κατάγνωσις: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(nl) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katagnosis | |Transliteration C=katagnosis | ||
|Beta Code=kata/gnwsis | |Beta Code=kata/gnwsis | ||
|Definition= | |Definition=καταγνώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[thinking ill of]], [[thinking low of]] or [[contemptuous]] [[opinion]] of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; [[moral]] [[condemnation]], [[blame]], [[censure]], Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.<br><span class="bld">II</span> [[judgement]] [[give]]n [[against]] one, [[condemnation]], Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; [[κατάγνωσις τοῦ θανάτου]] = [[sentence to death]], X.Mem.4.8.1.<br><span class="bld">III</span> [[dereliction of duty]], PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ἡ, [[Verurteilung]], Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; [[Mißbilligung]], [[Geringschätzung]], Thuc. 3, 16; καὶ [[προσκοπή]] Pol. 6, 6, 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[mauvaise opinion de]];<br /><b>2</b> [[condamnation]].<br />'''Étymologie:''' [[καταγιγνώσκω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατά-γνωσις -εως, ἡ [[minachting]]:. διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν uit geringschatting voor hun zwakte Thuc. 3.16.1. veroordeling:. [[κατάγνωσις τοῦ θανάτου]] = [[doodvonnis]] Xen. Mem. 4.8.1. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατάγνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[невысокое мнение]], [[пренебрежительное отношение]]: διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας [[σφῶν]] Thuc. будучи убеждены в их слабости;<br /><b class="num">2</b> [[осуждение]], [[обвинительный приговор]] (ἐκ τῆς [[βουλῆς]] Arst.): μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. путем несправедливого осуждения; κ. τοῦ θανάτου Xen. осуждение на смерть;<br /><b class="num">3</b> [[порицание]], [[упрек]] Polyb. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάγνωσις]], ἡ (Α) [[καταγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[αποδοκιμασία]] («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ | |mltxt=[[κατάγνωσις]], ἡ (Α) [[καταγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[αποδοκιμασία]] («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μομφή]], [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[δυσμενής]] [[κρίση]], [[καταδίκη]] («τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> η [[παράλειψη]] του καθήκοντος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν. | |lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατάγνωσις''': -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· [[μομφή]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. [[κρίσις]] γινομένη κατά τινος, [[καταδίκη]], Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατάγνωσις]], εως [[καταγιγνώσκω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[thinking]] ill of, a low or [[contemptuous]] [[opinion]] of, c. gen., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[judgment]] given [[against]] one, condemnation, Thuc., Dem.; τοῦ θανάτου to [[death]], Xen. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[condemnation]], [[judgment pronounced]], [[sentence to punishment]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[iudicium]]'', [[judgment]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.16.1/ 3.16.1],<br>''[[condemnatio]]'', [[condemnation]], [[conviction]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.8/ 3.82.8]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[censure]]=== | ||
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: [[Tadel]], [[Zurechtweisung]], [[Kritik]], [[Ermahnung]], [[Tadeln]], [[Zurechtweisen]], [[Kritisieren]], [[Ermahnen]]; Greek: [[κριτική]], [[επίκριση]], [[μομφή]]; Ancient Greek: [[ἐγκλησία]], [[ἐπηγορία]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπιτίμημα]], [[κάκισις]], [[κακισμός]], [[κατάγνωσις]], [[κατηγόρημα]], [[μέμψις]], [[μομφή]], [[μῦμαρ]], [[μῶμαρ]], [[μώμημα]], [[μώμησις]], [[μῶμος]], [[ὀνείδισμα]], [[ὄνειδος]], [[ὄνοσις]], [[ψέξις]], [[ψόγος]]; Middle English: blame; Russian: [[порицание]], [[нарекание]]; Sanskrit: निन्दा; Spanish: [[censura]]; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:08, 16 November 2024
English (LSJ)
καταγνώσεως, ἡ,
A thinking ill of, thinking low of or contemptuous opinion of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; moral condemnation, blame, censure, Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.
II judgement given against one, condemnation, Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; κατάγνωσις τοῦ θανάτου = sentence to death, X.Mem.4.8.1.
III dereliction of duty, PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1343] ἡ, Verurteilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ προσκοπή Pol. 6, 6, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 mauvaise opinion de;
2 condamnation.
Étymologie: καταγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-γνωσις -εως, ἡ minachting:. διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν uit geringschatting voor hun zwakte Thuc. 3.16.1. veroordeling:. κατάγνωσις τοῦ θανάτου = doodvonnis Xen. Mem. 4.8.1.
Russian (Dvoretsky)
κατάγνωσις: εως ἡ
1 невысокое мнение, пренебрежительное отношение: διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν Thuc. будучи убеждены в их слабости;
2 осуждение, обвинительный приговор (ἐκ τῆς βουλῆς Arst.): μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. путем несправедливого осуждения; κ. τοῦ θανάτου Xen. осуждение на смерть;
3 порицание, упрек Polyb.
Greek Monolingual
κατάγνωσις, ἡ (Α) καταγιγνώσκω
1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.)
2. μομφή, κατηγορία
3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου», Ξεν.)
4. η παράλειψη του καθήκοντος.
Greek Monotonic
κατάγνωσις: -εως, ἡ (καταγιγνώσκω)·
I. κατάκριση, χαμηλή εκτίμηση ή περιφρονητική άποψη για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.
II. κρίση που δίνεται εναντίον κάποιου, καταδίκη, στον ίδ., σε Δημ.· τοῦ θανάτου, καταδίκη σε θάνατο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· μομφή, κατηγορία, κατάκρισις, Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. κρίσις γινομένη κατά τινος, καταδίκη, Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.
Middle Liddell
κατάγνωσις, εως καταγιγνώσκω
I. a thinking ill of, a low or contemptuous opinion of, c. gen., Thuc.
II. judgment given against one, condemnation, Thuc., Dem.; τοῦ θανάτου to death, Xen.
English (Woodhouse)
condemnation, judgment pronounced, sentence to punishment
Lexicon Thucydideum
iudicium, judgment, 3.16.1,
condemnatio, condemnation, conviction, 3.82.8.
Translations
censure
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur