάστημα 1), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.Fr.2, cf. Metrod.Fr.29.
II (cf. καθίστημι B.4) sedate, of persons, Plu.TG2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.in Epict.p.114 D.; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in Procl.in Alc.p.198 C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
posé, calme.
Étymologie: κατάστημα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστηματικός -ή -όν [κατάστημα] kalm, rustig.

German (Pape)

ή, όν, gesetzt, ruhig, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾶος καὶ κατ. Plut. T.Gracch. 2; Gegensatz ἐκστατικός, Schol. Plat. Rep. III p. 131.

Russian (Dvoretsky)

καταστηματικός:
1 уравновешенный, спокойный (πρᾶος καὶ κ. Plut.);
2 умеренный, тихий (ἡδονή Epicur. ap. Diog. L.).

Greek Monolingual

καταστηματικός, -ή, -όν (Α) κατάστημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση του σώματος ή της ψυχής
2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος
3. (για μουσικό μέλος ή όργανο) καταπραϋντικός, κατευναστικός, πράος, ήρεμοςμέλος καταστηματικὸν τὸ τὴν πραότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον»).

Greek Monotonic

καταστηματικός: -ή, -όν, ευσταθής, ατάραχος· ήρεμος, γαλήνιος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστηματικός: -ή, -όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός, Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.

Middle Liddell

καταστηματικός, ή, όν [from κατάστημα
established: sedate, Plut.