καταγωνίζομαι: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katagonizomai | |Transliteration C=katagonizomai | ||
|Beta Code=katagwni/zomai | |Beta Code=katagwni/zomai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[prevail against]], τινας Plb.2.42.3,al., ''OGI''553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.''Herc.''831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.''VH''2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.''Isid.''122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.''Symp.''19.<br><span class="bld">2</span> [[contend against]], τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.<br><span class="bld">II</span> [[win by a struggle]], βασιλείας ''Ep.Hebr.''11.33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>f.</i> καταγωνίσομαι, <i>att.</i> καταγωνιοῦμαι;<br /><b>1</b> [[lutter contre]];<br /><b>2</b> [[vaincre dans un combat]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατᾰγωνίζομαι:''' (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)<br /><b class="num">1</b> [[вести борьбу]], [[бороться]] (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῦν | |mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῦν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῦ ψεύδους ταττομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ. | |lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατᾰγωνίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[ | |mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιοῦμαι<br />Dep. to [[struggle]] [[against]], [[prevail]] [[against]], [[conquer]], Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-競爭<br />'''字義溯源''':努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=按照)與([[ἀγωνίζομαι]])=努力)組成;其中 ([[ἀγωνίζομαι]])出自([[ἀγών]])=聚集,競賽),而 ([[ἀγών]])出自([[ἄγω]])*=帶領)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 制伏了(1) 來11:33 | |sngr='''原文音譯''':katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-競爭<br />'''字義溯源''':努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=按照)與([[ἀγωνίζομαι]])=努力)組成;其中 ([[ἀγωνίζομαι]])出自([[ἀγών]])=聚集,競賽),而 ([[ἀγών]])出自([[ἄγω]])*=帶領)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 制伏了(1) 來11:33 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19.
2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.
II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.
German (Pape)
[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰγωνίζομαι: (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)
1 вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);
2 одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).
English (Strong)
from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.
English (Thayer)
deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)
Greek Monolingual
καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῦν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῦ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).
Greek Monotonic
κατᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.
Middle Liddell
fut. Attic ιοῦμαι
Dep. to struggle against, prevail against, conquer, Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.
Chinese
原文音譯:katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-競爭
字義溯源:努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成;其中 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集,競賽),而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 制伏了(1) 來11:33