ὑποψία: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopsia
|Transliteration C=ypopsia
|Beta Code=u(poyi/a
|Beta Code=u(poyi/a
|Definition=later [[ὑφοψία]] (first in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.340.14</span> (iii B. C.)), Ion. [[ὑποψίη]], ἡ: ([[ὑφοράω]], fut. [[ὑπόψομαι]]): <span class="sense"><span class="bld">I</span> of the subject, [[suspicion]], [[ill-feeling]], ὑποψίην ἔς τινα ἔχειν <span class="bibl">Hdt.3.52</span>, cf. <span class="bibl">Th.4.27</span>, <span class="bibl">And.1.68</span>; τὰ ἴχνη τῆς ὑ. φέροντα εἴς τινα <span class="bibl">Antipho 2.3.10</span>; μεστὸς ὑποψίας <span class="bibl">Lys.1.17</span>; ὑ. πρός τινα <span class="bibl">D.48.18</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>43</span>; ὑ. λαμβάνειν κατά τινος <span class="bibl">D.29.24</span>; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.</span>11</span>; τὸ σκότος ἐν ὑποψίᾳ ποιούμενος <span class="bibl">Aeschin.1.10</span>; <b class="b3">ἐν ὑποψίαις, δι' ὑποψίας ἔχειν τινά</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cat.Ma.</span>23</span>; <b class="b3">ὑ. γίγνεται, εἰσῆλθέν τινι</b>, <span class="bibl">Th.2.13</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>218c</span>; ἐς ὑποψίαν [[καθιστάναι]] τινά = to [[bring]] him into [[suspicion]], <span class="bibl">Th.5.29</span>; ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν <span class="bibl">Lys. 25.30</span>; opp. εἰς ὑποψίας [[ἐμπεσεῖν]], <span class="bibl">Antipho 2.2.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the object, <b class="b3">ὑ. εἶχον</b> were regarded with [[suspicion]], <span class="bibl">Hdt.9.99</span>; <b class="b3">πολλὰς ἔχει ὑποψίας</b> = admits of [[suspicion]]s, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>84c</span>; <b class="b3">ὑ. ἐνδιδόναι ὡς</b> . . <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>887e</span>; ὑποψία παρέχειν <span class="bibl">Th.1.132</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>111</span>; ὑ. παρέχειν μὴ εἶναί τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>247e</span>: Astron., ἡ πρώτη ὑποψία the [[first]] [[time]] the [[observer]] [[suspect]]s he has been a [[star]] [[rising]], the [[first]] [[glimpse]], Ptol.<span class="title">Alm.</span>8.6. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[apprehension]], ὁ κατὰ τὴν ὑ. φόβος <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.</span>34</span>; <b class="b3">φόβος καὶ ὑ</b>. Polystr.<span class="bibl">p.7</span> W.; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. καὶ αἱ περὶ θανάτου <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.</span>11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[jealous watch]], [[censorious watch]], ἡ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑ. <span class="bibl">Th.2.37</span>.</span>
|Definition=later [[ὑφοψία]] (first in ''PSI''4.340.14 (iii B. C.)), Ion. [[ὑποψίη]], ἡ: ([[ὑφοράω]], fut. ὑπόψομαι):<br><span class="bld">I</span> of the subject, [[suspicion]], [[ill-feeling]], ὑποψίην ἔς τινα ἔχειν [[Herodotus|Hdt.]]3.52, cf. Th.4.27, And.1.68; τὰ ἴχνη τῆς ὑ. φέροντα εἴς τινα Antipho 2.3.10; μεστὸς ὑποψίας Lys.1.17; ὑ. πρός τινα D.48.18, Plu.''Cic.''43; ὑ. λαμβάνειν κατά τινος D.29.24; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. Epicur.''Sent.''11; τὸ σκότος ἐν ὑποψίᾳ ποιούμενος Aeschin.1.10; <b class="b3">ἐν ὑποψίαις, δι' ὑποψίας ἔχειν τινά</b>, Plu.''Pyrrh.''23, ''Cat.Ma.''23; <b class="b3">ὑ. γίγνεται, εἰσῆλθέν τινι</b>, Th.2.13, Pl.''Ly.''218c; ἐς ὑποψίαν [[καθιστάναι]] τινά = to [[bring]] him into [[suspicion]], Th.5.29; ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. 25.30; opp. εἰς ὑποψίας [[ἐμπεσεῖν]], Antipho 2.2.3.