καταμαρτυρέω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamartyreo
|Transliteration C=katamartyreo
|Beta Code=katamarture/w
|Beta Code=katamarture/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bear witness against]], τινος <span class="bibl">Antipho 2.4.10</span>, <span class="bibl">D.19.120</span>, <span class="bibl">29.9</span>, Mitteis <span class="title">Chr.</span>31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος <span class="bibl">D.28.3</span>, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός <span class="bibl">Id.45.46</span> (Docum.), <span class="bibl">29.2</span>, <span class="bibl">Is.5.12</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>26.62</span>: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει <span class="bibl">Lys.13.28</span>:—Pass., [[have evidence given against]] one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς <span class="bibl">Antipho2.4.7</span>; <b class="b3">κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ</b> [[to be convicted]], <span class="bibl">Aeschin. 1.90</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Pass., of evidence, to [[be given against]] one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ <span class="bibl">Is.5.25</span>, cf. <span class="bibl">6.15</span>: abs., <span class="bibl">D.29.55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[assert concerning]], οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων <span class="bibl">Plot.5.5.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Astrol., <b class="b2">exercise malign influence over, 'aspect</b>', <span class="bibl">Vett.Val.104.2</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bear witness against]], τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis ''Chr.''31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. ''Ev.Matt.''26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., [[have evidence given against]] one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; <b class="b3">κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ</b> to [[be convicted]], Aeschin. 1.90.<br><span class="bld">2</span> Pass., of evidence, to [[be given against]] one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55.<br><span class="bld">II</span> [[assert concerning]], οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13.<br><span class="bld">III</span> Astrol., [[exercise malign influence over]], '[[aspect]]', Vett.Val.104.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. [[τίς]] μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' [[ἀλλήλων]] καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται [[αὐτοῦ]], was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. [[τίς]] μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' [[ἀλλήλων]] καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται [[αὐτοῦ]], was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταμαρτῠρέω''': μαρτυρῶ, [[φέρω]] μαρτυρίαν [[ἐναντίον]] τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., [[μαρτυρία]] δίδοται [[ἐναντίον]] μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ [[μαρτυρία]] ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], αὐτὸς ὁ [[βίος]] του [[εἶναι]] [[μαρτυρία]] [[ἐναντίον]] του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται [[ἐναντίον]] τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
|btext=[[καταμαρτυρῶ]] :<br /><b>1</b> [[porter témoignage contre]] : τινος contre qqn;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être accablé par des témoignages.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαρτυρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μαρτυρέω, getuigen tegen, met gen.:; κατεμαρτύρουν ἂν αὐτῶν dan zouden zij tegen hen getuigen Lys. 12.47; met gen. en inf.:; τίς μου καταμαρτυρεῖ... δῶρα λαβεῖν; wie getuigt tegen mij dat ik steekpenningen heb aangenomen? Dem. 19.120; met gen. en ptc.:; κατεμαρτύρησεν ὡς ἀφιγμένου τε πρὸς αὐτὸν οἴκαδε hij verklaarde als getuige à charge dat hij bij hem thuis was gekomen Plut. Cic. 29.1; met ὡς:; κ. ὡς... ἐξέλθοι μόνος getuigen dat hij in zijn eentje naar buiten is gegaan Plut. Dion 35.1; met acc. van de zaak:. καταμαρτυρεῖν τοῦ Λεωτυχίδου τὴν νοθείαν getuigen van het bastaardschap van Leotychides Plut. Ages. 3.9; πολλά γε καὶ δεινὰ καὶ ἀνόσια... ὑπὸ τῆς σκιᾶς καταμαρτυρηθέντα vele vreselijke en gruwelijke daden die door zijn schaduw als getuige werden bevestigd Luc. 38.13; ὁ καταμαρτυρούμενος de beschuldigde Antiphon B 44 C col. I. r. 25-26.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter témoignage contre : τινος contre qqn;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être accablé par des témoignages.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαρτυρέω]].
|elrutext='''καταμαρτῠρέω:''' (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и [[κατά]] τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; [[ψευδῆ]] τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]] Aeschin. уличенный собственной своей жизнью.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαρτυρώ]] [[εναντίον]], <i>τινός</i> ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν [[λαβεῖν]], σε Δημ. — Παθ., δίνεται [[μαρτυρία]] [[εναντίον]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική [[κατάθεση]] η οποία δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ.
|lsmtext='''καταμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαρτυρώ]] [[εναντίον]], <i>τινός</i> ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν [[λαβεῖν]], σε Δημ. — Παθ., δίνεται [[μαρτυρία]] [[εναντίον]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική [[κατάθεση]] η οποία δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμαρτῠρέω:''' (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и [[κατά]] τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; [[ψευδῆ]] τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]] Aeschin. уличенный собственной своей жизнью.
|lstext='''καταμαρτῠρέω''': μαρτυρῶ, [[φέρω]] μαρτυρίαν [[ἐναντίον]] τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., [[μαρτυρία]] δίδοται [[ἐναντίον]] μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ [[μαρτυρία]] ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], αὐτὸς ὁ [[βίος]] του [[εἶναι]] [[μαρτυρία]] [[ἐναντίον]] του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται [[ἐναντίον]] τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μαρτυρέω, getuigen tegen, met gen.:; κατεμαρτύρουν ἂν αὐτῶν dan zouden zij tegen hen getuigen Lys. 12.47; met gen. en inf.:; τίς μου καταμαρτυρεῖ... δῶρα λαβεῖν; wie getuigt tegen mij dat ik steekpenningen heb aangenomen? Dem. 19.120; met gen. en ptc.:; κατεμαρτύρησεν ὡς ἀφιγμένου τε πρὸς αὐτὸν οἴκαδε hij verklaarde als getuige à charge dat hij bij hem thuis was gekomen Plut. Cic. 29.1; met ὡς:; κ. ὡς... ἐξέλθοι μόνος getuigen dat hij in zijn eentje naar buiten is gegaan Plut. Dion 35.1; met acc. van de zaak:. καταμαρτυρεῖν τοῦ Λεωτυχίδου τὴν νοθείαν getuigen van het bastaardschap van Leotychides Plut. Ages. 3.9; πολλά γε καὶ δεινὰ καὶ ἀνόσια... ὑπὸ τῆς σκιᾶς καταμαρτυρηθέντα vele vreselijke en gruwelijke daden die door zijn schaduw als getuige werden bevestigd Luc. 38.13; ὁ καταμαρτυρούμενος de beschuldigde Antiphon B 44 C col. I. r. 25-26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαρτῠρέω Medium diacritics: καταμαρτυρέω Low diacritics: καταμαρτυρέω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΡΤΥΡΕΩ
Transliteration A: katamartyréō Transliteration B: katamartyreō Transliteration C: katamartyreo Beta Code: katamarture/w

