ἀποσαλεύω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aposaleyo | |Transliteration C=aposaleyo | ||
|Beta Code=a)posaleu/w | |Beta Code=a)posaleu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[lie in the roadstead]], [[ride at anchor]], Th.1.137; ἐπ' ἀγκὐρας D.50.22, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''523b33, ''PA''685a34: metaph., ἀ. ἐν φόβοις J. ''BJ''7.3.4; [[keep aloof from]], Plu.2.493d.<br><span class="bld">b</span> ἀποσαλεύσας· ἐπιτηρήσας, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''125.48.<br><span class="bld">2</span> trans., [[shake]], [[cause to move]], Gal. 6.141:—Pass. (with fut. ἀποσαλεύσομαἰ, to [[be loosened]], [[be shaken away]], Ruf.''Ren.Ves.''12.3; [[be shaken from one's opinion]], Arr.''Epict.''3.26.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> mar. [[fondear]] ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπὲρ τοῦ στρατοπέδου Th.1.137, ἐπ' ἀγκύρας D.50.22, I.<i>AI</i> 15.333, κατόπιν τῶν μαχομένων ἀποσαλεύουσα D.C.50.33.1<br /><b class="num">•</b>de los cefalópodos βαλλόμεναι πρός τινα πέτραν ὥσπερ ἀγκύρας ἀποσαλεύουσιν echando (sus tentáculos) como anclas a una roca, se mantienen sujetos</i> Arist.<i>HA</i> 523<sup>b</sup>33, cf. <i>PA</i> 685<sup>a</sup>34<br /><b class="num">•</b>fig. ἐν φόβοις I.<i>BI</i> 7.62.<br /><b class="num">2</b> [[moverse]], [[apartarse]], [[removerse]] c. gen. τοῦ κατὰ φύσιν Plu.2.493d, ἀποσαλεῦσαί τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδρας Gal.6.141, en v. med., abs. mismo sent. οὕτω γὰρ ἀποσαλεύσεται λίθος de un cálculo renal, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.12.3, fig. en cuanto a las opiniones μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτων Arr.<i>Epict</i>.3.26.16.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[vigilar]], [[cuidar de]] χηνάγρια <i>PMil.Vogl</i>.305.22 (II d.C.), cf. Hsch., <i>EM</i> 125.48G.<br /><b class="num">2</b> [[soltar]], [[desamarrar]] τὴν ὀλκάδα τοῦ λιμένος Gr.Nyss.<i>Hom.n Cant</i>.340.18<br /><b class="num">•</b>fig. [[aflojar]], [[deshacer]] τὴν τοῦ νομικοῦ γράμματος σκιάν Cyr.Al.M.77.925B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0323.png Seite 323]] 1) auf offenem Meere, außerhalb des Hafens sich aufhalten, Thuc. 1, 137; ἐπ' ἀγκύρας, daselbst vor Anker liegen, Dem. 50, 22, wie Plut. Pomp. 77 u. a. Sp. – 2) sich von etwas entfernt halten, τινός Plut. am. prol. p. 71 (i. A.). – Med., ebenso, Arr. Epict. 3, 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0323.png Seite 323]] 1) auf offenem Meere, außerhalb des Hafens sich aufhalten, Thuc. 1, 137; ἐπ' ἀγκύρας, daselbst vor Anker liegen, Dem. 50, 22, wie Plut. Pomp. 77 u. a. Sp. – 2) sich von etwas entfernt halten, τινός Plut. am. prol. p. 71 (i. A.). – Med., ebenso, Arr. Epict. 3, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[mouiller au large]];<br /><b>2</b> se tenir éloigné de, s'éloigner de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σαλεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσᾰλεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[стоять на рейде]] (Thuc.; ἐπ᾽ ἀγκύρας Dem., ἐπ᾽ ἀγκυρῶν [[πρόσω]] τῆς χώρας Plut. и ἀγκύρας Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[держаться вдали]] (τινός Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσᾰλεύω''': ἐπὶ πλοίων, ἐπ’ ἀγκυρῶν [[σαλεύω]], ὲπ’ ἀγκυρῶν ἵσταμαι, εἶμαι ἀραγμένος εἰς τὰ ἀνοικτὰ, «’ςτὸ πανὶ», καὶ ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπέρ τοῦ στρατοπέδου, [[ὕστερον]] ἀφικνεῖται εἰς Ἔφεσον Θουκ. 1. 137· ἐπ’ ἄγκυρας Δημ. 1213, 24· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4, 1, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 72: - μεταφ. ἀφίσταμαί τινος, ὄρεξιν τοῦ κατὰ φύσιν ἀποσαλεύουσαν Πλούτ. 2. 493D· ἐσάλευε καὶ ἀπεσάλευε. τοῦτο καὶ ἐπὶ νεῶν λέγεται καὶ ἐπ’ ἀνθρώπων. ἐπὶ μὲν πλοίων, ὡς Δίων ἐν Ρωμαϊκοῖς «ὀλίγα μὲν γὰρ καὶ τὰ κουφότατα τῶν πλοίων πρὸς τῇ γῇ ὥρμει, τὰ δὲ [[πλείω]] καὶ μείζω μετέωρα διὰ τὰ τενάγη ἀπεσάλευεν». ἐπὶ δὲ ἀνθρώπων, ὡς τὸ «ἐφ’ ἑνὶ δὲ τῶν παίδων ἀπεσάλευεν». σημαίνει δὲ ἡ [[λέξις]] τὸ τὰς ἐλπίδας ἐπὶ τούτῳ εἶχεν· καὶ Αἰλιανὸς «[[ἐπεὶ]] [[τοίνυν]] ἐπὶ τῶν ἐσχάτων ἐσάλευεν ἤδη, κομίζουσιν αὐτὸν οἱ προσήκοντες εἰς Ἀσκληπιοῦ» Σουΐδ. ἐν λ. ἐσάλευε. 2) μεταβ. [[σαλεύω]] τι ἀπὸ τῆς θέσεώς του, οὕτω τοι [[λόγος]] ἔχει τὸν Μίλωνα γυμνάζειν ἑαυτόν, [[ἐνίοτε]] μὲν ἀποσαλεῦσαι τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδρας ἐπιτρέποντα τῷ βουλομένῳ, ... [[ἐνίοτε]] δέ, κτλ. Γαλην. τ. 6. σ. 85, ἔκδ. Chart. - Παθ., [[ἀλλάσσω]] γνώμην, μελετᾶς μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτων· ἀπὸ τίνων; Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 16. | |lstext='''ἀποσᾰλεύω''': ἐπὶ πλοίων, ἐπ’ ἀγκυρῶν [[σαλεύω]], ὲπ’ ἀγκυρῶν ἵσταμαι, εἶμαι ἀραγμένος εἰς τὰ ἀνοικτὰ, «’ςτὸ πανὶ», καὶ ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπέρ τοῦ στρατοπέδου, [[ὕστερον]] ἀφικνεῖται εἰς Ἔφεσον Θουκ. 1. 137· ἐπ’ ἄγκυρας Δημ. 1213, 24· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4, 1, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 72: - μεταφ. ἀφίσταμαί τινος, ὄρεξιν τοῦ κατὰ φύσιν ἀποσαλεύουσαν Πλούτ. 2. 