<br><span class="bld">2</span> of the object, <b class="b3">ὑ. εἶχον</b> were regarded with [[suspicion]], [[Herodotus|Hdt.]]9.99; <b class="b3">πολλὰς ἔχει ὑποψίας</b> = admits of [[suspicion]]s, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 84c; <b class="b3">ὑ. ἐνδιδόναι ὡς</b>.. Id.''Lg.''887e; ὑποψία παρέχειν Th.1.132, cf. Phld.''Piet.''111; ὑ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Pl.''Mx.''247e: Astron., ἡ πρώτη ὑποψία the [[first]] [[time]] the [[observer]] [[suspect]]s he has been a [[star]] [[rising]], the [[first]] [[glimpse]], Ptol.''Alm.''8.6.<br><span class="bld">b</span> [[apprehension]], ὁ κατὰ τὴν ὑ. φόβος Epicur.''Sent.''34; <b class="b3">φόβος καὶ ὑ.</b> Polystr.p.7 W.; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. καὶ αἱ περὶ θανάτου Epicur.''Sent.''11.<br><span class="bld">II</span> [[jealous watch]], [[censorious watch]], ἡ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑ. Th.2.37.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] ἡ, ion. ὑποψίη, [[Argwohn]], Vermuthung; Eur. El. 1565; ὑποψίην ἔχειν Her. 8, 99; εἴς τινα, Antiph. 2, 3,3; τὴν ὑποψίαν τὴν εἰς ἐμὲ οὖσαν ib. §. 6, u. öfter; Thuc. 4, 27 u. öfter; Plat., ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ εἶναι ἡμέτεροι ἢ – Menex. 247 e; ἐν πλείστῃ ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι Aesch. 1, 10; τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους Pol. 28, 4,13; [[πρός]] τινα, Plut. Cic. 43; – argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung, Thuc. 2, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] ἡ, ion. ὑποψίη, [[Argwohn]], [[Vermutung]]; Eur. El. 1565; ὑποψίην ἔχειν Her. 8, 99; εἴς τινα, Antiph. 2, 3,3; τὴν ὑποψίαν τὴν εἰς ἐμὲ οὖσαν ib. §. 6, u. öfter; Thuc. 4, 27 u. öfter; Plat., ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ εἶναι ἡμέτεροι ἢ – Menex. 247 e; ἐν πλείστῃ ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι Aesch. 1, 10; τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους Pol. 28, 4,13; [[πρός]] τινα, Plut. Cic. 43; – argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung, Thuc. 2, 37.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[soupçon]];<br /><b>2</b> [[crainte]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕποπτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποψία:''' ион. [[ὑποψίη]] ἡ [[подозрение]] (ἔς τινα Her.): ὑ. τινός, πρός τι и [[ὑπέρ]] τινος Plut. подозрение насчет чего-л.; ὑποψίαν ἔχειν Her., Plat. навлечь на себя подозрение, внушать недоверие; ὑποψίας πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. возбуждать взаимные подозрения; ἐν ὑποψίᾳ или δι᾽ ὑποψίας ἔχειν τινά Plut. подозрительно относиться к кому-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποψία''': Ἰων. ίη, ἡ· ([[ὑφοράω]], μέλλ. ὑπόψομαι). 1) ἐπὶ τοῦ ὑποκειμένου, [[ὑποψία]], [[ζηλοτυπία]], ὑποψίην ἔχειν Ἡρόδ. 9. 99· ἔς τινα ὁ αὐτ. 3. 52, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 36 κἑξ., Θουκ. 4. 27, Ἀνδοκ. 9. 41· τὰ ἴχνη τῆς ὑπ. φέροντα εἴς τινα Ἀντιφῶν 119. 8· ὑποψίας μεστὸς Λυσί. 93. 17· ὑπ. [[πρός]] τινα Δημ. 1172. 10, Πλουτ. Κικ. 43· ὑπ. λαμβάνειν κατά τινος Δημ. 852. 2· ὑπέρ τινος Πλούτ. 2. 1092Α· ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαί τι Αἰσχίν. 2. 19· ἐν ὑπ., δι’ ὑποψίας ἔχειν τινὰ Πλουτ. Πύρρ. 23, Κάτων Πρεσβύτ. 23· ὑπ. γίγνεται, εἰσέρχεται τινι Θουκ. 2, 13, Πλάτ. Λῦσ. 218C· εἰς ὑπ. καθιστάναι τινά, [[φέρω]] τινὰ εἰς ὑποψίαν, Θουθκ. 5. 29· ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Λυσίας 174. 27· ἀντίθ. τῷ, εἰς ὑπ. ἐμπεσεῖν, Ἀντιφῶν 116. 37. 2) ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου, ἔχειν ὑπ., ἐπιδέχομαι ὑποψίαν, Πλάτ. Φαίδων 84C· ὑπ. ἐνδιδόναι ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε· ὑπ. παρέχειν Θουκ. 1. 132· ὑπ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Πλάτ. Μενέξ. 247Ε. ΙΙ. [[ζηλότυπος]], ἐπιμεμπτικὴ [[ἐπαγρύπνησις]], τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, «τὴν πρὸς τοὺς [[πέλας]] ἐν τοῖς ἰδίοις περιεργίαν, ὅ τι καὶ [[ὅπως]] [[ταῦτα]] πράττουσι, λέγει» (Δούκας), Θουκ. σ. 2. 37.
