μυστιλάομαι: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mystilaomai | |Transliteration C=mystilaomai | ||
|Beta Code=mustila/omai | |Beta Code=mustila/omai | ||
|Definition= | |Definition=[[sop bread in soup]] or [[gravy and eat it]], ὦ πλεῖστα… μεμυστιλημένοι… ἐπ' ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ar.''Pl.''627; ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Luc.''Lex.''5: metaph., <b class="b3">ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων</b> [[he scoops up]] public money, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''827 (anap.):—as Pass., <b class="b3">μυστίλας μεμυστιλημένας</b> [[scooped out]], ib.1168. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] [[μυστίλη]], μυστίλλω, s. [[μιστυλάομαι]], [[μιστύλη]], [[μιστύλλω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] [[μυστίλη]], μυστίλλω, s. [[μιστυλάομαι]], [[μιστύλη]], [[μιστύλλω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>mieux que</i> [[μιστυλάομαι]];<br />-ῶμαι;<br /><i>seul. prés., impf. et pf.</i> μεμυστίλημαι;<br />manger la soupe, <i>ou en gén.</i> puiser dans un plat avec un morceau de pain creusé en cuiller.<br />'''Étymologie:''' [[μιστύλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυστῑλάομαι''': ἀποθ., [[ἐμβάπτω]], «βουτῶ» ἄρτον εἰς τὸν ζωμὸν καὶ [[τρώγω]], ὦ πλεῖστα... μεμυστιλημένοι... ἐπ’ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ἀριστοφ. Πλ. 627· ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Λουκ. Λεξιφ. 5· μεταφορ., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, σουφρώνει μὲ δύο χέρια τὰ δημόσια χρήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 827· - [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., μυστίλας μεμυστιλημένας, ἤδη ἑτοίμους, πεποιημένας εἰς [[σχῆμα]] κοῖλον διὰ τῶν δακτύλων, [[αὐτόθι]] 1168. - Ἴδε τὴν λ. [[μυστίλη]]. | |lstext='''μυστῑλάομαι''': ἀποθ., [[ἐμβάπτω]], «βουτῶ» ἄρτον εἰς τὸν ζωμὸν καὶ [[τρώγω]], ὦ πλεῖστα... μεμυστιλημένοι... ἐπ’ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ἀριστοφ. Πλ. 627· ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Λουκ. Λεξιφ. 5· μεταφορ., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, σουφρώνει μὲ δύο χέρια τὰ δημόσια χρήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 827· - [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., μυστίλας μεμυστιλημένας, ἤδη ἑτοίμους, πεποιημένας εἰς [[σχῆμα]] κοῖλον διὰ τῶν δακτύλων, [[αὐτόθι]] 1168. - Ἴδε τὴν λ. [[μυστίλη]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυστῑλάομαι:''' παρακ. <i>μεμυστίλημαι</i>, αποθ., [[βουτώ]] [[ψωμί]] στη [[σούπα]] ή στο ζωμό και το [[τρώω]], σε Αριστοφ.· μεταφ., μυστιλᾶται | |lsmtext='''μυστῑλάομαι:''' παρακ. <i>μεμυστίλημαι</i>, αποθ., [[βουτώ]] [[ψωμί]] στη [[σούπα]] ή στο ζωμό και το [[τρώω]], σε Αριστοφ.· μεταφ., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, τρώει με την [[κουτάλα]] το [[δημόσιο]] [[χρήμα]], στον ίδ.· μτχ. παρακ. με Παθ. [[σημασία]], με αδειάζουν, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μυστῑλάομαι,<br />Dep. to sop [[bread]] in [[soup]] or gravy and eat it, Ar.: metaph., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he ladles out [[public]] [[money]], Ar.:—perf. [[part]]. in [[pass]]. [[sense]], scooped out, Ar. [from | |mdlsjtxt=μυστῑλάομαι,<br />Dep. to sop [[bread]] in [[soup]] or gravy and eat it, Ar.: metaph., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he ladles out [[public]] [[money]], Ar.:—perf. [[part]]. in [[pass]]. [[sense]], scooped out, Ar. [from μυστῑ́λη] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
sop bread in soup or gravy and eat it, ὦ πλεῖστα… μεμυστιλημένοι… ἐπ' ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ar.Pl.627; ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Luc.Lex.5: metaph., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he scoops up public money, Ar.Eq.827 (anap.):—as Pass., μυστίλας μεμυστιλημένας scooped out, ib.1168.
German (Pape)
[Seite 223] μυστίλη, μυστίλλω, s. μιστυλάομαι, μιστύλη, μιστύλλω.
French (Bailly abrégé)
mieux que μιστυλάομαι;
-ῶμαι;
seul. prés., impf. et pf. μεμυστίλημαι;
manger la soupe, ou en gén. puiser dans un plat avec un morceau de pain creusé en cuiller.
Étymologie: μιστύλη.
Greek (Liddell-Scott)
μυστῑλάομαι: ἀποθ., ἐμβάπτω, «βουτῶ» ἄρτον εἰς τὸν ζωμὸν καὶ τρώγω, ὦ πλεῖστα... μεμυστιλημένοι... ἐπ’ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ἀριστοφ. Πλ. 627· ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Λουκ. Λεξιφ. 5· μεταφορ., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, σουφρώνει μὲ δύο χέρια τὰ δημόσια χρήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 827· - ὡσαύτως ὡς παθ., μυστίλας μεμυστιλημένας, ἤδη ἑτοίμους, πεποιημένας εἰς σχῆμα κοῖλον διὰ τῶν δακτύλων, αὐτόθι 1168. - Ἴδε τὴν λ. μυστίλη.
Greek Monotonic
μυστῑλάομαι: παρακ. μεμυστίλημαι, αποθ., βουτώ ψωμί στη σούπα ή στο ζωμό και το τρώω, σε Αριστοφ.· μεταφ., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, τρώει με την κουτάλα το δημόσιο χρήμα, στον ίδ.· μτχ. παρακ. με Παθ. σημασία, με αδειάζουν, στον ίδ.
Middle Liddell
μυστῑλάομαι,
Dep. to sop bread in soup or gravy and eat it, Ar.: metaph., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he ladles out public money, Ar.:—perf. part. in pass. sense, scooped out, Ar. [from μυστῑ́λη]