ἀρτέομαι: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(1) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arteomai | |Transliteration C=arteomai | ||
|Beta Code=a)rte/omai | |Beta Code=a)rte/omai | ||
|Definition=Ion. Verb, Pass., < | |Definition=Ion. Verb, Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be prepared]], [[make ready]], c. inf., οἱ δὲ αὖτις πολεμέειν.. ἀρτέοντο [[Herodotus|Hdt.]]5.120; ἀρτέετο ἐς πόλεμον Id.8.97.<br><span class="bld">II</span> Med., c. acc., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι Id.7.143. (Cf. <b class="b3">ἀν-, παρ-αρτέομαι</b>. Akin to [[ἀρτίζομαι]], not to [[ἀρτάομαι]].) | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=jón. [[prepararse]], [[aprestarse a]] πολεμέειν Hdt.5.120, ἐς πόλεμον Hdt.8.97, ναυμαχίην Hdt.7.143.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de la raíz *<i>H2er</i>- que da lugar a [[ἀραρίσκω]], etc., y c. suf. -<i>t</i>-. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀρτοῦμαι]];<br />être préparé ; être prêt.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀραρίσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀρτέομαι''': μόνον ἐν τῷ παθητικῷ τύπῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, μετ’ ἀπαρεμ., οἱ δὲ [[αὖτις]] πολεμεῖν... ἀρτέοντο Ἡρόδ. 5. 120· [[ὡσαύτως]], ἀρτέετο ἐς πόλεμον 8. 97· - μετ’ αἰτ., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι (πρβλ. ναυμαχίην παρασκευασαμένους, ὀλίγον ἀνωτέρω), 7. 143· - τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο δυσκόλως δύναται νὰ [[εἶναι]] Ἰων. [[τύπος]] τοῦ ἀρτάομαι, μεθ’ οὗ οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν κατὰ τὴν σημασίαν, [[καθότι]] [[εἶναι]] ἀκριβῶς ταὐτόσημον τῷ ἀρτύομαι ἢ ἀρτίζομαι: - ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις ἀν-, παρ-, αρτέομαι, πρβλ. Veitch ἐν λ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτέομαι]] (Α)<br />ετοιμάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[αρτέομαι]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» του ρ. [[αραρίσκω]], παρεκτεταμένη με ένα -<i>τ</i>- ( | |mltxt=[[ἀρτέομαι]] (Α)<br />ετοιμάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[αρτέομαι]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» του ρ. [[αραρίσκω]], παρεκτεταμένη με ένα -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[άρτι]]). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του [[άρτι]] δεν ευσταθεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άρτησις]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αναρτέομαι</i>, [[παραρτέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[prepare]], [[make ready]] (Hdt.)<br />Derivatives: [[ἄρτησις]] (Hdt.). - [[ἀρτίζω]] (cf. [[αἰτέω]]: [[αἰτίζω]]) [[prepare]] (Theoc.; [[καταρτίζω]] Hdt.). The [[s-]]stem in [[ἐπαρτής]] [[ready]] (Od.) does not require an [[s-]]stem noun.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From the root <b class="b3">ἀρ-</b> in [[ἀραρίσκω]], through a noun in <b class="b3">-τ-</b>, cf. Schwyzer 705f.; not directly from [[ἄρτι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> as Pass. to be [[prepared]], get [[ready]], make [[ready]], c. inf., πολεμεῖν [[ἀρτέοντο]], [[ἀρτέετο]] ἐς πόλεμον Hdt.; also,<br /><b class="num">II.</b> as Mid., c. acc., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι to [[prepare]] a sea-[[fight]], Hdt. [Akin to [[ἀρτύω]], not to [[ἀρτάω]].] | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀρτέομαι''': {artéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[sich rüsten]], [[bereit machen]],<br />'''Composita''': auch in Komp. ἀν-, [[παραρτέομαι]] (Hdt., Arr.).<br />'''Derivative''': Ableitung [[ἄρτησις]] (Hdt. 1, 195; aber [[varia lectio|v.l.]] [[ἄρτισις]], von [[ἀρτίζω]]). — Daneben [[ἀρτίζω]] (vgl. [[αἰτέω]]: [[αἰτίζω]]) [[bereit machen]], [[ausrüsten]] (Theok., D. S. u. a., [[καταρτίζω]] Hdt. usw.), das indessen auch auf [[ἄρτι]] (s. d.) zurückgehen kann.<br />'''Etymology''': Letzten Endes geht [[ἀρτέομαι]] auf ἀρ- in [[ἀραρίσκω]] zurück; als Zwischenglied diente wohl eine nominale Bildung auf -τ-, vgl. Schwyzer 705f. Direkte Ableitung von [[ἄρτι]] ist nicht glaubhaft. Vgl. noch [[ἐπαρτής]] [[gerüstet]] (Od., A. R.), wohl von [[ἐπαρτίζω]] (Hp., A. R.). Ein neutrales Subst. *[[ἄρτος]] anzusetzen (Schwyzer 512), ist unnötig. — S. auch [[ἀρτέμων]].<br />'''Page''' 1,154 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:15, 16 March 2024
English (LSJ)
Ion. Verb, Pass.,
A to be prepared, make ready, c. inf., οἱ δὲ αὖτις πολεμέειν.. ἀρτέοντο Hdt.5.120; ἀρτέετο ἐς πόλεμον Id.8.97.