|lstext='''ὑποψία''': Ἰων. ίη, ἡ· ([[ὑφοράω]], μέλλ. ὑπόψομαι). 1) ἐπὶ τοῦ ὑποκειμένου, [[ὑποψία]], [[ζηλοτυπία]], ὑποψίην ἔχειν Ἡρόδ. 9. 99· ἔς τινα ὁ αὐτ. 3. 52, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 36 κἑξ., Θουκ. 4. 27, Ἀνδοκ. 9. 41· τὰ ἴχνη τῆς ὑπ. φέροντα εἴς τινα Ἀντιφῶν 119. 8· ὑποψίας μεστὸς Λυσί. 93. 17· ὑπ. [[πρός]] τινα Δημ. 1172. 10, Πλουτ. Κικ. 43· ὑπ. λαμβάνειν κατά τινος Δημ. 852. 2· ὑπέρ τινος Πλούτ. 2. 1092Α· ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαί τι Αἰσχίν. 2. 19· ἐν ὑπ., δι’ ὑποψίας ἔχειν τινὰ Πλουτ. Πύρρ. 23, Κάτων Πρεσβύτ. 23· ὑπ. γίγνεται, εἰσέρχεται τινι Θουκ. 2, 13, Πλάτ. Λῦσ. 218C· εἰς ὑπ. καθιστάναι τινά, [[φέρω]] τινὰ εἰς ὑποψίαν, Θουθκ. 5. 29· ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Λυσίας 174. 27· ἀντίθ. τῷ, εἰς ὑπ. ἐμπεσεῖν, Ἀντιφῶν 116. 37. 2) ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου, ἔχειν ὑπ., ἐπιδέχομαι ὑποψίαν, Πλάτ. Φαίδων 84C· ὑπ. ἐνδιδόναι ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε· ὑπ. παρέχειν Θουκ. 1. 132· ὑπ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Πλάτ. Μενέξ. 247Ε. ΙΙ. [[ζηλότυπος]], ἐπιμεμπτικὴ [[ἐπαγρύπνησις]], τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, «τὴν πρὸς τοὺς [[πέλας]] ἐν τοῖς ἰδίοις περιεργίαν, ὅ τι καὶ [[ὅπως]] [[ταῦτα]] πράττουσι, λέγει» (Δούκας), Θουκ. σ. 2. 37.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> soupçon;<br /><b>2</b> crainte.<br />'''Étymologie:''' [[ὕποπτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποψία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και [[ὑφοψία]], Α [[ὕποπτος]]<br />το να υποπτεύεται [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]], [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[υπόνοια]], [[δυσπιστία]], [[αμφιβολία]] (α. «έχω υποψίες ότι δεν [[είναι]] αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας [[μεστός]]», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζηλότυπη επικριτική [[επαγρύπνηση]] («τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φόβος]], [[ανησυχία]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] το φοβερό («ἡδὺς ὁ [[βίος]], τὸ ζῆν γλυκύ, τὸ θανεῑν [[ὑποψία]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποψίαν [[λαμβάνω]] [[κατά]] [ή [[ὑπέρ]]] τινος» και «δι' ὑποψίας ἔχω τινά» — [[υποψιάζομαι]] κάποιον<br />β) «[[ὑποψία]] γίγνεται [ή εισέρχεται] τινι» — γεννιέται [[υποψία]] [[εναντίον]] κάποιου<br />γ) «εἰς ὑποψίαν καθίστημί τινα» — [[φέρνω]] κάποιον σε [[υπόνοια]] (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «ἡ πρώτη [[ὑποψία]]»<br /><b>αστρον.</b> η πρώτη [[φορά]] που ο [[παρατηρητής]] έχει την [[εντύπωση]] ότι είδε την [[αναλαμπή]] ενός αστέρα που ανατέλλει <b>(Πτολ.)</b>.
|mltxt=η / [[ὑποψία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και [[ὑφοψία]], Α [[ὕποπτος]]<br />το να υποπτεύεται [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]], [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[υπόνοια]], [[δυσπιστία]], [[αμφιβολία]] (α. «έχω υποψίες ότι δεν [[είναι]] αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας [[μεστός]]», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζηλότυπη επικριτική [[επαγρύπνηση]] («τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φόβος]], [[ανησυχία]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] το φοβερό («ἡδὺς ὁ [[βίος]], τὸ ζῆν γλυκύ, τὸ θανεῖν [[ὑποψία]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποψίαν [[λαμβάνω]] [[κατά]] [ή [[ὑπέρ]]] τινος» και «δι' ὑποψίας ἔχω τινά» — [[υποψιάζομαι]] κάποιον<br />β) «[[ὑποψία]] γίγνεται [ή εισέρχεται] τινι» — γεννιέται [[υποψία]] [[εναντίον]] κάποιου<br />γ) «εἰς ὑποψίαν καθίστημί τινα» — [[φέρνω]] κάποιον σε [[υπόνοια]] (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «ἡ πρώτη [[ὑποψία]]»<br /><b>αστρον.</b> η πρώτη [[φορά]] που ο [[παρατηρητής]] έχει την [[εντύπωση]] ότι είδε την [[αναλαμπή]] ενός αστέρα που ανατέλλει <b>(Πτολ.)</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποψία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υπόνοια]], [[υποψία]], [[ζηλοτυπία]], ζήλια, <i>ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Δημ.