ὑπεραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperafksano
|Transliteration C=yperafksano
|Beta Code=u(perauca/nw
|Beta Code=u(perauca/nw
|Definition=and ὑπεραύξ-ω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[increase above measure]]:—Pass., to [[be so increased]], Gal.14.226; [[become over-powerful]], <span class="bibl">And.4.24</span>, <span class="bibl">D.C.79.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass.also, [[grow above]], <b class="b3">ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1282</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr. in Act., [[grow]] or [[abound exceedingly]], [[ὑπεραυξήσας]] (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Thess.</span>1.3</span>.</span>
|Definition=and [[ὑπεραύξω]],<br><span class="bld">A</span> [[increase above measure]]:—Pass., to [[be so increased]], Gal.14.226; [[become over-powerful]], And.4.24, D.C.79.15.<br><span class="bld">2</span> Pass.also, [[grow above]], <b class="b3">ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων</b> Sch.Ar.''V.''1282.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act., [[grow]] or [[abound exceedingly]], [[ὑπεραυξήσας]] (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν ''2 Ep.Thess.''1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] (s. [[αὐξάνω]]), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] (s. [[αὐξάνω]]), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accroître <i>ou</i> augmenter outre mesure;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> croître avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αὐξάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραυξάνω:''' [[быстро возрастать]] Plut., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραυξάνω''': καὶ -αύξω, [[αὐξάνω]] τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· [[γίνομαι]] [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], [[πανίσχυρος]], Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]], κάλαμοι [[ἐνίοτε]] ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.
|lstext='''ὑπεραυξάνω''': καὶ -αύξω, [[αὐξάνω]] τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· [[γίνομαι]] [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], [[πανίσχυρος]], Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]], κάλαμοι [[ἐνίοτε]] ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accroître <i>ou</i> augmenter outre mesure;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> croître avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αὐξάνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραυξάνω:''' [[быстро возрастать]] Plut., NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:40, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραυξάνω Medium diacritics: ὑπεραυξάνω Low diacritics: υπεραυξάνω Capitals: ΥΠΕΡΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: hyperauxánō Transliteration B: hyperauxanō Transliteration C: yperafksano Beta Code: u(perauca/nw

English (LSJ)

and ὑπεραύξω,
A increase above measure:—Pass., to be so increased, Gal.14.226; become over-powerful, And.4.24, D.C.79.15.
2 Pass.also, grow above, ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Sch.Ar.V.1282.
II intr. in Act., grow or abound exceedingly, ὑπεραυξήσας (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν 2 Ep.Thess.1.3.

German (Pape)

[Seite 1191] (s. αὐξάνω), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

1 tr. accroître ou augmenter outre mesure;
2 intr. croître avec force.
Étymologie: ὑπέρ, αὐξάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραυξάνω: быстро возрастать Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραυξάνω: καὶ -αύξω, αὐξάνω τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· γίνομαι λίαν ἰσχυρός, πανίσχυρος, Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι ὑπεράνω, κάλαμοι ἐνίοτε ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.

English (Strong)

from ὑπέρ and αὐξάνω; to increase above ordinary degree: grow exceedingly.

English (Thayer)

to increase beyond measure; to grow exceedingly: Andocides (405 B.C.>), Galen, Dio Cassius, others.)

Greek Monolingual

ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α
αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ)
αρχ.
1. μέσ. ὑπεραύξομαι
αυξάνομαι, μεγαλώνω περισσότερο από κάτι άλλο («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γίνομαι πάρα πολύ ισχυρός.

Greek Monotonic

ὑπεραυξάνω: και -αύξω, μέλ. -αυξήσω,
I. αυξάνω υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι επιπλέον, σε Ανδοκ.
II. αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

and -αύξω fut. -αυξήσω
I. to increase above measure:—Pass. to be so increased, Andoc.
II. intr. to increase exceedingly, NTest.

Chinese

原文音譯:Øperaux£nw 虛胚而-凹沙挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上面-長大(向上)
字義溯源:過度增長,增加過度,格外增長;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)*=生長)組成
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 格外增長(1) 帖後1:3