English (LSJ)

A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr.31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., have evidence given against one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90.
2 Pass., of evidence, to be given against one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55.
II assert concerning, οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13.
III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.

German (Pape)

[Seite 1362] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' ἀλλήλων καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται αὐτοῦ, was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.

French (Bailly abrégé)

καταμαρτυρῶ :
1 porter témoignage contre : τινος contre qqn;
2 Pass. être accablé par des témoignages.
Étymologie: κατά, μαρτυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαρτυρέω, getuigen tegen, met gen.:; κατεμαρτύρουν ἂν αὐτῶν dan zouden zij tegen hen getuigen Lys. 12.47; met gen. en inf.:; τίς μου καταμαρτυρεῖ... δῶρα λαβεῖν; wie getuigt tegen mij dat ik steekpenningen heb aangenomen? Dem. 19.120; met gen. en ptc.:; κατεμαρτύρησεν ὡς ἀφιγμένου τε πρὸς αὐτὸν οἴκαδε hij verklaarde als getuige à charge dat hij bij hem thuis was gekomen Plut. Cic. 29.1; met ὡς:; κ. ὡς... ἐξέλθοι μόνος getuigen dat hij in zijn eentje naar buiten is gegaan Plut. Dion 35.1; met acc. van de zaak:. καταμαρτυρεῖν τοῦ Λεωτυχίδου τὴν νοθείαν getuigen van het bastaardschap van Leotychides Plut. Ages. 3.9; πολλά γε καὶ δεινὰ καὶ ἀνόσια... ὑπὸ τῆς σκιᾶς καταμαρτυρηθέντα vele vreselijke en gruwelijke daden die door zijn schaduw als getuige werden bevestigd Luc. 38.13; ὁ καταμαρτυρούμενος de beschuldigde Antiphon B 44 C col. I. r. 25-26.

Russian (Dvoretsky)

καταμαρτῠρέω: (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и κατά τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; ψευδῆ τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ Aeschin. уличенный собственной своей жизнью.

English (Strong)

from κατά and μαρτυρέω; to testify against: witness against.

English (Thayer)

καταμαρτύρω; to bear witness against: τί τίνος, testify a thing against one (Buttmann, 165 (144), cf. 178 (154)), R G in Job 15:6; among Greek writings especially by the Attic orators.)

Greek Monotonic

καταμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ.
2. Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαρτῠρέω: μαρτυρῶ, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., μαρτυρία δίδοται ἐναντίον μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ μαρτυρία ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, αὐτὸς ὁ βίος του εἶναι μαρτυρία ἐναντίον του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται ἐναντίον τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to bear witness against, τινός or κατά τινος Oratt.; c. acc. pers. et inf., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Dem.:—Pass. to have evidence given against one, Dem.
2. Pass. also of the evidence, to be given against one, Dem.

Chinese

原文音譯:katamarturšw 卡他-馬而替雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-印證
字義溯源:作證控告,作見證指控,告,作見證告;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(μαρτυρέω)=作見證)組成;而 (μαρτυρέω)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編
1) 作見證告(2) 太26:62; 可14:60;
2) 他們告(1) 可15:4;
3) 他們作見證告(1) 太27:13