· <i>ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[αντικείμενο]], <i>ἔχειν ὑποψίαν</i>, [[δέχομαι]], [[αποδέχομαι]] την [[υποψία]], σε Πλάτ.· <i>ὑποψίαν παρέχειν</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑποψία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υπόνοια]], [[υποψία]], [[ζηλοτυπία]], ζήλια, <i>ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Δημ.· <i>ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[αντικείμενο]], <i>ἔχειν ὑποψίαν</i>, [[δέχομαι]], [[αποδέχομαι]] την [[υποψία]], σε Πλάτ.· <i>ὑποψίαν παρέχειν</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑποψία:''' ион. [[ὑποψίη]] ἡ подозрение (ἔς τινα Her.): . τινός, πρός τι и [[ὑπέρ]] τινος Plut. подозрение насчет чего-л.; ὑποψίαν ἔχειν Her., Plat. навлечь на себя подозрение, внушать недоверие; ὑποψίας πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. возбуждать взаимные подозрения; ἐν ὑποψίᾳ или δι᾽ ὑποψίας ἔχειν τινά Plut. подозрительно относиться к кому-л.
|mdlsjtxt=ὑπ-οψία, ἡ, [[ὑπόψομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[suspicion]], [[jealousy]], ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα Hdt., Attic; πρός τινα Dem.; ἐν ὑπ. ποιεῖσθαι Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> of the [[object]], ἔχειν ὑπ. to [[admit]] of [[suspicion]], Plat.; ὑπ. παρέχειν Thuc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὑπόψομαι]] → [[ὑπό]] + [[ὄψομαι]] τοῦ [[ὁράω]] -ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὕποπτος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[suspicio]]'', [[mistrust]], [[suspicion]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.42.2/ 1.42.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.102.3/ 1.102.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.107.6/ 1.107.6], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ὑποψία ἦν]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.132.2/ 1.132.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.13.1/ 2.13.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.37.2/ 2.37.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.27.3/ 4.27.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.29.3/ 5.29.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.60.3/ 6.60.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.61.4/ 6.61.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.103.4/ 6.103.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.4/ 8.92.4].
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=ὑπ-οψία, , [[ὑπόψομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[suspicion]], [[jealousy]], ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα Hdt., [[attic]]; πρός τινα Dem.; ἐν ὑπ. ποιεῖσθαι Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> of the [[object]], ἔχειν ὑπ. to [[admit]] of [[suspicion]], Plat.; ὑπ. παρέχειν Thuc.
|trtx====[[suspicion]]===
Albanian: dyshim; Arabic: اِتِّهَام‎, شَكّ‎; Asturian: sospecha; Belarusian: падазрэнне; Bulgarian: подозрение; Catalan: sospita; Chinese Mandarin: 嫌疑, 懷疑, 怀疑; Czech: podezření; Danish: mistanke; Dutch: [[verdenking]]; Estonian: kahtlus; Finnish: epäily; French: [[suspicion]], [[soupçon]]; Galician: sospeita; German: [[Verdacht]], [[Argwohn]]; Greek: [[υπόνοια]]; Ancient Greek: [[δόκησις]], [[ὑπόνοια]], [[ὑπόπτευμα]], [[ὑποτοπασμός]], [[ὑποψία]], [[ὑποψίη]], [[ὑφόρασις]], [[ὑφοψία]]; Hungarian: gyanú; Irish: drochamhras; Italian: [[sospetto]]; Japanese: 疑い; Korean: 의혹, 의심; Latvian: aizdomas; Macedonian: подозрение, сомневање; Norwegian: mistanke; Polish: podejrzenie; Portuguese: [[suspeita]], [[suspeição]]; Romanian: suspiciune; Russian: [[подозрение]]; Scottish Gaelic: amharas; Serbo-Croatian Cyrillic: сумња; Roman: súmnja; Slovak: podozrenie; Slovene: sum; Spanish: [[sospecha]], [[suspicacia]]; Swedish: misstanke; Ukrainian: підозра, підозрі́ння; Vietnamese: sự nghi ngờ
}}
}}

