ἀντιδικέω: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antidikeo | |Transliteration C=antidikeo | ||
|Beta Code=a)ntidike/w | |Beta Code=a)ntidike/w | ||
|Definition=impf. < | |Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> ἠντιδίκουν Lys.6.12, but [[ἠντεδίκουν]] (acc. to the best Ms.) D.39.37, 40.18: aor. ἠντεδίκησα Id.47.28:—to be an [[ἀντίδικος]], [[dispute]], [[go to law]], περί τινος [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 4.4.8; οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι [[the parties to a suit]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''948d: abs., of the defendant, ἀντιδικῶν Ar.''Nu.''776; <b class="b3">ἀ. πρός τι</b> or πρός τινα to urge one's suit against.., D.28.17, 41.10, Is.11.9; [[join issue]], <b class="b3">ἠντιδίκει ἦ μήν.</b>., c. acc. et inf., Lys.l.c.; [[oppose]], [[rebut]], διαβολαῖς D.41.13; [[ἀλλήλοις]] prob. in Thugen.ID.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be an object of dispute]], Phot.p.147R. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀντιδῐκέω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. 1.<sup>a</sup> sg. ἠντεδίκει Lys.6.12, D.39.37, 40.18; aor. 1.<sup>a</sup> sg. ἠντεδίκησε D.47.28]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ser parte de un litigio]] c. περί y gen. παύσονται δ' οἱ πολῖται περὶ τῶν δικαίων ἀντιλέγοντές τε καὶ ἀντιδικοῦντες X.<i>Mem</i>.4.4.8, τῶν ἀντιδικούντων ἑκατέρων de las partes de un litigio</i> Pl.<i>Lg</i>.948d<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. de pers. o cosa [[promover un litigio contra]] ἐλπίσασα δ' ... ἡμᾶς πρὸς αὐτὴν οὐκ ἀντιδικήσειν Is.11.9, cf. D.28.17, πρὸς ἅπαντα ταῦτα D.41.10<br /><b class="num">•</b>tb. c. dat. [[οἱ ἀντιδικοῦντες]] = [[los enemigos]] κατάσχες τὰ ὄμματα τῶν ἀντιδικούντων μοι πάντων καὶ πασῶν <i>PMag</i>.13.804.<br /><b class="num">2</b> [[ser o actuar como acusado]], [[defenderse]] ὅπως ἀποστρέψαι' ἂν ἀντιδικῶν δίκην Ar.<i>Nu</i>.776, πῶς γὰρ ἂν ἐγὼ νῦν ταῖς τούτων διαβολαῖς ἀντιδικοίην; D.41.13<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[replicar defendiéndose]] [[Ἄρχιππος]] ἠντεδίκει ἦ μὲν τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Lys.6.12.<br /><b class="num">II</b> en v. pas. [[ser objeto de disputa]] ἀντιδικούμενον τὸ παθητικόν, ἤγουν ἀμφισβητούμενον Phot. p.147R. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, [[πρός]] τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, [[πρός]] τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=[[ἀντιδικῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἠντιδίκουν <i>ou</i> ἠντεδίκουν;<br /><b>1</b> [[poursuivre]] <i>ou</i> se défendre en justice;<br /><b>2</b> <i>en parl. du défendeur</i> [[contester]], [[se défendre contre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίδικος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀντιδῐκέω:''' (impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)<br /><b class="num">1</b> [[вести тяжбу]], [[судиться]] (περί τινος Xen.): οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. обе тяжущиеся стороны;<br /><b class="num">2</b> [[быть ответчиком]], [[защищаться]] (πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.): ἀντιδικῶν Arph. ответчик;<br /><b class="num">3</b> [[возражать]] Lys.: ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. опровергать клевету. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀντιδῐκέω''': μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, [[προστρέχω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]] ὡς [[ἀντίδικος]], [[περί]] τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. [[πρός]] τι ἢ [[πρός]] τινα, [[ἐγείρω]] δίκην [[ἐναντίον]] τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., [[ἀντιδικάζομαι]] [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον [[εἶναι]] Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, [[ἀποκρούω]], διαβολαῖς Δημ. 1032. 4. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. <i>ἠντιδίκουν</i>, ή με [[διπλή]] αύξ. <i>ἠντεδίκουν</i>, αόρ. | |lsmtext='''ἀντιδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. <i>ἠντιδίκουν</i>, ή με [[διπλή]] αύξ. <i>ἠντεδίκουν</i>, αόρ. αʹ <i>ἠντεδίκησα</i>· ([[ἀντίδικος]])· [[αντιδικώ]], [[διαφωνώ]], [[διαφιλονικώ]], [[προσάγω]] στο δικαστήριο, [[περί]] τινος, σε Ξεν.· <i>οἱ ἀντιδικοῦντες</i>, οι διάδικοι, σε Πλάτ.· απόλ., λέγεται για τον συνήγορο, σε Αριστοφ.· ἀντ. [[πρός]] τι ή [[πρός]] τινα, [[εγείρω]] [[δίκη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀντίδικος]]<br />to [[dispute]], go to law, [[περί]] τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a [[suit]], Plat.; absol. of the [[defendant]], Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to [[urge]] one's [[suit]] [[against]] . . , Dem. | |mdlsjtxt=[from [[ἀντίδικος]]<br />to [[dispute]], go to law, [[περί]] τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a [[suit]], Plat.; absol. of the [[defendant]], Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to [[urge]] one's [[suit]] [[against]] . ., Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:26, 23 March 2024
English (LSJ)
impf.
