αυτοκράτορας: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[αυτοκράτειρα]], και [[αυτοκράτόρισσα]], η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>dictator</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>imperator</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[αυτοκράτειρα]], και [[αυτοκρατόρισσα]], η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>dictator</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>imperator</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 12 February 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. αυτοκράτειρα, και αυτοκρατόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η)
1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας
2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά
μσν.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός
αρχ.
1. ο κύριος του εαυτού του
2. αυτός που έχει απόλυτη πληρεξουσιότητα να κάνει κάτι
3. (για πρόσωπα ή πόλεις) ελεύθερος, ανεξάρτητος
4. (για νέους) έφηβος
5. «αυτοκρατής» — κυρίαρχος του εαυτού του
6. μτφ. αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, κατηγορηματικός
7. ο απόλυτος κύριος μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. αυτοκράτωρ είναι αρχαϊκός σχηματισμός, όπου το β' συνθετικό κράτωρ πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του κράτος, ενώ κατ' άλλη υπόθεση η λ. χρησιμοποιείται αντί του αυτοκρατής (< κράτος, κρατώ), αναλογικά προς τα ονόματα σε -τωρ, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. ναυκράτωρ). Ο όρος αυτοκράτωρ απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη σημασία «ανεξάρτητος, κύριος του εαυτού του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η έννοια περιβεβλημένος με πλήρη εξουσία», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως τίτλος υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, απόδοση του ρωμαϊκού dictator (Πολύβ.) και imperator (Πλουτ.).
ΠΑΡ. αυτοκρατορία, αυτοκρατορικός].