Latest revision as of 15:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποψία Medium diacritics: ὑποψία Low diacritics: υποψία Capitals: ΥΠΟΨΙΑ
Transliteration A: hypopsía Transliteration B: hypopsia Transliteration C: ypopsia Beta Code: u(poyi/a

English (LSJ)

later ὑφοψία (first in PSI4.340.14 (iii B. C.)), Ion. ὑποψίη, ἡ: (ὑφοράω, fut. ὑπόψομαι):
I of the subject, suspicion, ill-feeling, ὑποψίην ἔς τινα ἔχειν Hdt.3.52, cf. Th.4.27, And.1.68; τὰ ἴχνη τῆς ὑ. φέροντα εἴς τινα Antipho 2.3.10; μεστὸς ὑποψίας Lys.1.17; ὑ. πρός τινα D.48.18, Plu.Cic.43; ὑ. λαμβάνειν κατά τινος D.29.24; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. Epicur.Sent.11; τὸ σκότος ἐν ὑποψίᾳ ποιούμενος Aeschin.1.10; ἐν ὑποψίαις, δι' ὑποψίας ἔχειν τινά, Plu.Pyrrh.23, Cat.Ma.23; ὑ. γίγνεται, εἰσῆλθέν τινι, Th.2.13, Pl.Ly.218c; ἐς ὑποψίαν καθιστάναι τινά = to bring him into suspicion, Th.5.29; ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. 25.30; opp. εἰς ὑποψίας ἐμπεσεῖν, Antipho 2.2.3.
2 of the object, ὑ. εἶχον were regarded with suspicion, Hdt.9.99; πολλὰς ἔχει ὑποψίας = admits of suspicions, Pl.Phd. 84c; ὑ. ἐνδιδόναι ὡς.. Id.Lg.887e; ὑποψία παρέχειν Th.1.132, cf. Phld.Piet.111; ὑ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Pl.Mx.247e: Astron., ἡ πρώτη ὑποψία the first time the observer suspects he has been a star rising, the first glimpse, Ptol.Alm.8.6.
b apprehension, ὁ κατὰ τὴν ὑ. φόβος Epicur.Sent.34; φόβος καὶ ὑ. Polystr.p.7 W.; αἱ τῶν μετεώρων ὑ. καὶ αἱ περὶ θανάτου Epicur.Sent.11.
II jealous watch, censorious watch, ἡ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑ. Th.2.37.

