περιστατικός: Difference between revisions
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristatikos | |Transliteration C=peristatikos | ||
|Beta Code=peristatiko/s | |Beta Code=peristatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=περιστατική, περιστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of critical circumstances]] or [[in critical circumstances]], τὰ περιστατικὰ πράγματα, = [[περιστάσεις]], [[critical circumstances]], Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17; π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26.<br><span class="bld">2</span> [[dependent on circumstances]], καθήκοντα Stoic.3.135; ἐνέργειαι Plot.1.4.13; [[precarious]], διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4. Adv. [[περιστατικῶς]] = [[according to circumstances]], [[in response to the circumstances]], [[in reference to the circumstances]], [[with difficulty]], [[with misfortune]] [[ἐνεργεῖν]] Plot.1.2.7.<br><span class="bld">3</span> [[circumstantial]], [[accidental]], [[extraneous]], [[κακά]] Hierocl.in CA11p.439M.<br><span class="bld">4</span> Rhet., [[concerned with the circumstances]] of a [[case]], προοίμια Corn.Rh.p.354 H.; [[μόρια]] Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ περιστατικά Procl.in Prm.p.482 S.<br><span class="bld">5</span> [[full of business]], βίος Gal.6.403 (cj.), 15.177. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] ή, όν, den Umstand, die Umstände betreffend, περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, Plut. de superst. 8. – Aber οἱ περιστατικοί, bei Galen., = geschäftige Menschen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] ή, όν, den Umstand, die Umstände betreffend, περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, Plut. de superst. 8. – Aber οἱ περιστατικοί, bei Galen., = geschäftige Menschen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les circonstances : τὰ περιστατικὰ πράγματα PLUT les circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περιΐστημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[случайный]], [[непредвиденный]] (πράγματα καὶ καιροί Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[особый]], [[чрезвычайный]] Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιστᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν κρισίμοις καιροῖς, τὰ π. πράγματα, = αἱ κρίσιμοι περιστάσεις, Πλούτ. 2. 169D, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 572. 838, κτλ.· πρβλ. [[περίστασις]] ΙΙ. 2) [[πλήρης]] ἀσχολίας, [[πολυάσχολος]], [[βίος]] Γαλην.· Ἐπίρρ. -κῶς ζῆν, ἀθλίως, ταλαιπώρως, Ὠριγέν. τ. 2, σ. 464D. | |lstext='''περιστᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν κρισίμοις καιροῖς, τὰ π. πράγματα, = αἱ κρίσιμοι περιστάσεις, Πλούτ. 2. 169D, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 572. 838, κτλ.· πρβλ. [[περίστασις]] ΙΙ. 2) [[πλήρης]] ἀσχολίας, [[πολυάσχολος]], [[βίος]] Γαλην.· Ἐπίρρ. -κῶς ζῆν, ἀθλίως, ταλαιπώρως, Ὠριγέν. τ. 2, σ. 464D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περίστασις]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιστατικό]](<i>ν</i>)<br />α) [[γεγονός]] που συμβαίνει τυχαία, [[χωρίς]] να το περιμένει [[κανείς]], [[συμβάν]]<br />β) (ειδικά) δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο [[έκτακτος]] («[[περιστατικός]] [[φανός]]» — [[ναυτικός]] [[φανός]] σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έκτακτα περιστατικά»<br /><b>ιατρ.</b> οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον [[πέρα]] από τον συνήθη [[μέσο]] όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως [[είναι]] η υπέρμετρη [[αύξηση]] τών ρύπων του «νέφους», η [[αύξηση]] τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν | |mltxt=-ή, -ό / [[περιστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περίστασις]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιστατικό]](<i>ν</i>)<br />α) [[γεγονός]] που συμβαίνει τυχαία, [[χωρίς]] να το περιμένει [[κανείς]], [[συμβάν]]<br />β) (ειδικά) δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο [[έκτακτος]] («[[περιστατικός]] [[φανός]]» — [[ναυτικός]] [[φανός]] σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έκτακτα περιστατικά»<br /><b>ιατρ.</b> οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον [[πέρα]] από τον συνήθη [[μέσο]] όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως [[είναι]] η υπέρμετρη [[αύξηση]] τών ρύπων του «νέφους», η [[αύξηση]] τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῖς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῖς λεγομένοις πράγμασι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]], [[επισφαλής]]<br /><b>4.</b> [[απροσδόκητος]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης<br /><b>6.</b> πολύ απασχολημένος, [[πολυάσχολος]]<br /><b>7.</b> [[έμμονος]], [[επίμονος]]<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περιστατικά</i><br /><b>(ρητ.)</b> οι περιστάσεις<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «περιστατικὸς [[πῆχυς]]» — ο [[περισταλτικός]] [[πήχυς]]<br />β) (στον <b>Πλούτ.</b>) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιστατικώς</i> / <i>περιστατικῶς</i> ΝΜΑ<br />σύμφωνα με τις περιστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[περίσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο δυστυχή, με [[δεινά]] και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[precarious]]=== | ||
Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: [[vervaarlijk]], [[onzeker]]; Finnish: vaarallinen; French: [[précaire]]; German: [[prekär]], [[unsicher]], [[gefährdet]]; Greek: [[ακροσφαλής]], [[επισφαλής]]; Ancient Greek: [[ἀκροσφαλής]], [[ἀνωμαλής]], [[ἐπίκηρος]], [[ἐπικίνδυνος]], [[ἐπισφαλής]], [[περιστατικός]], [[σφαλερός]], [[σχετικός]]; Korean: 다루기 어려운; Latin: [[precarius]]; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: [[precário]]; Russian: [[опасный]], [[рискованный]], [[ненадёжный]], [[шаткий]]; Spanish: [[precario]]; Swedish: prekär | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:02, 25 August 2023
English (LSJ)
περιστατική, περιστατικόν,
A of critical circumstances or in critical circumstances, τὰ περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, critical circumstances, Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17; π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26.
2 dependent on circumstances, καθήκοντα Stoic.3.135; ἐνέργειαι Plot.1.4.13; precarious, διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4. Adv. περιστατικῶς = according to circumstances, in response to the circumstances, in reference to the circumstances, with difficulty, with misfortune ἐνεργεῖν Plot.1.2.7.
3 circumstantial, accidental, extraneous, κακά Hierocl.in CA11p.439M.
4 Rhet., concerned with the circumstances of a case, προοίμια Corn.Rh.p.354 H.; μόρια Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ περιστατικά Procl.in Prm.p.482 S.
5 full of business, βίος Gal.6.403 (cj.), 15.177.
German (Pape)
[Seite 593] ή, όν, den Umstand, die Umstände betreffend, περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, Plut. de superst. 8. – Aber οἱ περιστατικοί, bei Galen., = geschäftige Menschen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les circonstances : τὰ περιστατικὰ πράγματα PLUT les circonstances.
Étymologie: περιΐστημι.
Russian (Dvoretsky)
περιστᾰτικός:
1 случайный, непредвиденный (πράγματα καὶ καιροί Plut.);
2 особый, чрезвычайный Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
περιστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν κρισίμοις καιροῖς, τὰ π. πράγματα, = αἱ κρίσιμοι περιστάσεις, Πλούτ. 2. 169D, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 572. 838, κτλ.· πρβλ. περίστασις ΙΙ. 2) πλήρης ἀσχολίας, πολυάσχολος, βίος Γαλην.· Ἐπίρρ. -κῶς ζῆν, ἀθλίως, ταλαιπώρως, Ὠριγέν. τ. 2, σ. 464D.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περίστασις
το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν)
α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να το περιμένει κανείς, συμβάν
β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο έκτακτος («περιστατικός φανός» — ναυτικός φανός σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις
2. φρ. «έκτακτα περιστατικά»
ιατρ. οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον πέρα από τον συνήθη μέσο όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως είναι η υπέρμετρη αύξηση τών ρύπων του «νέφους», η αύξηση τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῖς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῖς λεγομένοις πράγμασι», Πλούτ.)
2. αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)
3. αβέβαιος, αμφίβολος, επισφαλής
4. απροσδόκητος
5. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης
6. πολύ απασχολημένος, πολυάσχολος
7. έμμονος, επίμονος
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιστατικά
(ρητ.) οι περιστάσεις
9. φρ. α) «περιστατικὸς πῆχυς» — ο περισταλτικός πήχυς
β) (στον Πλούτ.) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις.
επίρρ...
περιστατικώς / περιστατικῶς ΝΜΑ
σύμφωνα με τις περιστάσεις
νεοελλ.
κατά περίσταση
αρχ.
κατά τρόπο δυστυχή, με δεινά και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.).
Translations
precarious
Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: vervaarlijk, onzeker; Finnish: vaarallinen; French: précaire; German: prekär, unsicher, gefährdet; Greek: ακροσφαλής, επισφαλής; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀνωμαλής, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, περιστατικός, σφαλερός, σχετικός; Korean: 다루기 어려운; Latin: precarius; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: precário; Russian: опасный, рискованный, ненадёжный, шаткий; Spanish: precario; Swedish: prekär