II Med., c. acc., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι Id.7.143. (Cf. ἀν-, παρ-αρτέομαι. Akin to ἀρτίζομαι, not to ἀρτάομαι.)
Spanish (DGE)
jón. prepararse, aprestarse a πολεμέειν Hdt.5.120, ἐς πόλεμον Hdt.8.97, ναυμαχίην Hdt.7.143.
• Etimología: Deriv. de la raíz *H2er- que da lugar a ἀραρίσκω, etc., y c. suf. -t-.
French (Bailly abrégé)
ἀρτοῦμαι;
être préparé ; être prêt.
Étymologie: DELG ἀραρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτέομαι: μόνον ἐν τῷ παθητικῷ τύπῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, μετ’ ἀπαρεμ., οἱ δὲ αὖτις πολεμεῖν... ἀρτέοντο Ἡρόδ. 5. 120· ὡσαύτως, ἀρτέετο ἐς πόλεμον 8. 97· - μετ’ αἰτ., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι (πρβλ. ναυμαχίην παρασκευασαμένους, ὀλίγον ἀνωτέρω), 7. 143· - τὸ ῥῆμα τοῦτο δυσκόλως δύναται νὰ εἶναι Ἰων. τύπος τοῦ ἀρτάομαι, μεθ’ οὗ οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν κατὰ τὴν σημασίαν, καθότι εἶναι ἀκριβῶς ταὐτόσημον τῷ ἀρτύομαι ἢ ἀρτίζομαι: - ἀπαντᾷ ὡσαύτως καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις ἀν-, παρ-, αρτέομαι, πρβλ. Veitch ἐν λ.
Greek Monolingual
ἀρτέομαι (Α)
ετοιμάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ- «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω, παρεκτεταμένη με ένα -τ- (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του άρτι δεν ευσταθεί.
ΠΑΡ. αρχ. άρτησις (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρτέομαι, παραρτέομαι.
Greek Monotonic
ἀρτέομαι: Ιων. ρημ.:
I. Παθ., είμαι προετοιμασμένος, είμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, με απαρ. πολεμεῖν ἀρτέοντο, ἀρτέετο ἐς πόλεμον, σε Ηρόδ.· επίσης,
II. Μέσ., με αιτ., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι, προετοιμάζω ναυμαχία, στον ίδ. (συγγενές προς το ἀρτύω, όχι προς το ἀρτάω).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: prepare, make ready (Hdt.)
Derivatives: ἄρτησις (Hdt.). - ἀρτίζω (cf. αἰτέω: αἰτίζω) prepare (Theoc.; καταρτίζω Hdt.). The s-stem in ἐπαρτής ready (Od.) does not require an s-stem noun.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From the root ἀρ- in ἀραρίσκω, through a noun in -τ-, cf. Schwyzer 705f.; not directly from ἄρτι.
Middle Liddell
I. as Pass. to be prepared, get ready, make ready, c. inf., πολεμεῖν ἀρτέοντο, ἀρτέετο ἐς πόλεμον Hdt.; also,
II. as Mid., c. acc., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι to prepare a sea-fight, Hdt. [Akin to ἀρτύω, not to ἀρτάω.]
Frisk Etymology German
ἀρτέομαι: {artéomai}
Grammar: v.
Meaning: sich rüsten, bereit machen,
Composita: auch in Komp. ἀν-, παραρτέομαι (Hdt., Arr.).
Derivative: Ableitung ἄρτησις (Hdt. 1, 195; aber v.l. ἄρτισις, von ἀρτίζω). — Daneben ἀρτίζω (vgl. αἰτέω: αἰτίζω) bereit machen, ausrüsten (Theok., D. S. u. a., καταρτίζω Hdt. usw.), das indessen auch auf ἄρτι (s. d.) zurückgehen kann.
Etymology: Letzten Endes geht ἀρτέομαι auf ἀρ- in ἀραρίσκω zurück; als Zwischenglied diente wohl eine nominale Bildung auf -τ-, vgl. Schwyzer 705f. Direkte Ableitung von ἄρτι ist nicht glaubhaft. Vgl. noch ἐπαρτής gerüstet (Od., A. R.), wohl von ἐπαρτίζω (Hp., A. R.). Ein neutrales Subst. *ἄρτος anzusetzen (Schwyzer 512), ist unnötig. — S. auch ἀρτέμων.
Page 1,154