493D· ἐσάλευε καὶ ἀπεσάλευε. τοῦτο καὶ ἐπὶ νεῶν λέγεται καὶ ἐπ’ ἀνθρώπων. ἐπὶ μὲν πλοίων, ὡς Δίων ἐν Ρωμαϊκοῖς «ὀλίγα μὲν γὰρ καὶ τὰ κουφότατα τῶν πλοίων πρὸς τῇ γῇ ὥρμει, τὰ δὲ [[πλείω]] καὶ μείζω μετέωρα διὰ τὰ τενάγη ἀπεσάλευεν». ἐπὶ δὲ ἀνθρώπων, ὡς τὸ «ἐφ’ ἑνὶ δὲ τῶν παίδων ἀπεσάλευεν». σημαίνει δὲ ἡ [[λέξις]] τὸ τὰς ἐλπίδας ἐπὶ τούτῳ εἶχεν· καὶ Αἰλιανὸς «[[ἐπεὶ]] [[τοίνυν]] ἐπὶ τῶν ἐσχάτων ἐσάλευεν ἤδη, κομίζουσιν αὐτὸν οἱ προσήκοντες εἰς Ἀσκληπιοῦ» Σουΐδ. ἐν λ. ἐσάλευε. 2) μεταβ. [[σαλεύω]] τι ἀπὸ τῆς θέσεώς του, οὕτω τοι [[λόγος]] ἔχει τὸν Μίλωνα γυμνάζειν ἑαυτόν, [[ἐνίοτε]] μὲν ἀποσαλεῦσαι τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδρας ἐπιτρέποντα τῷ βουλομένῳ, ... [[ἐνίοτε]] δέ, κτλ. Γαλην. τ. 6. σ. 85, ἔκδ. Chart. - Παθ., [[ἀλλάσσω]] γνώμην, μελετᾶς μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτων· ἀπὸ τίνων; Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἀποσᾰλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, [[αγκυροβολώ]] στ' ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ. | |lsmtext='''ἀποσᾰλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, [[αγκυροβολώ]] στ' ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=to lie in the [[open]] sea, to [[ride]] at [[anchor]], Thuc., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[in salo navem tenere in ancoris]]'', to [[anchor a ship at sea]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.137.2/ 1.137.2]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:52, 16 November 2024
English (LSJ)
A lie in the roadstead, ride at anchor, Th.1.137; ἐπ' ἀγκὐρας D.50.22, cf. Arist.HA523b33, PA685a34: metaph., ἀ. ἐν φόβοις J. BJ7.3.4; keep aloof from, Plu.2.493d.
b ἀποσαλεύσας· ἐπιτηρήσας, Hsch., EM125.48.
2 trans., shake, cause to move, Gal. 6.141:—Pass. (with fut. ἀποσαλεύσομαἰ, to be loosened, be shaken away, Ruf.Ren.Ves.12.3; be shaken from one's opinion, Arr.Epict.3.26.16.
Spanish (DGE)
I intr.
1 mar. fondear ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπὲρ τοῦ στρατοπέδου Th.1.137, ἐπ' ἀγκύρας D.50.22, I.AI 15.333, κατόπιν τῶν μαχομένων ἀποσαλεύουσα D.C.50.33.1
•de los cefalópodos βαλλόμεναι πρός τινα πέτραν ὥσπερ ἀγκύρας ἀποσαλεύουσιν echando (sus tentáculos) como anclas a una roca, se mantienen sujetos Arist.HA 523b33, cf. PA 685a34
•fig. ἐν φόβοις I.BI 7.62.
2 moverse, apartarse, removerse c. gen. τοῦ κατὰ φύσιν Plu.2.493d, ἀποσαλεῦσαί τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδρας Gal.6.141, en v. med., abs. mismo sent. οὕτω γὰρ ἀποσαλεύσεται λίθος de un cálculo renal, Ruf.Ren.Ves.12.3, fig. en cuanto a las opiniones μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτων Arr.Epict.3.26.16.
II tr.
1 vigilar, cuidar de χηνάγρια PMil.Vogl.305.22 (II d.C.), cf. Hsch., EM 125.48G.
2 soltar, desamarrar τὴν ὀλκάδα τοῦ λιμένος Gr.Nyss.Hom.n Cant.340.18
•fig. aflojar, deshacer τὴν τοῦ νομικοῦ γράμματος σκιάν Cyr.Al.M.77.925B.