A ἠντιδίκουν Lys.6.12, but ἠντεδίκουν (acc. to the best Ms.) D.39.37, 40.18: aor. ἠντεδίκησα Id.47.28:—to be an ἀντίδικος, dispute, go to law, περί τινος X.Mem. 4.4.8; οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι the parties to a suit, Pl.Lg.948d: abs., of the defendant, ἀντιδικῶν Ar.Nu.776; ἀ. πρός τι or πρός τινα to urge one's suit against.., D.28.17, 41.10, Is.11.9; join issue, ἠντιδίκει ἦ μήν.., c. acc. et inf., Lys.l.c.; oppose, rebut, διαβολαῖς D.41.13; ἀλλήλοις prob. in Thugen.ID.
II Pass., to be an object of dispute, Phot.p.147R.
Spanish (DGE)
(ἀντιδῐκέω)
• Morfología: [impf. 1.a sg. ἠντεδίκει Lys.6.12, D.39.37, 40.18; aor. 1.a sg. ἠντεδίκησε D.47.28]
I 1ser parte de un litigio c. περί y gen. παύσονται δ' οἱ πολῖται περὶ τῶν δικαίων ἀντιλέγοντές τε καὶ ἀντιδικοῦντες X.Mem.4.4.8, τῶν ἀντιδικούντων ἑκατέρων de las partes de un litigio Pl.Lg.948d
•c. πρός y ac. de pers. o cosa promover un litigio contra ἐλπίσασα δ' ... ἡμᾶς πρὸς αὐτὴν οὐκ ἀντιδικήσειν Is.11.9, cf. D.28.17, πρὸς ἅπαντα ταῦτα D.41.10
•tb. c. dat. οἱ ἀντιδικοῦντες = los enemigos κατάσχες τὰ ὄμματα τῶν ἀντιδικούντων μοι πάντων καὶ πασῶν PMag.13.804.
2 ser o actuar como acusado, defenderse ὅπως ἀποστρέψαι' ἂν ἀντιδικῶν δίκην Ar.Nu.776, πῶς γὰρ ἂν ἐγὼ νῦν ταῖς τούτων διαβολαῖς ἀντιδικοίην; D.41.13
•c. inf. replicar defendiéndose Ἄρχιππος ἠντεδίκει ἦ μὲν τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Lys.6.12.
II en v. pas. ser objeto de disputa ἀντιδικούμενον τὸ παθητικόν, ἤγουν ἀμφισβητούμενον Phot. p.147R.
German (Pape)
[Seite 251] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, πρός τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13.
French (Bailly abrégé)
ἀντιδικῶ :
impf. ἠντιδίκουν ou ἠντεδίκουν;
1 poursuivre ou se défendre en justice;
2 en parl. du défendeur contester, se défendre contre.
Étymologie: ἀντίδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδῐκέω: (impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)
1 вести тяжбу, судиться (περί τινος Xen.): οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. обе тяжущиеся стороны;
2 быть ответчиком, защищаться (πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.): ἀντιδικῶν Arph. ответчик;
3 возражать Lys.: ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. опровергать клевету.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδῐκέω: μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, προστρέχω εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἀντίδικος, περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. πρός τι ἢ πρός τινα, ἐγείρω δίκην ἐναντίον τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., ἀντιδικάζομαι πρός τινα περί τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, ἀποκρούω, διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.
Greek Monotonic
ἀντιδῐκέω: μέλ. -ήσω, παρατ. ἠντιδίκουν, ή με διπλή αύξ. ἠντεδίκουν, αόρ. αʹ ἠντεδίκησα· (ἀντίδικος)· αντιδικώ, διαφωνώ, διαφιλονικώ, προσάγω στο δικαστήριο, περί τινος, σε Ξεν.· οἱ ἀντιδικοῦντες, οι διάδικοι, σε Πλάτ.· απόλ., λέγεται για τον συνήγορο, σε Αριστοφ.· ἀντ. πρός τι ή πρός τινα, εγείρω δίκη εναντίον κάποιου, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀντίδικος
to dispute, go to law, περί τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a suit, Plat.; absol. of the defendant, Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to urge one's suit against . ., Dem.