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, ion. ὑποψίη, Argwohn, Vermutung; Eur. El. 1565; ὑποψίην ἔχειν Her. 8, 99; εἴς τινα, Antiph. 2, 3,3; τὴν ὑποψίαν τὴν εἰς ἐμὲ οὖσαν ib. §. 6, u. öfter; Thuc. 4, 27 u. öfter; Plat., ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ εἶναι ἡμέτεροι ἢ – Menex. 247 e; ἐν πλείστῃ ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι Aesch. 1, 10; τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους Pol. 28, 4,13; πρός τινα, Plut. Cic. 43; – argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung, Thuc. 2, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 soupçon;
2 crainte.
Étymologie: ὕποπτος.

Russian (Dvoretsky)

ὑποψία: ион. ὑποψίηподозрение (ἔς τινα Her.): ὑ. τινός, πρός τι и ὑπέρ τινος Plut. подозрение насчет чего-л.; ὑποψίαν ἔχειν Her., Plat. навлечь на себя подозрение, внушать недоверие; ὑποψίας πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. возбуждать взаимные подозрения; ἐν ὑποψίᾳ или δι᾽ ὑποψίας ἔχειν τινά Plut. подозрительно относиться к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποψία: Ἰων. ίη, ἡ· (ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι). 1) ἐπὶ τοῦ ὑποκειμένου, ὑποψία, ζηλοτυπία, ὑποψίην ἔχειν Ἡρόδ. 9. 99· ἔς τινα ὁ αὐτ. 3. 52, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 36 κἑξ., Θουκ. 4. 27, Ἀνδοκ. 9. 41· τὰ ἴχνη τῆς ὑπ. φέροντα εἴς τινα Ἀντιφῶν 119. 8· ὑποψίας μεστὸς Λυσί. 93. 17· ὑπ. πρός τινα Δημ. 1172. 10, Πλουτ. Κικ. 43· ὑπ. λαμβάνειν κατά τινος Δημ. 852. 2· ὑπέρ τινος Πλούτ. 2. 1092Α· ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαί τι Αἰσχίν. 2. 19· ἐν ὑπ., δι’ ὑποψίας ἔχειν τινὰ Πλουτ. Πύρρ. 23, Κάτων Πρεσβύτ. 23· ὑπ. γίγνεται, εἰσέρχεται τινι Θουκ. 2, 13, Πλάτ. Λῦσ. 218C· εἰς ὑπ. καθιστάναι τινά, φέρω τινὰ εἰς ὑποψίαν, Θουθκ. 5. 29· ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Λυσίας 174. 27· ἀντίθ. τῷ, εἰς ὑπ. ἐμπεσεῖν, Ἀντιφῶν 116. 37. 2) ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου, ἔχειν ὑπ., ἐπιδέχομαι ὑποψίαν, Πλάτ. Φαίδων 84C· ὑπ. ἐνδιδόναι ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε· ὑπ. παρέχειν Θουκ. 1. 132· ὑπ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Πλάτ. Μενέξ. 247Ε. ΙΙ. ζηλότυπος, ἐπιμεμπτικὴ ἐπαγρύπνησις, τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, «τὴν πρὸς τοὺς πέλας ἐν τοῖς ἰδίοις περιεργίαν, ὅ τι καὶ ὅπως ταῦτα πράττουσι, λέγει» (Δούκας), Θουκ. σ. 2. 37.