German (Pape)
[Seite 323] 1) auf offenem Meere, außerhalb des Hafens sich aufhalten, Thuc. 1, 137; ἐπ' ἀγκύρας, daselbst vor Anker liegen, Dem. 50, 22, wie Plut. Pomp. 77 u. a. Sp. – 2) sich von etwas entfernt halten, τινός Plut. am. prol. p. 71 (i. A.). – Med., ebenso, Arr. Epict. 3, 26.
French (Bailly abrégé)
1 mouiller au large;
2 se tenir éloigné de, s'éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, σαλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσᾰλεύω:
1 стоять на рейде (Thuc.; ἐπ᾽ ἀγκύρας Dem., ἐπ᾽ ἀγκυρῶν πρόσω τῆς χώρας Plut. и ἀγκύρας Arst.);
2 держаться вдали (τινός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσᾰλεύω: ἐπὶ πλοίων, ἐπ’ ἀγκυρῶν σαλεύω, ὲπ’ ἀγκυρῶν ἵσταμαι, εἶμαι ἀραγμένος εἰς τὰ ἀνοικτὰ, «’ςτὸ πανὶ», καὶ ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπέρ τοῦ στρατοπέδου, ὕστερον ἀφικνεῖται εἰς Ἔφεσον Θουκ. 1. 137· ἐπ’ ἄγκυρας Δημ. 1213, 24· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4, 1, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 72: - μεταφ. ἀφίσταμαί τινος, ὄρεξιν τοῦ κατὰ φύσιν ἀποσαλεύουσαν Πλούτ. 2. 493D· ἐσάλευε καὶ ἀπεσάλευε. τοῦτο καὶ ἐπὶ νεῶν λέγεται καὶ ἐπ’ ἀνθρώπων. ἐπὶ μὲν πλοίων, ὡς Δίων ἐν Ρωμαϊκοῖς «ὀλίγα μὲν γὰρ καὶ τὰ κουφότατα τῶν πλοίων πρὸς τῇ γῇ ὥρμει, τὰ δὲ πλείω καὶ μείζω μετέωρα διὰ τὰ τενάγη ἀπεσάλευεν». ἐπὶ δὲ ἀνθρώπων, ὡς τὸ «ἐφ’ ἑνὶ δὲ τῶν παίδων ἀπεσάλευεν». σημαίνει δὲ ἡ λέξις τὸ τὰς ἐλπίδας ἐπὶ τούτῳ εἶχεν· καὶ Αἰλιανὸς «ἐπεὶ τοίνυν ἐπὶ τῶν ἐσχάτων ἐσάλευεν ἤδη, κομίζουσιν αὐτὸν οἱ προσήκοντες εἰς Ἀσκληπιοῦ» Σουΐδ. ἐν λ. ἐσάλευε. 2) μεταβ. σαλεύω τι ἀπὸ τῆς θέσεώς του, οὕτω τοι λόγος ἔχει τὸν Μίλωνα γυμνάζειν ἑαυτόν, ἐνίοτε μὲν ἀποσαλεῦσαι τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδρας ἐπιτρέποντα τῷ βουλομένῳ, ... ἐνίοτε δέ, κτλ. Γαλην. τ. 6. σ. 85, ἔκδ. Chart. - Παθ., ἀλλάσσω γνώμην, μελετᾶς μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτων· ἀπὸ τίνων; Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 16.
Greek Monolingual
(AM ἀποσαλεύω)
μετακινώ κάτι
αρχ.
1. αράζω στα ανοιχτά
2. στέκομαι μακριά από κάτι
3. μεταπείθω κάποιον, αλλάζω τη γνώμη του.
Greek Monotonic
ἀποσᾰλεύω: μέλ. -σω, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, αγκυροβολώ στ' ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ.
Middle Liddell
to lie in the open sea, to ride at anchor, Thuc., Dem.
Lexicon Thucydideum
in salo navem tenere in ancoris, to anchor a ship at sea, 1.137.2.