προκάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
(CSV import)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokalymma
|Transliteration C=prokalymma
|Beta Code=proka/lumma
|Beta Code=proka/lumma
|Definition=[κᾰ], ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[anything put before]], [[veil]], [[curtain]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 691</span> (lyr., pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[covering]], as a protection, <span class="bibl">Th.2.75</span>; [σὰρξ ὀστέων] π. <span class="bibl">Ti.Locr.100b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., [[screen]], [[cloak]], ἁμαρτανομένων λόγοι… π. γίγνονται <span class="bibl">Th.3.67</span>; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι <span class="title">Jahresh.</span> 23 <span class="title">Beibl.</span>285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.3.1</span>; τῆς βδελυρίας Luc. <span class="bibl"><span class="title">Pseudol.</span>31</span>; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας <span class="bibl">Id.<span class="title">Merc.Cond.</span>5</span>; <b class="b3">γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή</b>, in jaundice, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.15</span>.</span>
|Definition=[κᾰ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything put before]], [[veil]], [[curtain]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]'' 691 (lyr., pl.).<br><span class="bld">2</span> [[covering]], as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[screen]], [[cloak]], ἁμαρτανομένων λόγοι… π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι ''Jahresh.'' 23 ''Beibl.''285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.''BJ''5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. ''Pseudol.''31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.''Merc.Cond.''5; <b class="b3">γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή</b>, in jaundice, Aret.''SD''1.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς [[προκάλυμμα]] [[εἶεν]] τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς [[προκάλυμμα]] [[εἶεν]] τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προκάλυμμα''': τό, [[κάλυμμα]], τιθέμενον πρό τινος, [[παραπέτασμα]] χρησιμεῦον ὡς [[θύρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) [[κάλυμμα]] [[ὅπερ]] χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, [[πρόσχημα]], [[πρόφασις]], ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5.
|btext=ατος (τό) :<br />couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;<br /><i>fig.</i> [[prétexte]], [[excuse]].<br />'''Étymologie:''' [[προκαλύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προκάλυμμα -ατος, τό [προκαλύπτω] ‘voorhang’ gordijn; sluier. alg. bedekking, beschutting:; προκαλύμματα... δέρσεις καὶ διφθέρας vellen en huiden als beschutting Thuc. 2.75.5; overdr. dekmantel:. ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται met fraaie woorden opgesmukte redevoeringen dienen slechts als dekmantel voor slechte daden Thuc. 3.67.6.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;<br /><i>fig.</i> prétexte, excuse.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλύπτω]].
|elrutext='''προκάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[завеса]], [[покрывало]] (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;<br /><b class="num">2</b> перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προκάλυμμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραπέτασμα]], όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυμμα]], ως [[προστασία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσχημα]] ή [[πρόφαση]], στον ίδ., Λουκ.
|lsmtext='''προκάλυμμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραπέτασμα]], όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυμμα]], ως [[προστασία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσχημα]] ή [[πρόφαση]], στον ίδ., Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> завеса, покрывало (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;<br /><b class="num">2)</b> перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.).
|lstext='''προκάλυμμα''': τό, [[κάλυμμα]], τιθέμενον πρό τινος, [[παραπέτασμα]] χρησιμεῦον ὡς [[θύρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) [[κάλυμμα]] [[ὅπερ]] χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, [[πρόσχημα]], [[πρόφασις]], ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=προκάλυμμα -ατος, τό [προκαλύπτω] ‘voorhang’ gordijn; sluier. alg. bedekking, beschutting:; προκαλύμματα... δέρσεις καὶ διφθέρας vellen en huiden als beschutting Thuc. 2.75.5; overdr. dekmantel:. ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται met fraaie woorden opgesmukte redevoeringen dienen slechts als dekmantel voor slechte daden Thuc. 3.67.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[screen]]
|woodrun=[[screen]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[προκαλύπτω]] → [[πρό]] + [[καλύπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[legumentum]]'', [[vegetable]], [[pulse]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.75.5/ 2.75.5], (<i>de muro Plataeensium</i> <i>concerning the wall of the Plataeans</i>)<br><i>Transl.</i> <i>translate</i> ''[[velamentum]]'', [[covering]], [[veil]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.67.6/ 3.67.6].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκάλυμμα Medium diacritics: προκάλυμμα Low diacritics: προκάλυμμα Capitals: ΠΡΟΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: prokálymma Transliteration B: prokalymma Transliteration C: prokalymma Beta Code: proka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,
A anything put before, veil, curtain, A.Ag. 691 (lyr., pl.).
2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b.
3 metaph., screen, cloak, ἁμαρτανομένων λόγοι… π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23 Beibl.285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. Pseudol.31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.

German (Pape)

[Seite 727] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;
fig. prétexte, excuse.
Étymologie: προκαλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκάλυμμα -ατος, τό [προκαλύπτω] ‘voorhang’ gordijn; sluier. alg. bedekking, beschutting:; προκαλύμματα... δέρσεις καὶ διφθέρας vellen en huiden als beschutting Thuc. 2.75.5; overdr. dekmantel:. ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται met fraaie woorden opgesmukte redevoeringen dienen slechts als dekmantel voor slechte daden Thuc. 3.67.6.

Russian (Dvoretsky)

προκάλυμμα: ατος τό
1 завеса, покрывало (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;
2 перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.).

Greek Monolingual

-ύμματος, τὸ, ΝΑ προκαλύπτω
1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη
2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και καθετί που παρέχει κάλυψη ενός μαχητή από την παρατήρηση του εχθρού
αρχ.
οτιδήποτε χρησιμεύει για σκέπασμα και προφύλαξη, το περίβλημασάρξ ὀστέων προκάλυμμα», Τίμ. Λοκρ.).

Greek Monotonic

προκάλυμμα: -ατος, τό,
1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.
2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ.
3. μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προκάλυμμα: τό, κάλυμμα, τιθέμενον πρό τινος, παραπέτασμα χρησιμεῦον ὡς θύρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) κάλυμμα ὅπερ χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, πρόσχημα, πρόφασις, ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5.

Middle Liddell

προκάλυμμα, ατος, τό,
1. anything put before, a curtain, such as was hung in doorways instead of doors, Aesch.
2. a covering, as a protection, Thuc.
3. metaph. a screen or cloak, Thuc., Luc. [from προκᾰλύπτω]

English (Woodhouse)

screen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προκαλύπτωπρό + καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

legumentum, vegetable, pulse, 2.75.5, (de muro Plataeensium concerning the wall of the Plataeans)
Transl. translate velamentum, covering, veil, 3.67.6.