Greek Monolingual

η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α ὕποπτος
το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.)
αρχ.
1. ζηλότυπη επικριτική επαγρύπνηση («τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.)
2. φόβος, ανησυχία, αγωνία
3. καθετί το φοβερό («ἡδὺς ὁ βίος, τὸ ζῆν γλυκύ, τὸ θανεῖν ὑποψία», επιγρ.)
4. φρ. α) «ὑποψίαν λαμβάνω κατάὑπέρ] τινος» και «δι' ὑποψίας ἔχω τινά» — υποψιάζομαι κάποιον
β) «ὑποψία γίγνεται [ή εισέρχεται] τινι» — γεννιέται υποψία εναντίον κάποιου
γ) «εἰς ὑποψίαν καθίστημί τινα» — φέρνω κάποιον σε υπόνοια (Θουκ.)
δ) «ἡ πρώτη ὑποψία»
αστρον. η πρώτη φορά που ο παρατηρητής έχει την εντύπωση ότι είδε την αναλαμπή ενός αστέρα που ανατέλλει (Πτολ.).

Greek Monotonic

ὑποψία: Ιων. -ίη, ἡ (ὑπόψομαι),
1. υπόνοια, υποψία, ζηλοτυπία, ζήλια, ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Δημ.· ἐν ὑποψίᾳ ποιεῖσθαι, σε Αισχίν.
2. λέγεται για αντικείμενο, ἔχειν ὑποψίαν, δέχομαι, αποδέχομαι την υποψία, σε Πλάτ.· ὑποψίαν παρέχειν, σε Θουκ.

Middle Liddell

ὑπ-οψία, ἡ, ὑπόψομαι
1. suspicion, jealousy, ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα Hdt., Attic; πρός τινα Dem.; ἐν ὑπ. ποιεῖσθαι Aeschin.
2. of the object, ἔχειν ὑπ. to admit of suspicion, Plat.; ὑπ. παρέχειν Thuc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπόψομαιὑπό + ὄψομαι τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὕποπτος.

Lexicon Thucydideum

suspicio, mistrust, suspicion, 1.42.2, 1.102.3, 1.107.6, [vulgo commonly ὑποψία ἦν]. 1.132.2, 2.13.1, 2.37.2, 4.27.3, 5.29.3, 6.60.3, 6.61.4, 6.103.4, 8.92.4.

Translations

suspicion

Albanian: dyshim; Arabic: اِتِّهَام‎, شَكّ‎; Asturian: sospecha; Belarusian: падазрэнне; Bulgarian: подозрение; Catalan: sospita; Chinese Mandarin: 嫌疑, 懷疑, 怀疑; Czech: podezření; Danish: mistanke; Dutch: verdenking; Estonian: kahtlus; Finnish: epäily; French: suspicion, soupçon; Galician: sospeita; German: Verdacht, Argwohn; Greek: υπόνοια; Ancient Greek: δόκησις, ὑπόνοια, ὑπόπτευμα, ὑποτοπασμός, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφόρασις, ὑφοψία; Hungarian: gyanú; Irish: drochamhras; Italian: sospetto; Japanese: 疑い; Korean: 의혹, 의심; Latvian: aizdomas; Macedonian: подозрение, сомневање; Norwegian: mistanke; Polish: podejrzenie; Portuguese: suspeita, suspeição; Romanian: suspiciune; Russian: подозрение; Scottish Gaelic: amharas; Serbo-Croatian Cyrillic: сумња; Roman: súmnja; Slovak: podozrenie; Slovene: sum; Spanish: sospecha, suspicacia; Swedish: misstanke; Ukrainian: підозра, підозрі́ння; Vietnamese: sự nghi ngờ