εὐσύμβολος: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsymvolos | |Transliteration C=efsymvolos | ||
|Beta Code=eu)su/mbolos | |Beta Code=eu)su/mbolos | ||
|Definition=old Att. | |Definition=old Att. [[εὐξύμβολος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[easy]] to [[divine]] or [[understand]], εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.''Ch.''170, cf. D.C.40.17.<br><span class="bld">II</span> [[easy to deal with]], [[honest]], [[upright]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.6.5; [[εὐξύμβολοι δίκαι]] = [[suit]]s which [[afford]] easy [[arbitration]], A.''Supp.''701 (lyr.). Adv. [[εὐξυμβόλως]] Poll.5.139.<br><span class="bld">2</span> [[readily]] contributing one's [[συμβολή]], Antipho Soph.74.<br><span class="bld">III</span> [[afford]]ing a good [[omen]], [[auspicious]], πρός τι Plu.''Demetr.''12, cf. Ael.''NA''3.9, Hld.9.25. Adv. [[εὐσυμβόλως]] Sch.Pi.''I.''6(5).67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβολος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> facile à rassembler, <i>d'où</i><br /><b>1</b> facile à conjecturer, d'une signification claire;<br /><b>2</b> [[d'un commerce facile]], [[abordable]] ; droit, honnête, loyal;<br /><b>II.</b> [[de bon augure]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> = [[εὐσύμβλητος]], εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. <i>Ch</i>. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. DC. 40.17.<br><b class="num">2</b> <i>von [[guter]] [[Vorbedeutung]]</i>, πρός τι, Plut. <i>Demetr</i>. 12; Ael. <i>H.A</i>. 3.9.<br><b class="num">3</b> <i>gut zum [[Verkehr]], zum Umgange [[passend]]</i>, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. <i>Suppl</i>. 682; Xen. <i>Mem</i>. 2.6.5 <i>von Freunden, [[umgänglich]]</i>; vgl. Antiph. bei Harp. p. 90.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 5.139. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσύμβολος:''' староатт. [[εὐξύμβολος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[легко разгадываемый]], [[ясный]]: εὐξύμβολον τόδ᾽ [[ἐστί]] Aesch. это легко разгадать;<br /><b class="num">2</b> [[сговорчивый]] (ξένοισι Aesch.; [[εὔορκος]] καὶ εὐ. Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[предвещающий доброе]] (πρὸς, στρατείαν Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσύμβολος''': ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. [[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, [[τίμιος]], [[ἀκέραιος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ [[ἐμπόριον]], εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «[[εὐσύμβολος]]: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων. | |lstext='''εὐσύμβολος''': ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. [[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, [[τίμιος]], [[ἀκέραιος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ [[ἐμπόριον]], εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «[[εὐσύμβολος]]: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 28: | ||
|lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[easy]] to [[divine]] or [[understand]] (cf. [[συμβάλλω]] III), Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[easy]] to [[deal]] with, [[honest]], [[upright]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]) affording a [[good]] [[omen]], [[auspicious]], Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[intelligible]], [[easy to conjecture]], [[easy to divine]], [[easy to guess]], [[easy to understand]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
old Att. εὐξύμβολος, ον,
A easy to divine or understand, εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, cf. D.C.40.17.
II easy to deal with, honest, upright, X.Mem.2.6.5; εὐξύμβολοι δίκαι = suits which afford easy arbitration, A.Supp.701 (lyr.). Adv. εὐξυμβόλως Poll.5.139.
2 readily contributing one's συμβολή, Antipho Soph.74.
III affording a good omen, auspicious, πρός τι Plu.Demetr.12, cf. Ael.NA3.9, Hld.9.25. Adv. εὐσυμβόλως Sch.Pi.I.6(5).67.
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύμβολος;
ος, ον :
I. facile à rassembler, d'où
1 facile à conjecturer, d'une signification claire;
2 d'un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;
II. de bon augure.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.
German (Pape)
1 = εὐσύμβλητος, εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. Ch. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. DC. 40.17.
2 von guter Vorbedeutung, πρός τι, Plut. Demetr. 12; Ael. H.A. 3.9.
3 gut zum Verkehr, zum Umgange passend, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. Suppl. 682; Xen. Mem. 2.6.5 von Freunden, umgänglich; vgl. Antiph. bei Harp. p. 90.
• Adv., Poll. 5.139.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύμβολος: староатт. εὐξύμβολος 2
1 легко разгадываемый, ясный: εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστί Aesch. это легко разгадать;
2 сговорчивый (ξένοισι Aesch.; εὔορκος καὶ εὐ. Xen.);
3 предвещающий доброе (πρὸς, στρατείαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύμβολος: ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. συμβάλλω ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, τίμιος, ἀκέραιος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ ἐμπόριον, εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «εὐσύμβολος: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
Greek Monolingual
εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, -ον (Α)
1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.)
2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος
3. έντιμος στις συναλλαγές
4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη διαιτησία, Αισχύλ.)
5. αυτός που συνεισφέρει τη συμβολή του εύκολα.
επίρρ...
εὐσυμβόλως (Α)
με τρόπο ευοίωνο, αίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ-βολον (< συμ-βάλλω)].
Greek Monotonic
εὐσύμβολος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,
I. αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται αντιληπτός (πρβλ. συμβάλλω III), σε Αισχύλ.
II. εύκολος στις συναλλαγές, τίμιος, ακέραιος, σε Ξεν.
III. (σύμβολον), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, ευοίωνος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. easy to divine or understand (cf. συμβάλλω III), Aesch.
II. easy to deal with, honest, upright, Xen.
III. (σύμβολον) affording a good omen, auspicious, Plut.
English (Woodhouse)
intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand